Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, προχώρησε σε σαρωτικές αλλαγές στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο πλαίσιο μιας πιο επιθετικής και εσωστρεφούς πολιτικής κατεύθυνσης. Με τον κεντρικό στόχο της μείωσης των ομοσπονδιακών δαπανών και την αναδιάρθρωση του τρόπου με τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες παρεμβαίνουν στο εξωτερικό, η διοίκηση του εφάρμοσε δραστικές περικοπές στον προϋπολογισμό της αμερικανικής διπλωματίας και της ξένης βοήθειας. Οι αλλαγές αυτές δεν ήταν απλώς λογικές, αλλά αντικατοπτρίζουν μια βαθύτερη ιδεολογική στροφή στην προσέγγιση των ΗΠΑ προς τον κόσμο.
Οι περικοπές-μαμούθ που εφαρμόστηκαν αφορούσαν προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας, ανθρωπιστική υποστήριξη, ενίσχυση δημοκρατικών θεσμών και προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων μέσω διπλωματικών οδών. Εκατοντάδες δολάρια αφαιρέθηκαν από κρίσιμες πρωτοβουλίες σε ευαίσθητες γεωπολιτικές περιοχές, προκαλώντας ανησυχίες τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και στους διεθνείς επενδυτές τους. Παράλληλα, η δραστική υποβάθμιση του ρόλου των επαγγελματιών διπλωματών και η παράκαμψη παραδοσιακών δομών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ άνοιξαν τον δρόμο σε μια μορφή σκιωδών διπλωμάτων. Σε αυτή τη συμμετείχαν πρόσωπα του στενού κύκλου του Τραμπ ή ιδιωτικοί παράγοντες χωρίς επίσημη ιδιότητα, γεγονός που θόλωσε τα όρια μεταξύ των επισήμων πολιτικών και προσωπικών ή επιχειρηματικών επιδιώξεων.
Αυτή η στρατηγική επαναπροσδιόρισε τις προτεραιότητες των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκακιέρα, μεταφέροντας το βάρος από τη συνεργασία και την πολυμερή διπλωματία σε μια πιο κοινή και συμφεροντολογική προσέγγιση. Η πολιτική αυτή συνάντησε έντονες αντιδράσεις από διπλωμάτες, ειδικούς στη διεθνή πολιτική και μέλη του Κογκρέσου, που προειδοποιούσαν ότι η αποδυνάμωση της αμερικανικής διπλωματικής παρουσίας θα μπορούσε να υπονομεύσει την παγκόσμια επιρροή της χώρας και να υποστηρίξει τους ανταγωνιστές της Κίνας και της Ρωσίας.
Η διακυβέρνηση Τραμπ στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής χαρακτηρίστηκε τελικά από μια συστηματική απόπειρα αποδόμησης του παραδοσιακού ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών ως σταθεροποιητικής δύναμης και κύριου παρόχου διεθνούς βοήθειας. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα πραγματικότητα, στην οποία οι ΗΠΑ αποσύρονταν από διεθνείς δεσμεύσεις, ενώ οι θεσμοί που στήριζαν επί δεκαετίες την αμερικανική παγκόσμια στρατηγική αποδυναμώνονταν σημαντικά.
Τομή Τραμπ στην εξωτερική πολιτική: Κατάργηση της ισχύος και ριζικές περικοπές
Ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει αποφασισμένος να κλείσει οριστικά τον κύκλο μιας πολιτικής που στηρίχθηκε στην ήπια ισχύ και τη σκιώδη διπλωματία, μέσω της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθούσαν για δεκαετίες τα στρατηγικά τους συμφέροντα, συχνά πίσω από τα μανδύα της ανθρωπιστικής βοήθειας. Η διοίκησή του φαίνεται να προχωρά σε δραστικές ανατροπές, στοχεύοντας ευθέως σε θεσμούς και μηχανισμούς που θεωρούν ότι λειτουργούσαν παρασκηνιακά, χωρίς ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που διέρρευσαν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το σχέδιο του Τραμπ περιλαμβάνει ριζικές περικοπές στην εξωτερική βοήθεια, μαζικό κλείσιμο διπλωματικών αποστολών και την ουσιαστική διάλυση της USAID, της υπηρεσίας που επί δεκαετίες οδήγησε στο βασικό εργαλείο των ΗΠΑ για την προβολή επιρροής μέσω ξένων προγραμμάτων και «ανθρωπιστικών» παρεμβάσεων.
Οι αριθμοί αποτυπώνουν το μέγεθος της αλλαγής. Ο προϋπολογισμός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μειώνεται σχεδόν στο μισό — από 54,4 δισεκατομμύρια σε 28,4 δισεκατομμύρια δολάρια ως το 2026. Η εξωτερική βοήθεια περικόπτεται από 38,3 σε 16,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Περίπου 30 διπλωματικές αποστολές κλείνουν, με έμφαση σε περιοχές όπως η Αφρική και η Ευρώπη. Η USAID σταματά να υφίσταται ως ξεχωριστός οργανισμός και ενσωματώνεται πλήρως στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η μεταρρύθμιση θεωρείται από τους υποστηρικτές του Τραμπ μια τολμηρή κίνηση κατά του «βαθέου κράτους» της εξωτερικής πολιτικής, το οποίο κατηγορείται ότι ενεργούσε από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, διαμορφώνοντας παγκόσμιες στρατηγικές που δεν εξυπηρετούν αναγκαστικά τα συμφέροντα των Αμερικανών πολιτών. Η USAID, για παράδειγμα, δεν παρουσιάζεται απλώς ως ένας ανθρωπιστικός οργανισμός, αλλά ως μηχανισμός πολιτικής επιρροής, που εμπλέκεται σε εσωτερικές πολιτικές άλλων κρατών με την ανάπτυξη και την ανακούφιση.
Η διοίκηση Τραμπ επιλέγει να εγκαταλείψει το παραδοσιακό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, το οποίο για δεκαετίες στηριζόταν σε έναν συνδυασμό στρατιωτικής και «ήπιας» επιρροής. Το νέο δόγμα δεν επιδιώκει να διατηρήσει τον ρόλο «παγκόσμιου αστυνόμου», ούτε να χρηματοδοτεί παρεμβάσεις που —σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορική— δεν αποφέρουν άμεσο όφελος για τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Για τον Τραμπ και τους συμμάχους του, οι περικοπές αυτές συνιστούν λογική, πατριωτική διαχείριση πόρων, που ενισχύει την εθνική κυριαρχία και περιορίζει την «κατάχρηση εξουσίας» από το διπλωματικό κατεστημένο.
Αντίθετα, οι επικριτές του βλέπουν μια ακόμη κίνηση απομονωτισμού, που υπονομεύει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο και αφήνει κενά τα οποία θα σπεύσουν να καλύψουν ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία. Τονίζουν ότι η αποδυνάμωση των διπλωματικών και ανθρωπιστικών δομών μπορεί να μειώσει την ικανότητα των ΗΠΑ να επηρεάσουν διεθνώς και να προασπίσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα.
Όποια κι αν είναι η τελική έκβαση αυτής της στρατηγικής, η ουσία είναι σαφής: ο Τραμπ συγκρούεται ανοιχτά με βασικούς πυλώνες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Και αυτή η επιθετική ρητορική και πρακτική φαίνεται να συναντάται σε ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας, που επιθυμεί μια πιο εστιασμένη, εσωτερικά προσανατολισμένη εθνική πολιτική.