Οι ΗΠΑ εισέρχονται επίσημα σε αχαρτογράφητα δημογραφικά εδάφη, καθώς ειδικοί προειδοποιούν για μια επερχόμενη «δημογραφικό καταρρεύση». Το 2023, ο δείκτης γεννήσεων στις ΗΠΑ κατέγραψε ιστορικό χαμηλό, φτάνοντας τις 54,5 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και τα δεδομένα του USAFacts. Πρόκειται για μείωση άνω του 55% σε σύγκριση με την κορύφωση του 1957, όταν ο δείκτης ανερχόταν στις 122,9 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν μια σαφή τάση: όλες οι πολιτείες των ΗΠΑ κατέγραψαν πτώση γεννήσεων από το 2005 έως το 2022. Αν και οι πιο φιλελεύθερες πολιτείες οδηγούν αυτή την πτωτική πορεία, ακόμα και περιοχές με παραδοσιακά υψηλά ποσοστά γεννήσεων δεν μένουν ανεπηρέαστες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γιούτα, η οποία, παρά τη μακρά παράδοση των πολύτεκνων οικογενειών και της πρόωρης μητρότητας, σημείωσε τη μεγαλύτερη μείωση (-33,9%). Ακόμα και η Λουιζιάνα, με τη μικρότερη ποσοστιαία μεταβολή, είδε αρνητική μεταβολή (-0,3%), επιβεβαιώνοντας τη γενικευμένη έκταση του φαινομένου.
«Οι ρυθμοί πτώσης γεννήσεων είναι πιο ραγδαίοι και πιο εκτεταμένοι απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται η πλειονότητα των Αμερικανών», επισημαίνει ο δημογράφος Λάιμαν Στόουν, συνεργάτης του Ινστιτούτου Μελετών για την Οικογένεια. «Δεν πρόκειται απλώς για καθυστέρηση στη δημιουργία οικογένειας — αλλά για επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ενηλικίωσης και της οικογενειακής ζωής».
Το 2022, οι πολιτείες με τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων ήταν η Νότια Ντακότα (66,5), η Αλάσκα (64,9) και η Νεμπράσκα (63,6) — αριθμοί ωστόσο σημαντικά χαμηλότεροι από το επίπεδο αναπλήρωσης του πληθυσμού. Στον αντίποδα, οι χαμηλότεροι δείκτες καταγράφηκαν στο Βερμόν (44,3), το Ντελαγουέρ (44,9) και το Όρεγκον (47,3), αντανακλώντας ευρύτερες κοινωνικές τάσεις στις παραθαλάσσιες και προοδευτικές περιοχές.
Το επίπεδο αναπλήρωσης του πληθυσμού υπολογίζεται στις 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα. Ωστόσο, ο εθνικός μέσος όρος κυμαίνεται σήμερα γύρω στο 1,6 — πολύ κάτω από το όριο βιωσιμότητας χωρίς τη συμβολή της μετανάστευσης.
Οι ειδικοί τονίζουν πως η τάση αυτή δεν αποτελεί απλώς δημογραφικό δεδομένο, αλλά μια σοβαρή πρόκληση για το μέλλον της χώρας. Η «δημογραφική κατάρρευση», ένα σενάριο που εδώ και χρόνια ανησυχεί τους ερευνητές, ενδέχεται να έχει ήδη ξεκινήσει με βραδείς αλλά σταθερούς ρυθμούς.
Καθώς μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων και αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού, οι ΗΠΑ καλούνται να αντιμετωπίσουν σύνθετες προκλήσεις: συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, αύξηση του κόστους κοινωνικών παροχών και ενδεχόμενη γεωπολιτική ευαλωτότητα.
Χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και αρκετά κράτη της Ευρώπης έχουν ήδη εισέλθει σε αυτό που αποκαλείται «παγίδα υπογεννητικότητας» — έναν φαύλο κύκλο φθίνουσας γεννητικότητας που γίνεται ολοένα δυσκολότερο να αναστραφεί όσο μεταβάλλονται οι κοινωνικοί κανόνες και διαλύονται τα δίκτυα στήριξης.
«Αντιμετωπίζουμε μια μακροπρόθεσμη κρίση την οποία η πλειοψηφία των πολιτικών ηγετών αποφεύγει να αγγίξει», υπογραμμίζει ο πολιτικός οικονομολόγος Νίκολας Έμπερστατ από το American Enterprise Institute. «Τα πρώτα συμπτώματα θα είναι διακριτικά — χαμηλότερη ανάπτυξη, γήρανση πληθυσμού — αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να δούμε ολόκληρους τομείς και πόλεις να μαραζώνουν».
Απέναντι σε αυτή την κρίση, κάποιες χώρες προσπαθούν να αντιδράσουν. Η Ουγγαρία, η Γαλλία και η Σιγκαπούρη εφαρμόζουν επιθετικές πολιτικές ενίσχυσης των γεννήσεων, όπως οικονομικά κίνητρα και φορολογικές ελαφρύνσεις. Στις ΗΠΑ, οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες παραμένουν αποσπασματικές, όμως το τοπίο αρχίζει να μεταβάλλεται.
Πρόσωπα προσκείμενα στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ καταρτίζουν ήδη προτάσεις που στοχεύουν στην αντιστροφή της δημογραφικής τάσης, από επιδόματα γέννας ύψους 5.000 δολαρίων, μέχρι προτεραιότητα σε υποτροφίες Fulbright για παντρεμένους φοιτητές με παιδιά.
Πρόκειται για μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που διαμορφώνεται στους κόλπους του συντηρητικού χώρου, η οποία στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτού που χαρακτηρίζεται ως «πολιτισμική κρίση»: η αποδόμηση της αμερικανικής οικογένειας.
«Πρέπει να εμπνευστούμε από το πνεύμα του MAHA και να αντιμετωπίσουμε την υπογονιμότητα κατάματα», δήλωσε η Έμα Γουότερς από το Heritage Foundation, κάνοντας λογοπαίγνιο με το σύνθημα «Make America Have Again».
Μια συζήτηση που μέχρι πρότινος περιοριζόταν στους διαδρόμους εξειδικευμένων think tanks, πλησιάζει πλέον το κέντρο της πολιτικής ατζέντας. Ο υπουργός Μεταφορών Ντάφι δεσμεύτηκε δημόσια να δώσει προτεραιότητα σε έργα υποδομής σε περιοχές με υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων και γάμων — μια απόφαση που κάποιοι επικρίνουν ως κοινωνική μηχανική, ενώ άλλοι τη θεωρούν επιβεβλημένη.
Παράλληλα, εντείνονται οι εσωτερικές εντάσεις στο συντηρητικό στρατόπεδο, καθώς η επικείμενη έκθεση του Λευκού Οίκου για την πρόσβαση στην εξωσωματική γονιμοποίηση απειλεί να φέρει αντιμέτωπους τους παραδοσιακούς με τους πιο λαϊκιστές, φιλοοικογενειακούς κύκλους.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται με φόντο τη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ τον Φεβρουάριο, όταν δεσμεύτηκε να γίνει «ο πρόεδρος της γονιμότητας». Μια υπόσχεση που τώρα μπαίνει στην πρώτη της δοκιμασία σε επίπεδο πολιτικής.