Βραδιά τρόμου και ωμής βίας εκτυλίχθηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών την Τετάρτη 30 Απριλίου 2025, όταν ομάδα κουκουλοφόρων εισέβαλε βίαια σε εν εξελίξει εκδήλωση που διοργάνωνε η φοιτητική παράταξη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ στο πλαίσιο των «Ημερών Καριέρας». Το περιστατικό σημειώθηκε λίγο μετά τις 8 το βράδυ, την ώρα που η εκδήλωση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και περιλάμβανε ομιλίες και συζήτηση με καθηγητές και φοιτητές. Στην εκδήλωση παρευρίσκονταν ακαδημαϊκοί με έντονη παρουσία στον δημόσιο λόγο για ζητήματα εθνικής πολιτικής, γεωστρατηγικής και άμυνας, όπως οι Κωνσταντίνος Γρίβας, Ιωάννης Μάζης, Γιώργος Φίλης και Γιάννης Σαριδάκης. Παρόντες επίσης ήταν ο πρέσβης Θεόδωρος Θεοδώρου και ο καθηγητής και κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών Ναπολέων Μαραβέγιας. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η επίθεση ήταν ξαφνική και συντεταγμένη: περίπου 8 έως 10 άτομα, με καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες και κράνη, εισέβαλαν στο αμφιθέατρο φωνάζοντας απειλητικά συνθήματα όπως «Τελειώσατε τώρα». Κρατώντας στα χέρια λοστούς, ρόπαλα και πυροσβεστήρες, επιτέθηκαν στους παρευρισκόμενους, προκαλώντας χάος, τραυματισμούς και τρόμο.
Ο μεταπτυχιακός φοιτητής που φέρεται να προσπάθησε να προστατεύσει τους συμμετέχοντες από την επίθεση δέχθηκε αλλεπάλληλα και σφοδρά χτυπήματα, ιδίως στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς και να μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Η εικόνα του αιμόφυρτου νέου άνδρα που προσπαθούσε να ανακτήσει τις αισθήσεις του κάτω από τις κραυγές πανικού των υπολοίπων παρευρισκομένων περιγράφεται από αυτόπτες μάρτυρες ως συγκλονιστική. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, ανάμεσά τους και καθηγητές, υπέστησαν λεκτική επίθεση και απειλές, ενώ πολλοί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι για αρκετά λεπτά, καθώς οι επιτιθέμενοι είχαν κλείσει την έξοδο του αμφιθεάτρου. Όπως δήλωσε ο καθηγητής Γιώργος Φίλης, η κατάσταση ξέφυγε πλήρως από κάθε έλεγχο και θύμιζε πολεμικό σκηνικό.
Ο Κωνσταντίνος Γρίβας, Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και παρών στην εκδήλωση, προχώρησε αμέσως σε δημόσιες δηλώσεις καταγγέλλοντας την επίθεση ως παρακρατική, οργανωμένη και απόλυτα επικίνδυνη. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) και στο Facebook ανέφερε ότι «παρακρατικά φασιστοειδή» χτύπησαν βάναυσα μεταπτυχιακό φοιτητή του και ότι η επίθεση πραγματοποιήθηκε μπροστά σε μια αίθουσα γεμάτη νεαρές φοιτήτριες, μία εκ των οποίων εγκυμονούσα. Ο κ. Γρίβας, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, έκανε λόγο για προηγούμενη στοχοποίησή του μέσω διαδικτυακών απειλών και προσβολών από λογαριασμούς με ναζιστική ρητορική, ενώ υπογράμμισε πως η επίθεση αυτή ήταν το αποκορύφωμα μιας παρατεταμένης στοχοποίησης μέσω των κοινωνικών δικτύων. Ανέφερε ότι ο ίδιος και οι άλλοι καθηγητές έχουν συστηματικά λοιδορηθεί και απειληθεί από ένα «ψηφιακό παρακράτος» που δρα ανεξέλεγκτα και εντός και εκτός πανεπιστημίων, σημειώνοντας πως οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί εξέφρασαν ανοιχτά τον ενθουσιασμό τους για την επίθεση που δέχθηκαν.
Ο Ιωάννης Μάζης, Καθηγητής Γεωπολιτικής, σε δηλώσεις του υποστήριξε πως η επίθεση διήρκεσε περίπου 7-8 λεπτά και πως ο φοιτητής που τραυματίστηκε δέχθηκε την επίθεση οκτώ ατόμων ταυτόχρονα, χαρακτηρίζοντας την βία ως πρωτοφανή. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Φίλης και ο Γιάννης Σαριδάκης περιέγραψαν την εισβολή ως «καταδρομική», με τον τελευταίο να σημειώνει χαρακτηριστικά πως δεν έχει βιώσει ξανά τέτοια βιαιότητα μέσα σε ακαδημαϊκό χώρο. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν στην εικόνα ενός συντονισμένου χτυπήματος, με τους εισβολείς να γνωρίζουν τον χώρο και τη δυναμική της εκδήλωσης.
Το περιστατικό αυτό έχει προκαλέσει πολιτικό και κοινωνικό σάλο, θέτοντας για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το ζήτημα της ασφάλειας στα Πανεπιστήμια. Το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε ανακοίνωση καταδικάζοντας την επίθεση ως εγκληματική και φασιστική ενέργεια εκφοβισμού, τονίζοντας ότι το κράτος δεν θα ανεχθεί παρόμοιες συμπεριφορές. Ωστόσο, η αντίδραση αυτή έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ανεπαρκής και όψιμη, καθώς το φαινόμενο της ανομίας και της βίας στα Πανεπιστήμια δεν είναι νέο και, σύμφωνα με αναλυτές, έχει παγιωθεί λόγω μακροχρόνιας ανοχής και έλλειψης ουσιαστικής πολιτικής βούλησης. Πολλοί παρατηρητές εστιάζουν στο γεγονός ότι η επίθεση σημειώθηκε σε εκδήλωση όπου παρευρίσκονταν καθηγητές που έχουν εκφράσει θέσεις οι οποίες συχνά έρχονται σε αντιπαράθεση με κυβερνητικές πολιτικές ή προκαλούν αντιδράσεις από ιδεολογικά αντίθετες ομάδες.
Η χρονική συγκυρία της επίθεσης, μόλις δύο εβδομάδες πριν από τις φοιτητικές εκλογές της 14ης Μαΐου, προσδίδει περαιτέρω πολιτική φόρτιση στο περιστατικό. Η φοιτητική παράταξη ΔΑΠ ήδη αξιοποιεί το περιστατικό επικοινωνιακά, παρουσιάζοντάς το ως επιβεβαίωση της ανάγκης για ενίσχυση της ασφάλειας στα Πανεπιστήμια, καλώντας τους φοιτητές να συμμετάσχουν μαζικά στις εκλογές υπέρ της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Παράλληλα, μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί αναλυτές κάνουν λόγο για «βούτυρο στο ψωμί» της κυβέρνησης, η οποία ενδέχεται να επιχειρήσει να αναβιώσει το σχέδιο για την πανεπιστημιακή αστυνομία – μια πρωτοβουλία που στο παρελθόν αποσύρθηκε μετά από σφοδρές αντιδράσεις.
Πίσω από τις αντιδράσεις και τις αλληλοκατηγορίες, η κοινωνική πραγματικότητα παραμένει ανησυχητική: η βία μέσα σε ακαδημαϊκούς χώρους, η ατιμωρησία και η σύγχυση γύρω από τις πολιτικές ταυτότητες των επιτιθέμενων συνθέτουν ένα σκοτεινό τοπίο για το ελληνικό πανεπιστήμιο. Η ρητορική περί «γνωστών-αγνώστων» επανέρχεται για ακόμα μια φορά, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται από ουσιαστική δράση ή καταλογισμό ευθυνών. Η γενικευμένη αδυναμία της Πολιτείας να προστατεύσει τους ακαδημαϊκούς και τους φοιτητές από οργανωμένες ομάδες βίας φαίνεται να έχει ενισχύσει το αίσθημα ανασφάλειας και απαξίωσης των θεσμών.
Το ιδεολογικό προφίλ των δραστών παραμένει ασαφές, με αντικρουόμενες ερμηνείες να κυκλοφορούν: άλλοι τους χαρακτηρίζουν ως αναρχοαριστερούς, άλλοι ως ακροδεξιούς ή ακόμα και ναζιστές με αντικρατική ρητορική. Αυτή η σύγχυση, που ίσως είναι και σκόπιμη, θολώνει τα νερά σε μια προσπάθεια κατανόησης της πραγματικής ταυτότητας και των κινήτρων των επιτιθέμενων, αλλά και τροφοδοτεί θεωρίες για ύπαρξη βαθύτερων πολιτικών σκοπιμοτήτων πίσω από τέτοια περιστατικά. Οι πιο επιθετικές φωνές μιλούν ανοιχτά για παρακρατικούς μηχανισμούς, διασυνδέσεις με κρατικές δομές, ή έστω για ανοχή από πολιτικούς φορείς που επωφελούνται από την ανασφάλεια και την όξυνση της κοινωνικής πόλωσης.
Η πρόσφατη επίθεση στη Νομική δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Μόλις δύο ημέρες πριν, είχαν σημειωθεί επεισόδια σε πολιτική εκδήλωση στον χώρο του Ιανού, γεγονός που εντείνει τις υποψίες για ευρύτερο σχεδιασμό δημιουργίας αποσταθεροποιητικού κλίματος. Ειδικά σε προεκλογική περίοδο, τέτοιου είδους επιθέσεις μπορεί να λειτουργούν ως εργαλείο αλλαγής της πολιτικής ατζέντας, στρέφοντας την προσοχή από θέματα όπως το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη ή η οικονομική πολιτική, και επαναφέροντας στο προσκήνιο το δόγμα «νόμος και τάξη».
Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα που δημιουργείται απειλεί την ίδια την ουσία της πανεπιστημιακής ζωής. Όταν η έκφραση γνώμης καταστέλλεται βίαια, όταν οι αίθουσες μετατρέπονται σε πεδίο μάχης και όταν οι φοιτητές και οι ακαδημαϊκοί δεν αισθάνονται ασφαλείς να συμμετέχουν σε επιστημονικές ή πολιτικές εκδηλώσεις, τότε η δημοκρατία πλήττεται στον πυρήνα της. Η ευθύνη για την αποκατάσταση της ομαλότητας δεν ανήκει μόνο στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και σε ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα, την κοινωνία των πολιτών και τα μέσα ενημέρωσης.
Ο τραυματισμένος φοιτητής εξακολουθεί να νοσηλεύεται, ενώ δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά στοιχεία για την ταυτότητα των δραστών. Οι Αρχές ανακοίνωσαν τη διενέργεια έρευνας, αλλά η εμπιστοσύνη του κοινού για το αν θα υπάρξει αποτέλεσμα παραμένει κλονισμένη. Παρά τις εξαγγελίες για μηδενική ανοχή στη βία, οι πολίτες βλέπουν τα ίδια φαινόμενα να επαναλαμβάνονται με ελάχιστες συνέπειες για τους υπαίτιους. Πλέον το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα αποτραπεί η επανάληψη παρόμοιων επιθέσεων, αλλά πώς θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στην ίδια τη λειτουργία του δημόσιου Πανεπιστημίου ως πεδίου ελεύθερης και ασφαλούς διακίνησης ιδεών.
Η επίθεση της 30ής Απριλίου ίσως αποτελέσει τελικά σημείο καμπής – είτε προς την κατεύθυνση της επιβολής μέτρων ελέγχου και περιορισμού των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας, είτε προς την αναγέννηση μιας ώριμης δημοκρατικής και θεσμικής αντίδρασης. Το τι θα επικρατήσει, μένει να αποδειχθεί στην πράξη.