Ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με τις δημόσιες τοποθετήσεις του, εμφανίζεται αποφασισμένος να βάλει τέλος στη στρατιωτική και οικονομική στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία, εφόσον επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Η απόφασή του αυτή, όπως αφήνει να εννοηθεί, δεν έχει ως βάση κάποια φιλορωσική ιδεολογία, αλλά μια καθαρά δημοσιονομική και γεωπολιτική προσέγγιση: οι πόλεμοι κοστίζουν, και η υπερχρεωμένη Αμερική δεν μπορεί πλέον να τους συντηρεί χωρίς ανταπόδοση.
Από την πρώτη θητεία του, άλλωστε, είχε δείξει τις προθέσεις του: μαζικές περικοπές σε προγράμματα εξωτερικής βοήθειας όπως το USAID, λουκέτα σε διπλωματικές αποστολές και μείωση του προσωπικού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επιφυλακτικότητα του Τραμπ απέναντι σε συγκρούσεις που δεν συνδέονται άμεσα με τα αμερικανικά συμφέροντα, είτε πρόκειται για την Ουκρανία είτε –δυνητικά– για την Ταϊβάν.
Ο μόνος «πόλεμος» που φαίνεται να θεωρεί θεμιτός ο πρώην πρόεδρος είναι ο τεχνολογικός και εμπορικός – ένας ανταγωνισμός που εστιάζει στον εκτοπισμό της Κίνας από τη δυτική αγορά, ιδίως την ευρωπαϊκή, μέσω δασμών και οικονομικής πίεσης.
Η στάση αυτή, όμως, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση ένα γνώριμο μοτίβο στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ: η ανάμειξη σε συγκρούσεις μέσω πληρεξουσίων και η αποχώρηση όταν τα πράγματα δυσκολεύουν. Είτε στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στο Κουρδιστάν, είτε στην Ουκρανία, η Δύση –και ιδίως η Ουάσιγκτον– συχνά ενθαρρύνει τρίτες χώρες να πάρουν ενεργό μέρος σε κρίσεις που εξυπηρετούν ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα, για να τις εγκαταλείψει στη συνέχεια με το κόστος των επιλογών να βαραίνει τον τοπικό πληθυσμό.
Η περίπτωση της Ουκρανίας, για πολλούς αναλυτές, θυμίζει την ιστορική εμπειρία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Όπως τότε, έτσι και τώρα, ένας μικρότερος σύμμαχος ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις με την ελπίδα της υποστήριξης από τις Μεγάλες Δυνάμεις – μόνο για να μείνει τελικά μόνος. Ο Ζελένσκι παρουσιάστηκε ως το σύμβολο της αντίστασης του ουκρανικού λαού, έγινε δεκτός στα Κοινοβούλια της Δύσης, αποθεώθηκε από τον Τύπο. Όμως σήμερα, καθώς η στρατιωτική ζυγαριά γέρνει υπέρ της Μόσχας και η διεθνής κοινότητα αναζητά διέξοδο από τον πόλεμο, ο Ουκρανός πρόεδρος καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη πραγματικότητα: εδαφικές απώλειες, οικονομική εξάντληση και ένα μεταπολεμικό μέλλον γεμάτο αβεβαιότητα.
Το αφήγημα του «προβλέψιμου συμμάχου» και της «σωστής πλευράς της Ιστορίας» δοκιμάζεται εκ νέου. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι καμία χώρα, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν ταυτίζει απόλυτα τα συμφέροντά της με αυτά τρίτων. Συχνά, οι συμμαχίες είναι εργαλειακές και τα σημεία σύγκλισης προσωρινά. Όταν οι γεωπολιτικές προτεραιότητες μετατοπίζονται, όσοι ενεπλάκησαν «για λογαριασμό άλλων» μένουν να διαχειρίζονται μόνοι τους το τίμημα.
Η Ουκρανία φαίνεται να πληρώνει σήμερα το τίμημα μιας στρατηγικής εμπιστοσύνης που δεν είχε ασφαλιστικές δικλίδες. Το κόστος, πέρα από τα ερείπια του πολέμου, περιλαμβάνει και έναν πιθανό οικονομικό ακρωτηριασμό: απώλεια ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του ορυκτού πλούτου. Και όπως διδάσκει η ελληνική εμπειρία του 1922, εκείνοι που μάχονται στους πολέμους των άλλων, συχνά βρίσκονται στο τέλος να μετρούν μόνοι τους τις πληγές τους.
Σύμμαχοι κάθε χώρας ο Θεός και ο λαός της
Η εικόνα του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ανεξαρτήτως της άποψης που μπορεί να έχει κανείς για τον ίδιο, γεννά αισθήματα οίκτου – όχι τόσο για το πρόσωπό του, όσο για τον λαό της Ουκρανίας. Έναν λαό που, όπως όλα δείχνουν, θα επωμιστεί το βάρος των συνεπειών ενός παρατεταμένου πολέμου, που ξεκίνησε με υψηλές προσδοκίες αλλά εξελίσσεται με δραματικό κόστος.
Ο Ζελένσκι επέλεξε να οδηγήσει τη χώρα του σε ανοιχτή σύγκρουση με μια υπέρτερη στρατιωτική δύναμη, τη Ρωσία, βασιζόμενος στις διαβεβαιώσεις των Δυτικών συμμάχων πως θα του παράσχουν στήριξη – στρατιωτική, πολιτική και οικονομική. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ πιο σύνθετη και σκληρή. Παρά τις απώλειες του ρωσικού στρατού, η Ουκρανία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με σοβαρές ανθρώπινες και εδαφικές απώλειες, πληθυσμιακή συρρίκνωση και οικονομική εξάρτηση, με τον φυσικό της πλούτο ουσιαστικά υποθηκευμένο.
Η εικόνα αυτή δεν είναι άγνωστη στην ελληνική ιστορία. Η Ελλάδα έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν την άκριτη στήριξη σε ξένες δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τυχοδιωκτισμός της μικρασιατικής εκστρατείας, όταν η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου έδεσε τη χώρα στο άρμα της Αντάντ. Οι «θρίαμβοι» εκείνης της περιόδου κατέληξαν στην εθνική τραγωδία του 1922.
Ανάλογα επώδυνη ήταν και η περίπτωση της Κύπρου, με την τουρκική εισβολή, τα εγκλήματα πολέμου και την παράνομη κατοχή που διατηρείται μέχρι σήμερα. Παρά τις καταδίκες από τα όργανα του ΟΗΕ, η διεθνής κοινότητα δεν προχώρησε ποτέ σε ουσιαστικά μέτρα αποκατάστασης του διεθνούς δικαίου, αποδεικνύοντας ότι τα λόγια περί «σωστής πλευράς της Ιστορίας» δεν συνοδεύονται απαραίτητα από πράξεις.
Το συμπέρασμα είναι πως κάθε χώρα μπορεί να υπολογίζει, πρωτίστως, στις δικές της δυνάμεις – στον λαό της και στην εθνική της συνοχή. Οι συμμαχίες, όσο χρήσιμες κι αν είναι, συχνά λειτουργούν με βάση συμφέροντα και όχι αρχές. Και δεν είναι λίγες οι φορές που, όταν οι συνθήκες αλλάξουν, οι λεγόμενοι «σύμμαχοι» αποσύρουν τη στήριξή τους, αφήνοντας τους μικρότερους εταίρους να διαχειριστούν μόνοι τους τις συνέπειες.