Ένας στους επτά ενήλικες στην Ελλάδα έχει υποστεί σεξουαλική βία κατά την παιδική του ηλικία, σύμφωνα με ευρήματα μεγάλης παγκόσμιας μελέτης που καταγράφει την έκταση του φαινομένου σε βάθος δεκαετιών. Η έρευνα διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ και δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «The Lancet». Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ανδρών που δήλωσαν ότι έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ως παιδιά φτάνει το 15,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι 12,1%. Τα ποσοστά αυτά συγκρίνονται με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο της Δυτικής Ευρώπης, όπου η παιδική σεξουαλική κακοποίηση αγγίζει το 20,7% στις γυναίκες και το 14,1% στους άνδρες, και τον παγκόσμιο μέσο όρο, που ανέρχεται σε 18,9% και 14,8% αντίστοιχα. Η μελέτη εξετάζει στοιχεία από 204 περιοχές σε όλο τον κόσμο και αποτυπώνει την εικόνα ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα για την περίοδο 1990–2023. Επικεφαλής της διεθνούς ερευνητικής ομάδας είναι η Ελληνίδα καθηγήτρια Εμμανουέλα Γακίδου, η οποία με τη δουλειά της φέρνει στο φως το μέγεθος μιας σιωπηρής κρίσης που αφορά εκατομμύρια ανθρώπους.

Ένας στους επτά ενήλικες στην Ελλάδα έχει βιώσει σεξουαλική βία κατά την παιδική του ηλικία, σύμφωνα με παγκόσμια μελέτη του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «The Lancet». Η έρευνα καταγράφει την έκταση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης παγκοσμίως, αναλύοντας δεδομένα από 204 περιοχές την περίοδο 1990–2023, με ταξινόμηση ανά ηλικία και φύλο. Στην Ελλάδα, το 15,3% των ανδρών και το 12,1% των γυναικών δήλωσαν ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικής βίας ως παιδιά. Τα ποσοστά αυτά συγκρίνονται με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο της Δυτικής Ευρώπης –20,7% για τις γυναίκες και 14,1% για τους άνδρες– και τον παγκόσμιο –18,9% και 14,8% αντίστοιχα.
Επικεφαλής της έρευνας είναι η Ελληνίδα καθηγήτρια Εμμανουέλα Γακίδου, η οποία σε δήλωσή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τονίζει πως η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών παραμένει ένα διάχυτο και βαθιά ανησυχητικό φαινόμενο, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως αναφέρει, η μελέτη ανέδειξε υψηλά ποσοστά και στα δύο φύλα, γεγονός που ανατρέπει τη συχνά μονοδιάστατη αντίληψη του προβλήματος. Παράλληλα, επισημαίνει την έλλειψη επαρκών δεδομένων στον τομέα αυτό, καλώντας σε συστηματική και οργανωμένη συλλογή στοιχείων και βελτίωση των μηχανισμών παρακολούθησης της εξέλιξης της σεξουαλικής βίας. Το εύρος και η σοβαρότητα των ευρημάτων αποκαλύπτουν την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις πολιτικής πρόληψης, προστασίας και υποστήριξης των επιζώντων.

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν πως τα κρίσιμα κενά στη συλλογή δεδομένων εντοπίζονται σε πολλές χώρες, με ιδιαίτερη έμφαση σε περιοχές χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου η απουσία συστηματικής επιτήρησης δυσχεραίνει την κατανόηση και την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η καθιέρωση τυποποιημένων, βέλτιστων πρακτικών για την παρακολούθηση της σεξουαλικής βίας σε βάρος παιδιών θεωρείται απαραίτητη, καθώς μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στον εντοπισμό των εμποδίων στην αποκάλυψη, την αναφορά και τη φροντίδα των θυμάτων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, μπορούν να σχεδιαστούν πιο στοχευμένες και αποτελεσματικές πολιτικές πρόληψης και προστασίας των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση.
Η επικεφαλής της μελέτης, Ελληνίδα καθηγήτρια Εμμανουέλα Γακίδου, υπογραμμίζει πως τα ευρήματα αποκαλύπτουν τη «τεράστια κλίμακα της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών», ένα φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο που επηρεάζει εκατομμύρια αγόρια και κορίτσια παγκοσμίως. «Αυτό που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό», τονίζει, «είναι ότι καμία περιοχή του κόσμου δεν είναι άτρωτη – παντού παρατηρούνται υψηλά ποσοστά, κάτι που επιβεβαιώνει τη σοβαρότητα και τον παγκόσμιο χαρακτήρα του προβλήματος». Όπως σημειώνει, στην Ελλάδα, τα δεδομένα προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς υποδηλώνουν τη διάχυτη φύση της κακοποίησης εντός της κοινωνίας. Η ίδια τονίζει την ανάγκη για ενίσχυση των μηχανισμών συλλογής δεδομένων και παρακολούθησης, καθώς σήμερα υπάρχουν σημαντικά κενά που εμποδίζουν την ακριβή αποτύπωση της κατάστασης.
Η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων εντοπίζεται σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα σε εκείνες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα. Οι ερευνητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την απουσία δομημένων προγραμμάτων επιτήρησης και επισημαίνουν την ανάγκη καθιέρωσης τυποποιημένων πρακτικών παρακολούθησης. Τέτοιες πρακτικές μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των εμποδίων στην αποκάλυψη, την αναφορά και την παροχή φροντίδας στα θύματα, και να στηρίξουν τη δημιουργία αποτελεσματικών πολιτικών για την προστασία των παιδιών. Η έκταση του προβλήματος απαιτεί παγκόσμια κινητοποίηση, όχι μόνο για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας, αλλά και για τη θεραπευτική και κοινωνική αποκατάσταση των επιζώντων.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά κακοποίησης γυναικών στην παιδική ηλικία είναι οι Νήσοι Σολομώντα (σχεδόν 43%), η Ακτή Ελεφαντοστού (32%), η Χιλή (31%), η Κόστα Ρίκα και η Ινδία (σχεδόν 31%). Στους άνδρες, πρώτες σε ποσοστά κακοποίησης βρίσκονται η Ακτή Ελεφαντοστού και το Μπαγκλαντές (28%), ακολουθούμενες από τη Μποτσουάνα (27%), την Αϊτή (26%) και τη Νιγηρία (24%). Ανησυχητικά είναι τα ποσοστά και στις ΗΠΑ (28% για τις γυναίκες και 16% για τους άνδρες), όπως και στο Ηνωμένο Βασίλειο (24% και 17% αντίστοιχα).
Ένα από τα πιο σοκαριστικά ευρήματα της μελέτης είναι πως σχεδόν οι μισοί επιζώντες υπέστησαν σεξουαλική βία πριν συμπληρώσουν τα 16 τους χρόνια. Το 8% των γυναικών και το 14% των ανδρών ανέφεραν ότι υπέστησαν τέτοια εμπειρία πριν ακόμα από την ηλικία των 12 ετών. Η Γακίδου επισημαίνει ότι αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη για πρώιμες παρεμβάσεις, καθώς και για δημιουργία προσβάσιμων και αποτελεσματικών συστημάτων στήριξης που να επιτρέπουν στους επιζώντες να αποκαλύψουν την εμπειρία τους. Το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό περιστατικών παραμένει αδήλωτο, εντείνει την ανάγκη για συστημική αλλαγή και για πολιτικές που δεν περιορίζονται στην καταστολή, αλλά εστιάζουν στην πρόληψη, την εκπαίδευση και τη φροντίδα.
Σημαντικά κενά εντοπίζονται και στη συλλογή δεδομένων, με αρκετές χώρες –ιδίως χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος– να μην διαθέτουν επαρκή μηχανισμό καταγραφής και επιτήρησης. Οι ερευνητές καλούν σε καθιέρωση διεθνών, τυποποιημένων πρακτικών για την παρακολούθηση της σεξουαλικής βίας σε παιδιά, που θα επιτρέπουν την κατανόηση των εμποδίων στην αποκάλυψη και την παροχή φροντίδας, και τη χάραξη ουσιαστικών πολιτικών προστασίας.
Η Εμμανουέλα Γακίδου, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, με σπουδές στις ΗΠΑ και εμπειρία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, έχει πάνω από δύο δεκαετίες έρευνας στους τομείς της υγείας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι συνιδρύτρια του Ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, το οποίο –όπως δηλώνει– δημιουργήθηκε με σκοπό να αποτελέσει αξιόπιστη πηγή δεδομένων και εργαλείο πολιτικής δράσης για την αντιμετώπιση των πιο κρίσιμων προβλημάτων δημόσιας υγείας. «Το Ινστιτούτο υπάρχει για να διασφαλίσει ότι κάθε ζωή μετράει και ότι τα συστήματα υγείας είναι εξοπλισμένα να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων που εξυπηρετούν», σημειώνει χαρακτηριστικά.