Σημαντικές εντάσεις έχουν προκύψει στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Ιταλίας, με το κλίμα να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα βαρύ, ύστερα από την απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να εγκρίνει οριστικά την εξαγορά της αεροναυπηγικής εταιρίας Piaggio Aerospace από τον τουρκικό αμυντικό και τεχνολογικό όμιλο Baykar. Η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στην Αθήνα, με ορισμένες πηγές να μιλούν ακόμη και για κίνδυνο διπλωματικής κρίσης μεταξύ των δύο χωρών.
Η Piaggio Aerospace αποτελεί σημαντικό κόμβο για τη διεθνή αμυντική και αεροναυπηγική βιομηχανία, καθώς συμμετέχει στην παραγωγή κρίσιμων εξαρτημάτων του μαχητικού αεροσκάφους F-35 σε συνεργασία με την Pratt & Whitney, ενώ διατηρεί σχέσεις με κορυφαίους κατασκευαστές των ΗΠΑ και του Καναδά. Η εξαγορά της από την Baykar, η οποία έχει διακριθεί διεθνώς για την ανάπτυξη των τουρκικών UAV Bayraktar, εγείρει ερωτήματα ασφαλείας για την Ελλάδα, καθώς εκτιμάται πως δημιουργεί νέες δυνατότητες για συνέργειες στην παραγωγή μη επανδρωμένων αεροχημάτων.
Η Άγκυρα αποκτά πλέον, μέσω της Piaggio, έμμεση πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, εξέλιξη που αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω των σχεδίων για στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε. στον τομέα της άμυνας, ενόψει της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και της μεταβαλλόμενης σχέσης της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εξαγορά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως το πρόγραμμα EDIP, η πρωτοβουλία ReArm Europe και ο Κανονισμός SAFE, που στοχεύουν στην ενίσχυση της ενιαίας ευρωπαϊκής παραγωγής αμυντικού υλικού.
Η ελληνική αντίδραση χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής και καθυστερημένη. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση είχε γνώση του ενδεχομένου εξαγοράς ήδη από το φθινόπωρο του 2024, στο πλαίσιο προετοιμασίας των διμερών επαφών Ελλάδας – Ιταλίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε ουσιαστική παρέμβαση, ενώ και η ρητορική της ελληνικής πλευράς παρέμεινε σε χαμηλούς τόνους. Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε πρόσφατη ομιλία του στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, έκανε μόνο έμμεσες αναφορές σε κινδύνους από εξωευρωπαϊκές στρατηγικές συνεργασίες, χωρίς να κατονομάσει την Τουρκία ή να προτείνει συγκεκριμένες ενέργειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πληροφορίες αναφέρουν επίσης ότι η ιταλική πλευρά προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία της εξαγοράς, διαβεβαιώνοντας την Αθήνα ότι η συμφωνία αφορά αποκλειστικά τον πολιτικό τομέα της Piaggio, χωρίς εμπλοκή σε στρατιωτικά προγράμματα. Επιπλέον, φέρεται να διαβεβαίωσε την ελληνική κυβέρνηση ότι η Baykar δεν έχει θεσμική σχέση με το τουρκικό κράτος. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ο όμιλος έχει στενούς δεσμούς με την τουρκική κυβέρνηση, καθώς ιδρυτής και επικεφαλής του είναι ο Σελτσούκ Μπαϊρακτάρ, γαμπρός του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον αδερφό του Χαλούκ Μπαϊρακτάρ να διατελεί διευθύνων σύμβουλος.
Η υπόθεση εγείρει νομικά και πολιτικά ερωτήματα για το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί πλέον να αντιδράσει μέσω ευρωπαϊκών θεσμών. Κεντρικό σημείο αναφοράς είναι ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/452 για τον έλεγχο άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ε.Ε., ο οποίος βρίσκεται σε φάση αναθεώρησης. Δεδομένου ότι η Τουρκία δεν διαθέτει συμφωνία ασφάλειας και άμυνας με την Ε.Ε., και οι πολιτικές της απέχουν σημαντικά από τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, αναζητείται εάν η ελληνική πλευρά μπορεί να κινηθεί θεσμικά ώστε να θέσει το ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το επόμενο βήμα που εξετάζεται από την Αθήνα είναι η επίσημη προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση ενέχει διπλωματικούς κινδύνους, καθώς ενδέχεται να φέρει την Ελλάδα σε τροχιά σύγκρουσης με την Ιταλία – μια χώρα-μέλος με βαρύνουσα σημασία για τη συνοχή της Ένωσης και ισχυρή πολιτική παρουσία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.