Η γερμανική κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει επισήμως το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ως «ακροδεξιό εξτρεμιστικό». Μάλιστα, έχουν εκφραστεί σκέψεις για ενδεχόμενη απαγόρευσή του, επικαλούμενες το Σύνταγμα και την ιστορική ευθύνη της χώρας – προφανής αναφορά στο ναζιστικό της παρελθόν.
Το AfD, που ιδρύθηκε το 2013, έχει σημειώσει σημαντική άνοδο στις δημοσκοπήσεις και στις περιφερειακές εκλογές, κυρίως λόγω της σκληρής του στάσης απέναντι στη μετανάστευση και της κριτικής του προς την ΕΕ. Η πιθανότητα να τεθεί εκτός νόμου προκαλεί έντονη συζήτηση γύρω από τα όρια της ελευθερίας έκφρασης και το πώς ορίζεται σήμερα ο «πολιτικός εξτρεμισμός».
Ο προβληματισμός που αναδύεται δεν αφορά μόνο τη Γερμανία. Σε πολλές χώρες, η έννοια της «δεξιάς» χρησιμοποιείται με τρόπο γενικευμένο και, συχνά, ασαφή. Όταν πολιτικά κόμματα ή πρόσωπα που ασκούν κριτική στο κυρίαρχο μοντέλο ή στη μεταναστευτική πολιτική αποκλείονται από τη δημόσια σφαίρα ως «εξτρεμιστικά», τίθεται ένα ερώτημα: μήπως ο όρος λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο στιγματισμού, παρά ως αντικειμενική κατηγοριοποίηση;
Σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βραζιλία, αντίστοιχα παραδείγματα δείχνουν πολιτικούς σχηματισμούς να στοχοποιούνται όχι για έκνομες πράξεις, αλλά για τις ιδέες που πρεσβεύουν. Η υπερβολική χρήση της ετικέτας «ακροδεξιά» ενδέχεται να αποδυναμώσει τον δημόσιο διάλογο και να δημιουργήσει ένα παράδοξο: τον περιορισμό της ελευθερίας στο όνομα της προστασίας της δημοκρατίας.
Η ιστορική εξέλιξη των όρων “δεξιά” και “αριστερά”
Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» προέρχονται από τη Γαλλική Επανάσταση, όταν οι βασιλόφρονες κάθονταν δεξιά και οι ριζοσπάστες αριστερά στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Ωστόσο, η χρήση τους απέκτησε διαφορετικό νόημα ανά εποχή και χώρα.
Στις ΗΠΑ, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, τέτοια κατηγοριοποίηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι διαχωρισμοί αφορούσαν κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά θέματα – Βορράς και Νότος, βιομηχανία και αγροτιά, θρησκευτικά δόγματα. Οι έννοιες της «αριστεράς» και «δεξιάς» υιοθετήθηκαν σταδιακά, κυρίως με την άνοδο του Προοδευτισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, υπό την επιρροή Ευρωπαίων φιλοσόφων, ιδιαίτερα του Χέγκελ.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ συνέλαβε την ιστορία ως μια διαδικασία που κατευθύνεται από υπερβατικές δυνάμεις προς έναν καθορισμένο σκοπό. Από αυτή τη θεώρηση προέκυψαν δύο εκδοχές: η «αριστερή» ερμηνεία, όπως αυτή του Μαρξ, που πίστευε στην οικονομική ισότητα μέσω κρατικού ελέγχου, και η «δεξιά», που εστίαζε στην τάξη, την εξουσία και την εθνική ενότητα, όπως εκφράστηκε από καθεστώτα όπως του Μπίσμαρκ.
Η σύγχυση εντάθηκε με την άνοδο του ναζισμού, ενός κινήματος που συνδύαζε σοσιαλιστική ρητορική με αυταρχικό εθνικισμό, αμφισβητώντας το δίπολο «δεξιά-αριστερά» όπως αυτό είχε διαμορφωθεί.
Σήμερα, η πολιτική σκηνή έχει μεταβληθεί δραματικά. Η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, χαρακτηρίστηκε «δεξιά», ωστόσο ενσωμάτωσε στοιχεία από τον προοδευτικό οικονομικό λόγο, υιοθετώντας μια λαϊκιστική, φιλεργατική ρητορική.
Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ιδεολογικών ταυτοτήτων. Ο πολιτικός λόγος πλέον δεν εντάσσεται απαραίτητα σε σαφή κομματικά πλαίσια. Η γραμμική διάκριση «δεξιάς» και «αριστεράς» δεν επαρκεί για να περιγράψει την πολυπλοκότητα των σύγχρονων πολιτικών ρευμάτων.
Η δημοκρατία μεταξύ ορίων και ελευθερίας
Η συζήτηση γύρω από τον αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων, όπως το AfD, δεν είναι απλή. Κάθε δημοκρατία έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να προστατεύεται από δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή της. Όμως η οριοθέτηση του «εξτρεμισμού» απαιτεί ακρίβεια, διαφάνεια και αυστηρά νομικά κριτήρια – όχι πολιτική ευκολία ή ιδεολογική προκατάληψη.
Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο η άνοδος ριζοσπαστικών κινημάτων, αλλά και η χρήση του κρατικού μηχανισμού για τη φίμωση της διαφωνίας. Η πολιτική ελευθερία, η ελευθερία λόγου και η πολυφωνία είναι θεμέλια της δημοκρατικής τάξης – και υπονομεύονται όταν οι ιδεολογικές ετικέτες υποκαθιστούν τον διάλογο επί της ουσίας.