Η απόλυτη στήριξη που προσφέρει η Τουρκία στον Έντι Ράμα του δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στην προσπάθειά του να διατηρήσει την πρωτιά στις αυριανές εκλογές στην Αλβανία. Ωστόσο, το ερώτημα που παραμένει είναι αν αυτή η εξωτερική υποστήριξη αρκεί για να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία που θα του επιτρέψει να κυβερνήσει χωρίς εξαρτήσεις.
Απέναντί του, ο Σάλι Μπερίσα έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, αξιοποιώντας την υποστήριξη κύκλων που πρόσκεινται στον Ντόναλντ Τραμπ. Καθοριστικό ρόλο στη δική του αντεπίθεση έπαιξε η αφαίρεσή του από τη λίστα των ανεπιθύμητων προσώπων από τις ΗΠΑ —μια κίνηση που υπονομεύει ευθέως τη βασική γραμμή της στρατηγικής του Ράμα, ο οποίος είχε οικοδομήσει το αφήγημά του πάνω στον αποκλεισμό του Μπερίσα.
Το διακύβευμα δεν περιορίζεται στα εσωτερικά της Αλβανίας. Το αποτέλεσμα των εκλογών έχει σημασία και για την Ελλάδα, καθώς θα κριθεί αν η χώρα μας θα έχει στα σύνορά της μια Αλβανία που λειτουργεί ουσιαστικά ως προέκταση της τουρκικής επιρροής μέσω του Ράμα ή αν θα διατηρηθεί μια σχετική ισορροπία με τον Μπερίσα, ο οποίος δείχνει πιο διαλλακτικός προς την Αθήνα.
Η ελληνική κυβέρνηση, αν και δημοσίως τηρεί ουδέτερη στάση, φέρεται να παρέχει παρασκηνιακή στήριξη στην ελληνική εθνική μειονότητα, η οποία έχει ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό του Μπερίσα. Σε αντίθεση με τον Ράμα, που κινείται με επιθετική και συγκρουσιακή ρητορική απέναντι στην Ελλάδα, ο Μπερίσα στις προεκλογικές του τοποθετήσεις επιδιώκει ήπιους τόνους και δείχνει πρόθεση συνεννόησης.
Έμπειρος Έλληνας διπλωμάτης που είχε εμπλακεί ενεργά στη διαπραγμάτευση για την ελληνοαλβανική συμφωνία ΑΟΖ το 2008-2009, αποκάλυψε ότι η τότε συμφωνία ήταν επωφελής και για τις δύο πλευρές. Ωστόσο, ακυρώθηκε αμέσως μετά από τον Ράμα, ο οποίος προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αλβανίας —ένα θεσμικό όργανο που, σύμφωνα με την ίδια πηγή, βρίσκεται υπό πλήρη έλεγχό του.
Το 2020, ο Έντι Ράμα είχε δεσμευτεί δημόσια απέναντι στον τότε Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια ότι η Αλβανία θα συναινούσε στην παραπομπή του ζητήματος της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παρά τη δέσμευση αυτή, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις Ελλήνων διπλωματών, η απουσία προόδου δεν είναι τυχαία, καθώς η Άγκυρα φέρεται να άσκησε παρασκηνιακές πιέσεις για να «παγώσει» η διαδικασία.
Οι ανησυχίες εντείνονται όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης. Εάν ο Ράμα επανεκλεγεί με αυτοδυναμία, θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να υιοθετήσει ακόμη πιο επιθετική στάση έναντι της Ελλάδας, πυροδοτώντας τον αλβανικό εθνικισμό μέσω της επαναφοράς του ανύπαρκτου ζητήματος των Τσάμηδων. Στο εσωτερικό της Αλβανίας, η επιρροή της Άγκυρας πάνω στον Ράμα φαίνεται να λειτουργεί ως καταλύτης στην ένταση, όπως αποτυπώνεται και σε πρόσφατο περιστατικό στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Συγκεκριμένα, ένας Αλβανός εθνικιστής που διαμένει στην Ελλάδα και παρουσιάζεται ως «καλλιτέχνης» –παρά το γεγονός ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις ελληνικές Αρχές– πέρασε πρόσφατα τα σύνορα προς την Τουρκία. Όπως αναφέρουν ασφαλείς πληροφορίες, οι τουρκικές συνοριακές Αρχές είχαν ειδοποιηθεί σχετικά, αλλά η απάντηση που έλαβαν ήταν ξεκάθαρη: «Αφήστε τον να περάσει χωρίς πρόβλημα. Αν είναι επικίνδυνος για την Ελλάδα, δεν μας αφορά». Η στάση αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί, αποκαλύπτει όχι μόνο την ανοχή της Άγκυρας απέναντι σε ακραία στοιχεία που δρουν κατά της Ελλάδας, αλλά και τη στρατηγική της επιλογή να στηρίζει κάθε δίαυλο επιρροής της στα Βαλκάνια — με πρώτο και κύριο τον Ράμα.
Η ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία φαίνεται να κατευθύνεται κατά πλειοψηφία προς τη στήριξη του Κόμματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις αυριανές εκλογές, σύμφωνα με πληροφορίες . Ωστόσο, δεν λείπουν και οι φωνές που παραμένουν κοντά στον Έντι Ράμα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον δήμαρχο Χειμάρρας, Γιώργο Τάβο, ο οποίος στηρίζει ανοιχτά την υποψηφιότητα μουσουλμάνου Αλβανού, Νταμιάν Γκιγκούρη, στην περιοχή.
Η διατήρηση της αυτοδυναμίας για τον Ράμα μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Αν δεν υπάρξει νοθεία μεγάλης κλίμακας, η απώλεια κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι το πιθανότερο σενάριο. Με 73 έδρες σήμερα και όριο τις 71 για να κυβερνήσει μόνος του, ο ίδιος και το επιτελείο του γνωρίζουν πως ακόμα και μικρές απώλειες μπορούν να ανατρέψουν τα πάντα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μειονότητας αλλά και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Ράμα αναμένεται να πέσει στις 68 έδρες, ενώ ο Σάλι Μπερίσα ανεβαίνει στις 58. Τα τρία μικρότερα κόμματα που ενδέχεται να μπουν στη Βουλή έχουν δηλώσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστούν με τον Ράμα, γεγονός που καθιστά αβέβαιο το πολιτικό του μέλλον, εφόσον τηρηθούν οι δεσμεύσεις τους.
Η γεωγραφική κατανομή της εκλογικής επιρροής είναι σαφής: ο Ράμα κυριαρχεί στον νότο, ενώ ο Μπερίσα συγκεντρώνει τη στήριξη του βορρά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στο προπύργιο του Ράμα, τον Αυλώνα, εκτιμάται πως από τις επτά έδρες θα διατηρήσει μόνο πέντε, με αυξανόμενη τάση για αντισυστημική ψήφο.
Από την πλευρά της μειονότητας, υπάρχουν αρκετά πρόσωπα με σοβαρές πιθανότητες εκλογής. Ο Πέτρος Γκικουρίας διεκδικεί με αξιώσεις έδρα στη Χειμάρρα, ενώ ο Βαγγέλης Ντούλες θεωρείται βέβαιος, καθώς κατεβαίνει με το Επικρατείας του Μπερίσα σε εκλόγιμη θέση. Ο Βαγγέλης Μάνος διεκδικεί έδρα στην Κορυτσά και ο Αρμπέν Ριστάνι, με ελληνική καταγωγή από τη μητέρα του, έχει πιθανότητες στο Αργυρόκαστρο.
Αντίθετα, ο γιατρός Βασίλης Λάγιος, που κατεβαίνει υποψήφιος με τον Ράμα στον Αυλώνα, δεν φαίνεται να έχει ελπίδες εκλογής, καθώς ο Τάβος δεν τον στηρίζει, προτιμώντας να ενισχύσει μουσουλμάνους υποψηφίους της περιοχής.
Η Τουρκία έχει πλέον ξεκάθαρο στόχο στο Κυπριακό: την επίσημη υιοθέτηση ενός μοντέλου χαλαρής συνομοσπονδίας δύο κρατών, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα έχουν ξεχωριστή διοίκηση και οντότητα. Με αυτό το σχήμα, η Άγκυρα επιδιώκει όχι μόνο να επισημοποιήσει τη διχοτόμηση του νησιού υπό διεθνή αναγνώριση, αλλά και να διατηρήσει τους Τουρκοκύπριους εντός της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, επωφελούμενη από τη θεσμική σκέπη της Ε.Ε.
Οι τελευταίες δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν από τα κατεχόμενα επιβεβαιώνουν ότι η τουρκική πλευρά δεν σκοπεύει να κάνει πίσω στο ζήτημα των δύο κρατών. Η γραμμή αυτή υπονομεύει κάθε προοπτική ουσιαστικών συνομιλιών, αφού συγκρούεται μετωπικά με τις θέσεις της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, που απορρίπτουν τη διχοτόμηση σε οποιαδήποτε μορφή.
Κρίσιμο σημείο για την Άγκυρα είναι η αναγνώριση της «πολιτικής ισότητας» των Τουρκοκυπρίων, έννοια που μεταφράζεται στην πράξη ως αναγνώριση κρατικής υπόστασης του ψευδοκράτους. Μόνο εφόσον εξασφαλιστεί αυτό, η τουρκική πλευρά δηλώνει πρόθυμη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε αυτή τη βάση θέτει και το ζήτημα της δημιουργίας κοινών Οργάνων μιας μελλοντικής συνομοσπονδίας, με αναφορά στο μοντέλο της Ελβετίας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσίων δηλώσεων, απορρίπτει κατηγορηματικά οποιοδήποτε τέτοιο σενάριο. Παράγοντας του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία ανέφερε χαρακτηριστικά πως «αν οι Τούρκοι επιμείνουν, θα μείνουν μόνοι τους· κανείς δεν πρόκειται να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος». Σημειώνει επίσης ότι, παρά τη σκληρή ρητορική, η τουρκική πλευρά βρίσκεται σε δυσχερή διπλωματική θέση.
Την εκτίμηση αυτή ενισχύει και η στάση των τουρκογενών κρατών της Κεντρικής Ασίας, όπως το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Τουρκμενιστάν. Οι χώρες αυτές επέλεξαν πρόσφατα να ξεκινήσουν επίσημες διπλωματικές επαφές με τη Λευκωσία, αποφεύγοντας κάθε στήριξη στο ψευδοκράτος, εξέλιξη που δείχνει πως η Άγκυρα δεν έχει καταφέρει να χτίσει διεθνές έρεισμα υπέρ της λύσης δύο κρατών.