Η Κριμαία αποτελεί ένα από τα πιο περίπλοκα και εκρηκτικά γεωπολιτικά ζητήματα του 21ου αιώνα, σύμβολο μιας βαθιάς και συνεχώς εξελισσόμενης σύγκρουσης ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία, με σημαντικές διεθνείς προεκτάσεις. Η προσάρτηση της χερσονήσου από τη Ρωσία το 2014, κατόπιν της ανατροπής της φιλορωσικής ουκρανικής κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, προκάλεσε ένα κύμα έντονων αντιδράσεων και κυρώσεων από τη Δύση, καθώς θεωρήθηκε κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των συνόρων της Ουκρανίας. Από τότε, η Κριμαία έχει μετατραπεί σε σημείο αιχμής για την αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο γεωπολιτικά στρατόπεδα: από τη μία η φιλοδυτική Ουκρανία, υποστηριζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και από την άλλη η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, που επιδιώκει την εδραίωση της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι διμερείς σχέσεις Κιέβου – Μόσχας, με φόντο την Κριμαία και τον πόλεμο στο Ντονμπάς, έχει μετατραπεί σε μια χρόνια κρίση χωρίς σαφή προοπτική επίλυσης. Η Ουκρανία επιμένει στην αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας και την επιστροφή της Κριμαίας υπό τον έλεγχό της, κάτι που αποτελεί κόκκινη γραμμή για το Κρεμλίνο. Η Ρωσία, από την πλευρά της, θεωρεί την Κριμαία αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς της, με επίκληση ιστορικών, πολιτισμικών και στρατηγικών αιτιών, και έχει ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία εκεί, καθιστώντας την χερσόνησο σημαντικό προπύργιο στη Μαύρη Θάλασσα.
Μέσα σε αυτό το τεταμένο περιβάλλον, ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε καθοριστικός. Οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις μετά το 2014 στήριξαν ανοιχτά την Ουκρανία, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, επιβάλλοντας ταυτόχρονα κυρώσεις στη Ρωσία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στη Ρωσία και το ουκρανικό ζήτημα χαρακτηρίστηκε από ασάφεια και συχνά προκάλεσε αμφιβολίες για την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ. Ο Τραμπ, αν και δεν ήρε ποτέ επίσημα τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στη Ρωσία, εξέφρασε επανειλημμένα την επιθυμία για βελτίωση των σχέσεων με τον Πούτιν, ενώ δεν έκρυψε τη δυσπιστία του απέναντι στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών που τεκμηρίωναν ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Τραμπ είχε αποπειραθεί να συνδέσει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία με προσωπικά πολιτικά του συμφέροντα, όπως φάνηκε στην υπόθεση του τηλεφωνήματος προς τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι το 2019, που οδήγησε στην πρώτη του παραπομπή σε δίκη (impeachment). Η υπόθεση αυτή ενίσχυσε την εντύπωση πως η αμερικανική στήριξη προς την Ουκρανία, αντί να αποτελεί σταθερή στρατηγική επιλογή, εξαρτάται από εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς και προσωπικά παιχνίδια ισχύος.
Η αμφισημία της πολιτικής Τραμπ έναντι της Ρωσίας δεν πέρασε απαρατήρητη από το Κρεμλίνο, το οποίο εκμεταλλεύτηκε την περίοδο της σχετικής αδράνειας της Δύσης για να εδραιώσει περαιτέρω την παρουσία του στην Κριμαία και να υπονομεύσει τη συνοχή της Δυτικής συμμαχίας. Παράλληλα, η έλλειψη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας έχει επιτρέψει στη Μόσχα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στην περιοχή, την ώρα που η Ουκρανία συνεχίζει να ματώνει στο ανατολικό της μέτωπο.
Η Κριμαία, συνεπώς, παραμένει ένα γεωπολιτικό «ναρκοπέδιο» που εμπεριέχει τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύρραξης και καταδεικνύει τις δυσκολίες της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει λύσεις σε περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Η σύγκρουση αυτή δεν είναι απλώς μια περιφερειακή διένεξη, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αναμέτρησης μεταξύ αυταρχικών και δημοκρατικών δυνάμεων στον σύγχρονο κόσμο. Καθώς η παγκόσμια σταθερότητα απειλείται από τη ρευστότητα των ισορροπιών και την αβεβαιότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες – ιδιαίτερα εάν ο Τραμπ επιστρέψει στην προεδρία – η Κριμαία συνεχίζει να αποτελεί όχι μόνο σημείο τριβής, αλλά και καμπανάκι για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα.
Καθώς οι διεθνείς συζητήσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία επανεκκινούν, το ζήτημα της Κριμαίας έρχεται ξανά στο προσκήνιο, φέρνοντας σε αντιπαράθεση το Κίεβο, τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον. Η Κριμαία, μια χερσόνησος στρατηγικής σημασίας στη Μαύρη Θάλασσα, αποτελεί εδώ και έντεκα χρόνια σημείο αιχμής μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Από την προσάρτησή της από τη Ρωσία το 2014 μέχρι σήμερα, παραμένει μια «κόκκινη γραμμή» για την Ουκρανία, όπως υπογραμμίζει και η βουλευτής της αντιπολίτευσης Ιρίνα Γκερασένκο, η οποία επισημαίνει πως η εδαφική ακεραιότητα και η κυριαρχία της χώρας είναι αδιαπραγμάτευτες.
Η προσάρτηση της Κριμαίας ξεκίνησε με την κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων από μασκοφόρους κομάντος χωρίς διακριτικά – οι περίφημοι «πράσινοι άνθρωποι» – και την ταχεία στρατιωτική παρουσία ρωσικών δυνάμεων στη χερσόνησο, εν μέσω πολιτικής αστάθειας στην Ουκρανία. Παρά την αρχική άρνηση του Πούτιν για ρωσική εμπλοκή, αργότερα παραδέχθηκε πως η επιχείρηση σχεδιάστηκε από το Κρεμλίνο λίγες ημέρες μετά την απομάκρυνση του φιλορωσικού Ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς. Η κατάληψη της Κριμαίας, υπό την απειλή των όπλων, αν και χωρίς εκτεταμένες μάχες, αποτέλεσε το πρώτο βήμα του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο οποίος κορυφώθηκε το 2022 με τη ρωσική εισβολή πλήρους κλίμακας.
Το μέλλον της Κριμαίας απασχολεί πλέον και το ειρηνευτικό σχέδιο που φέρεται να προωθεί ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Αν και οι ακριβείς όροι του σχεδίου δεν έχουν αποκαλυφθεί, υπάρχουν ενδείξεις πως περιλαμβάνει την de jure αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικού εδάφους εκ μέρους των ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει δηλώσει δημοσίως πως η Κριμαία «χάθηκε πριν από χρόνια» και πως «δεν αποτελεί καν μέρος της συζήτησης» σε μια πιθανή συμφωνία ειρήνης, εντείνοντας τις ανησυχίες στο Κίεβο και στις δυτικές πρωτεύουσες.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει απορρίψει κατηγορηματικά οποιοδήποτε σενάριο παραχώρησης της Κριμαίας, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το ίδιο το Σύνταγμα της Ουκρανίας, το οποίο ορίζει ρητά ότι η εθνική κυριαρχία εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας και ότι η εδαφική της ακεραιότητα είναι αδιαίρετη και απαραβίαστη. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος, οποιαδήποτε αλλαγή στα εδαφικά σύνορα πρέπει να τεθεί σε δημοψήφισμα και να εγκριθεί από τη Βουλή. Κατά τον Ζελένσκι, «δεν υπάρχει τίποτα να συζητηθεί» για την Κριμαία, καθώς η συνταγματική πρόβλεψη τον δεσμεύει απόλυτα.
Ο Τραμπ, σε μια αποστροφή του λόγου του, έχει αμφισβητήσει την ουκρανική στάση, ρωτώντας γιατί δεν υπήρξε αντίσταση το 2014, υπονοώντας ότι η παραχώρηση της Κριμαίας έγινε αμαχητί. Παρόλο που πράγματι υπήρξε ελάχιστη αντίσταση, η κατάληψη έγινε υπό την απειλή των όπλων, ενώ η χώρα βρισκόταν σε πολιτικό χάος και κενό εξουσίας. Η πρόταση Τραμπ για αναγνώριση της ρωσικής κατοχής δεν βρίσκει αποδοχή ούτε στο Κίεβο, αλλά ούτε και στο διεθνές νομικό πλαίσιο, καθώς θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο για την παγκόσμια τάξη, όπως τονίζουν διεθνείς αναλυτές.
Η Ουκρανία υπενθυμίζει τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ όπως εκφράστηκαν το 2018 από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η Ουάσινγκτον δεν αναγνωρίζει την απόπειρα προσάρτησης της Κριμαίας και παραμένει αφοσιωμένη στην αποκατάσταση της ουκρανικής κυριαρχίας. Ο Ζελένσκι επαναφέρει τη «Δήλωση για την Κριμαία» του Πομπέο ως υπενθύμιση των υποχρεώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία και καλεί τον Τραμπ να επιμείνει στην ίδια πολιτική γραμμή.
Κατά τη διάρκεια προηγούμενων ειρηνευτικών συνομιλιών, όπως εκείνων στην Κωνσταντινούπολη το 2022, είχε προταθεί το ζήτημα της Κριμαίας να «παγώσει» για διάστημα 10 έως 15 ετών, ώστε να επιτραπεί η πρόοδος σε άλλα σημεία της διαπραγμάτευσης. Η ιδέα αυτή δεν προχώρησε, αλλά καταδεικνύει τη δυσκολία που προκαλεί η Κριμαία σε κάθε προσπάθεια ειρήνευσης. Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία αντιμετωπίζουν τα Συντάγματά τους ως εμπόδιο: η Ουκρανία δεν μπορεί να αποποιηθεί εδάφη βάσει του δικού της, ενώ η Ρωσία βλέπει το ουκρανικό Σύνταγμα ως εμπόδιο στις διεκδικήσεις της.
Η Ρωσία αντιμετωπίζει διαχρονικά την Κριμαία ως αναπόσπαστο τμήμα της. Ο Πούτιν αναφέρεται σε «ζωντανό και άρρηκτο δεσμό» με τη χερσόνησο, λόγω ιστορικών, πολιτισμικών και στρατηγικών λόγων, ενισχύοντας τη θέση του με έντονη στρατιωτική και διοικητική παρουσία στη Σεβαστούπολη και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το 1991, η Κριμαία, μαζί με την υπόλοιπη Ουκρανία, ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας από τη Σοβιετική Ένωση. Αν και διατήρησε καθεστώς αυτόνομης δημοκρατίας, το Κίεβο αναγνώρισε κάποιες ρωσικές στρατηγικές ανάγκες, παραχωρώντας τη δυνατότητα μίσθωσης του λιμανιού της Σεβαστούπολης για τις ανάγκες του ρωσικού στόλου.
Η έγκριση της ρωσικής κατοχής της Κριμαίας από μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ θα συνιστούσε σοβαρό πλήγμα στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του ΟΗΕ, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες αναθεωρητικές διεκδικήσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου. Για γειτονικά κράτη της Ουκρανίας, όπως η Ρουμανία, ή και για άλλες ευάλωτες περιοχές, ένα τέτοιο προηγούμενο θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Η Κριμαία, επομένως, δεν αποτελεί μόνο σύμβολο ενός περιφερειακού πολέμου, αλλά έναν κεντρικό κόμβο της διεθνούς πολιτικής, όπου συγκρούονται εθνικά συμφέροντα, παγκόσμιοι κανόνες και η ίδια η αρχιτεκτονική της μεταψυχροπολεμικής τάξης.
Η Κριμαία αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και επικίνδυνα σημεία παγκόσμιας γεωπολιτικής έντασης. Η συζήτηση για το καθεστώς της δεν αφορά απλώς την Ουκρανία και τη Ρωσία, αλλά αγγίζει τον πυρήνα του διεθνούς δικαίου, τη σταθερότητα του ευρωατλαντικού χώρου και τις προοπτικές της διεθνούς τάξης όπως τη γνωρίζουμε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Για την Ουκρανία, η Κριμαία είναι κάτι παραπάνω από εδαφική διεκδίκηση. Είναι συμβολικά και νομικά ζήτημα κρατικής επιβίωσης. Η εδαφική ακεραιότητα αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ουκρανικού Συντάγματος και η οποιαδήποτε παραίτηση από αυτήν όχι μόνο θα διαρρήξει το εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο, αλλά θα δημιουργήσει προηγούμενο για περαιτέρω διαμελισμό.
Ο Ζελένσκι και κάθε κυβέρνηση στο Κίεβο που θα επιχειρούσε συμβιβασμό στην Κριμαία, θα θεωρούνταν υπόλογη έναντι του ουκρανικού λαού και πιθανόν θα απονομιμοποιούνταν. Επιπλέον, μια παραχώρηση θα έπληττε το ηθικό θεμέλιο του αγώνα κατά της ρωσικής εισβολής: την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας.
Η Ρωσία θεωρεί την Κριμαία “ιστορικά ρωσική” και την προσάρτηση του 2014 ως διόρθωση ενός ιστορικού λάθους. Αυτή η αφήγηση, που ενισχύεται από το αφήγημα περί “προστασίας των ρωσόφωνων”, αποτελεί βασικό εργαλείο του Πούτιν για εσωτερική συσπείρωση και ανάδειξη της “αυτοκρατορικής” ταυτότητας της Ρωσίας.
Ωστόσο, το κόστος για τη Μόσχα είναι βαρύ: διεθνείς κυρώσεις, απομόνωση από τη Δύση, και απώλεια αξιοπιστίας στο διεθνές σύστημα. Παρά την de facto κατοχή της Κριμαίας, η διεθνής νομιμότητα παραμένει με το μέρος της Ουκρανίας.
Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 είναι σαφώς παράνομη υπό το διεθνές δίκαιο. Παραβιάζει το Άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ που απαγορεύει την απόκτηση εδάφους με τη χρήση βίας. Το δημοψήφισμα που διεξήχθη υπό στρατιωτική παρουσία δεν έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα.
Αν η διεθνής κοινότητα – ή έστω μία μεγάλη δύναμη όπως οι ΗΠΑ υπό Τραμπ – αναγνωρίσει de jure την προσάρτηση, αυτό θα διαρρήξει την αρχιτεκτονική της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης. Θα ενθαρρύνει άλλες δυνάμεις (π.χ. Κίνα – Ταϊβάν, Τουρκία – Βόρεια Συρία, Σερβία – Κόσοβο) να αμφισβητήσουν τα σύνορα με βάση την ισχύ και όχι το δίκαιο.
Η πρόταση Τραμπ για ειρηνευτική λύση με “αντάλλαγμα” την Κριμαία παραβλέπει το βασικό: ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι εμπορεύσιμο χωρίς την πλήρη κατάρρευση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας.
Ο ρεαλισμός (ότι η Ρωσία ελέγχει την Κριμαία de facto) δεν συνεπάγεται νομιμοποίηση (de jure). Εάν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, υπονομεύουν τη θέση τους ως πυλώνα της διεθνούς έννομης τάξης.
Η ιστορική τραγωδία των Τατάρων της Κριμαίας – η εξορία τους το 1944, η επιστροφή τους μετά το 1989 και η νέα καταπίεση υπό ρωσική διοίκηση – αναδεικνύει μια βαθιά ανθρώπινη διάσταση. Οι Τάταροι έχουν κάθε λόγο να ταυτίζονται με την ουκρανική κυριαρχία, καθώς υπό την ρωσική παρουσία καταγγέλλουν διώξεις, καταστολή και περιορισμό των δικαιωμάτων τους.
Το ζήτημα της Κριμαίας δεν είναι ένα “τεχνικό εμπόδιο” στις διαπραγματεύσεις ειρήνης, αλλά η καρδιά της σύγκρουσης. Η όποια λύση χωρίς συμφωνημένη διεθνή νομιμότητα και σεβασμό στους πληθυσμούς και τα Συντάγματα των εμπλεκομένων θα έχει χαρακτήρα προσωρινού “παγώματος” και όχι ειρήνης.
Η ισορροπία ανάμεσα στη γεωπολιτική πραγματικότητα και τις αξίες του διεθνούς δικαίου δεν είναι εύκολη, αλλά αν δεν επιτευχθεί, η Κριμαία θα παραμείνει το πιο επικίνδυνο ναρκοπέδιο της Ευρώπης για τις επόμενες δεκαετίες.

Το φερόμενο ειρηνευτικό σχέδιο του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, όπως έχει διαρρεύσει από διάφορες πηγές, εγείρει σοβαρές ανησυχίες τόσο σε νομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να προωθεί μια πραγματιστική και ωφελιμιστική θεώρηση της σύγκρουσης, παραγνωρίζοντας θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας των κρατών.
Το σχέδιο προβλέπει την αποδοχή της de facto ρωσικής κατοχής περίπου του 20% της ουκρανικής επικράτειας, στις περιοχές Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια, καθώς και την παραμονή της Κριμαίας υπό ρωσικό έλεγχο. Παράλληλα, θέτει περιορισμούς στις μελλοντικές επιλογές της Ουκρανίας σε σχέση με τη ΝΑΤΟϊκή της προοπτική, δίνοντας το πράσινο φως μόνο για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι περιοχές αυτές, όπως και ο πυρηνικός σταθμός στη Ζαπορίζια, θα παρέμεναν ουσιαστικά υπό ρωσικό έλεγχο, ενώ προβλέπεται και συμφωνία για συνεκμετάλλευση των ορυκτών πόρων της χώρας από τις ΗΠΑ.
Η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου, ακόμη και ως βάση διαπραγμάτευσης, συνιστά ευθεία αμφισβήτηση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος απαγορεύει τη βίαιη προσάρτηση εδαφών και κατοχυρώνει το απαραβίαστο των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων. Η επί της ουσίας επιβράβευση της ρωσικής επιθετικότητας δημιουργεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο. Στέλνει το μήνυμα ότι εάν μια χώρα διαθέτει επαρκή στρατιωτική ισχύ –ιδίως πυρηνική– μπορεί να επεκτείνει τα σύνορά της χωρίς συνέπειες. Ένα τέτοιο προηγούμενο θα μπορούσε να ενθαρρύνει αναθεωρητικές δυνάμεις ανά τον κόσμο, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω το διεθνές σύστημα.
Για την Ουκρανία, το σχέδιο αυτό θα σήμαινε την αποδοχή μιας νέας εθνικής πραγματικότητας με σημαντικές απώλειες σε εδάφη, πληθυσμό, φυσικούς πόρους και κυριαρχικά δικαιώματα. Θα ισοδυναμούσε με πολιτική ήττα, ακόμη και εάν συνοδευόταν από οικονομική βοήθεια και υποσχέσεις ασφάλειας από «συνασπισμό προθύμων». Είναι αμφίβολο αν η ουκρανική κοινωνία και πολιτική ηγεσία θα μπορούσαν να αποδεχθούν μια τέτοια λύση, ιδίως έπειτα από τις τεράστιες θυσίες που έχουν γίνει για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Από την πλευρά της Ρωσίας, το σχέδιο προσφέρει ουσιαστική επικύρωση των εδαφικών κερδών της, χωρίς να απαιτείται αποχώρηση ή παραχώρηση. Ενισχύεται έτσι το αφήγημα περί στρατηγικής νίκης και δικαίωσης της πολιτικής της Μόσχας, ενώ ταυτόχρονα αποκαθίστανται οικονομικές και ενδεχομένως διπλωματικές σχέσεις με τη Δύση.
Από τη σκοπιά των ΗΠΑ και της Δύσης, μια τέτοια προσέγγιση δείχνει εγκατάλειψη της αρχής της συλλογικής ασφάλειας και της υπεράσπισης των διεθνών κανόνων. Η απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών από την υποτιθέμενη «εγγύηση ασφαλείας» υπονομεύει την αξιοπιστία τους ως παγκόσμιου ηγέτη και αφήνει περιθώρια ισχυροποίησης αντιδημοκρατικών δυνάμεων. Η μετατροπή της ειρήνης σε εμπορική συμφωνία και ο διαμοιρασμός του ουκρανικού πλούτου ως αντάλλαγμα για την παύση των εχθροπραξιών αποτελούν προσβολή των ηθικών αξιών που υποτίθεται ότι πρεσβεύει η φιλελεύθερη διεθνής τάξη.
Σε τελική ανάλυση, το προτεινόμενο σχέδιο εκεχειρίας δεν φέρνει πραγματική ειρήνη, αλλά απλώς παγώνει τη σύγκρουση και αναγνωρίζει την ισχύ ως ρυθμιστικό παράγοντα του διεθνούς δικαίου. Η εδραίωση τέτοιων πρακτικών όχι μόνο δεν θα επιλύσει την ουκρανική κρίση, αλλά ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για νέες, βαθύτερες παγκόσμιες συγκρούσεις.