Η ανάρτηση κόλαφος της προέδρου του Συλλόγου των θυμάτων στα Τέμπη
Η στάση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αλλά και της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας προκαλεί έντονα ερωτήματα και εύλογο προβληματισμό. Παρά το βάρος των καταγγελιών και των αποκαλύψεων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, επιλέγουν να τηρούν σιγή ιχθύος, σαν να πρόκειται για μια υπόθεση χωρίς σημασία, σαν να μην έχουν υποχρέωση απέναντι στη Δικαιοσύνη, τους πολίτες και τη συνταγματική τάξη. Η αποχή τους από οποιαδήποτε επίσημη τοποθέτηση ή παρέμβαση δεν μπορεί να εκληφθεί ως απλή αδράνεια. Αντίθετα, συνιστά θεσμική απουσία σε μια συγκυρία που απαιτεί διαφάνεια, λογοδοσία και πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα.
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που η εμπλοκή της Δικαιοσύνης κρίνεται απαραίτητη για τη διαλεύκανση σοβαρών ζητημάτων, η μη παρέμβαση εντείνει την εντύπωση συγκάλυψης ή επιλεκτικής ευαισθησίας. Οι εισαγγελικές αρχές έχουν το καθήκον όχι μόνο να ερευνούν αλλά και να τοποθετούνται δημόσια, όταν η σιωπή τους ερμηνεύεται ως αδιαφορία ή και συνενοχή. Το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει κανένα σχόλιο ή ενέργεια από τις δύο αυτές κορυφαίες δικαστικές βαθμίδες δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Αντί να λειτουργούν ως θεματοφύλακες του δικαίου, εμφανίζονται απούσες τη στιγμή που η κοινωνία απαιτεί ξεκάθαρες απαντήσεις και απονομή δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις και υπεκφυγές.
Η σιωπή αυτή δεν είναι ουδέτερη. Είναι στάση. Και η στάση αυτή εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη λειτουργία των θεσμών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τη βούλησή της να ασκήσει τον ρόλο της με ευθύτητα και χωρίς παρεμβάσεις. Οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν. Και οι θεσμικοί λειτουργοί οφείλουν να μιλούν, να ενεργούν και να λογοδοτούν. Όταν δεν το κάνουν, η σιωπή τους γίνεται κραυγή, όχι αθωότητας αλλά συνενοχής ή φόβου. Και σε ένα κράτος δικαίου, αυτό δεν μπορεί να είναι αποδεκτό.
Κόλαφος υπήρξε η δημόσια παρέμβαση της Μαρίας Καρυστιανού, προέδρου του Συλλόγου των Θυμάτων του δυστυχήματος στα Τέμπη και μητέρας της αδικοχαμένης Μάρθης, η οποία εξαπέλυσε σφοδρή κριτική προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας για την απουσία άμεσης εισαγγελικής αντίδρασης και την εμμονική, όπως την χαρακτηρίζει, εκκωφαντική σιωπή τους απέναντι στις αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως από την τηλεοπτική εκπομπή «Αντιθέσεις». Παρά τη σοβαρότητα των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, δεν έχει διαταχθεί, όπως τονίζει, ούτε μία προκαταρκτική έρευνα, γεγονός που γεννά θεσμικά και ηθικά ερωτήματα για τη στάση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Η Καρυστιανού, αναφερόμενη στις αποκαλύψεις των Βασίλη Κοκοτσάκη και Federico Carrasco στην εκπομπή του Γιώργου Σαχίνη, υπογραμμίζει πως σε ένα στοιχειωδώς ευνομούμενο κράτος, οι αρμόδιοι εισαγγελικοί λειτουργοί θα έπρεπε ήδη να έχουν κινητοποιηθεί για τη διερεύνηση πολύ σοβαρών ενδείξεων και στοιχείων. Πρώτον, επισημαίνει ότι παρουσιάστηκαν ως αποδεικτικό υλικό βίντεο που υποτίθεται προέρχονται από τη νύχτα της τραγωδίας, αλλά παραδόθηκαν από την εταιρεία Interstar δύο ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν, τον Φεβρουάριο του 2025, με ενδείξεις ότι πρόκειται για κατασκευασμένο υλικό. Δεύτερον, κάνει λόγο για σκόπιμες διαγραφές βίντεο με τίτλο «ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ» μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα, στις 2 Μαρτίου 2023. Τρίτον, αποκαλύπτει πως προκύπτουν διαγραφές ακόμη και στις 10 Φεβρουαρίου 2025, λίγες μόνο ημέρες πριν τη διαταγή κατάσχεσης του server της Interstar από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (ΔΕΕ). Τέταρτον, στηλιτεύει την ευθύνη των στελεχών της ΔΕΕ που δεν κατέγραψαν ούτε ενημέρωσαν τον αρμόδιο εισαγγελέα ή τον ανακριτή των Τεμπών για αυτές τις κρίσιμες ενέργειες.
Η Καρυστιανού θέτει ανοιχτά το ερώτημα για ποιο λόγο η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η Εισαγγελία Εφετών Λάρισας δεν έχουν προβεί σε καμία ενέργεια, δεν έχουν προβεί σε δηλώσεις ή έστω σε μία επίσημη ανακοίνωση για την αξιολόγηση των αποκαλύψεων. Τονίζει πως η σιωπή τους σε αυτό το στάδιο δεν είναι απλώς ανεξήγητη αλλά και επικίνδυνη, καθώς ενισχύει την αίσθηση ατιμωρησίας και συγκάλυψης σε ένα έγκλημα που έχει συγκλονίσει ολόκληρη τη χώρα. Επιπλέον, ζητά να μάθει ποια είναι η θέση όσων υποστηρίζουν την εγκυρότητα των βίντεο που προσκόμισε η Interstar και του δικηγόρου Καπερνάρου, καθώς και ποια είναι η στάση του ίδιου του ανακριτή της υπόθεσης, του οποίου η ευθύνη είναι άμεση και κομβική.
Μέσα από την ανάρτησή της, η Μαρία Καρυστιανού θέτει θεμελιώδη ερωτήματα διαφάνειας, λογοδοσίας και δικαιοσύνης, καλώντας την ηγεσία του δικαστικού σώματος να πράξει το αυτονόητο: να εξετάσει εις βάθος τις νέες αποκαλύψεις και να αποδώσει ευθύνες όπου υπάρχουν. Σε διαφορετική περίπτωση, η ίδια η σιωπή των θεσμών ενδέχεται να μετατραπεί σε συνενοχή.