Η υπόθεση των παρεμβάσεων της κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας της Κρήτης φαίνεται πως ξεπερνά τις καθαρά θεσμικές ή εκκλησιαστικές διαστάσεις και περιλαμβάνει πτυχές που αγγίζουν το πεδίο της οικονομικής διαπλοκής. Όπως αποκάλυψε με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της η εφημερίδα «δημοκρατία», το βασικό διακύβευμα πίσω από τις εξελίξεις δεν είναι απλώς το ποιος θα αναλάβει τη Μητρόπολη Κυδωνίας, αλλά ποιος θα ελέγξει τη διαχείριση και την τύχη περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας.
Η επιδίωξη να αποτραπεί η μετάθεση και εκλογή του νυν μητροπολίτη Κισσάμου Αμφιλοχίου στη Μητρόπολη Κυδωνίας, παρά την επιθυμία της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, δείχνει πως το ζήτημα δεν είναι απλό ούτε ουδέτερο. Ο Αμφιλόχιος φέρεται να «πληρώνει» την εθνική του στάση και την απείθεια απέναντι σε άνωθεν υποδείξεις, καθώς είχε μιλήσει με θάρρος στον πρόεδρο της Γερμανίας για τις πολεμικές αποζημιώσεις, ενώ και η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης είχε δημοσίως στηρίξει το ζήτημα, προκαλώντας ενόχληση σε Αθήνα και Φανάρι.
Πίσω όμως από την «ποιμαντική» σύγκρουση, αναδύεται με σαφήνεια και η διάσταση ενός οικονομικού σκανδάλου που φαίνεται να επηρεάζει άμεσα τις εξελίξεις. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Μονή Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων και η υπόθεση της πώλησης ακινήτων-φιλέτων, συνολικής έκτασης 175 στρεμμάτων στην περιοχή Σταυρός Χανίων, μέσω αδιαφανών και καταγγελλόμενων ως παράνομων διαδικασιών. Το ακίνητο φέρεται να είχε βρεθεί στο στόχαστρο ισραηλινού επενδυτικού fund, με σχέδιο μεταβίβασης στη συνέχεια σε γερμανική τουριστική εταιρεία.
Η Αρχιεπισκοπή Κρήτης εμφανίζεται να επιθυμεί την τοποθέτηση του Αμφιλοχίου στη Μητρόπολη Κυδωνίας προκειμένου να βάλει φρένο σε αυτές τις ενέργειες και να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, αλλά η προοπτική αυτή συναντά αντιδράσεις από πρόσωπα με διασυνδέσεις σε κυβερνητικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, που επιχειρούν να ανατρέψουν την επιλογή. Όλα δείχνουν ότι, πίσω από τον μανδύα των εκκλησιαστικών μεταθέσεων, παίζεται ένα σκληρό παιχνίδι επιρροής, συγκάλυψης και ελέγχου της περιουσίας της Εκκλησίας στην Κρήτη, με επίκεντρο όχι μόνο την εξουσία αλλά και τα μεγάλα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τη γη και τις μπίζνες εκατομμυρίων.
Η υπόθεση της Μονής Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης, έχει τις ρίζες της σε μια αντιδικία που ξεκινά σχεδόν πριν από μια δεκαετία. Περίπου το 2015, φερόμενος ιδιώτης κατέθεσε αγωγή κατά της μονής, διεκδικώντας τις εκτάσεις των 175 στρεμμάτων στον Σταυρό Χανίων, οι οποίες θεωρούνταν μέχρι τότε ιδιοκτησία της μονής βάσει τίτλων που η ίδια επικαλούνταν. Παράλληλα, η Εκκλησία είχε ξεκινήσει διαδικασίες κατά του Δασαρχείου για αποχαρακτηρισμό των εκτάσεων, ωστόσο η Μονή δεν κινήθηκε εγκαίρως και αποφασιστικά για να διασφαλίσει τη νομή της γης. Η καθυστέρηση αυτή αποδείχθηκε όχι μόνο κρίσιμη αλλά και ύποπτη, εγείροντας ερωτήματα για τους λόγους της αδράνειας.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι παραλείψεις σώρευαν τα προβλήματα, η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης αναγκάστηκε να πάρει επίσημη θέση. Σε ανακοίνωσή της αναφέρθηκε σε «διοικητικά θέματα» που προέκυψαν στη Μονή και έκανε γνωστό ότι, με βάση το άρθρο 89, παρ. 2 του Νόμου 4149/1961, προχώρησε ομόφωνα σε όλες τις νόμιμες ενέργειες ενώπιον των αρμοδίων Αρχών. Η κίνηση αυτή ήρθε αργοπορημένα, σε μια στιγμή που η ζημιά είχε ήδη γίνει, με τη δικαστική διαμάχη να εκκρεμεί και τη Μονή να απειλείται με απώλεια σημαντικής περιουσίας.
Σήμερα, το ποιος θα έχει τον έλεγχο της Μητρόπολης Κυδωνίας –και κατά συνέπεια τον χειρισμό αυτής της σύνθετης νομικής υπόθεσης– αποκτά τεράστια σημασία. Οι ιεράρχες της Κρήτης επιμένουν στην επιλογή του Μητροπολίτη Κισσάμου Αμφιλοχίου, τον οποίο θεωρούν ικανό να υπερασπιστεί σθεναρά τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Αντίθετα, από την πλευρά της κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου φαίνεται να προωθείται άλλη λύση, προκαλώντας υποψίες ότι οι λόγοι για την εναντίωση στην τοποθέτηση Αμφιλοχίου είναι βαθύτεροι και συνδέονται με τη διαχείριση και την τύχη της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η εξέλιξη αυτής της υπόθεσης αναμένεται με ενδιαφέρον, καθώς δεν αφορά μόνο την Εκκλησία, αλλά και την πολιτική και οικονομική επιρροή γύρω από τις περιουσίες της.