Σε νέο γύρο διεθνών επαφών εισέρχεται ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, ακολουθώντας τη γνώριμη οδό της διεθνούς αναγνώρισης, ξεκινά περιοδεία με στάσεις στην Ιταλία και τη Γερμανία. Μετά τη συνάντηση με την Ιταλίδα ομόλογό του Τζόρτζια Μελόνι, ο κ. Μητσοτάκης μεταβαίνει στη Γερμανία, όπου τον αναμένει βράβευση από το Οικονομικό Συμβούλιο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), για λόγους που δεν έχουν μεν εκπλήξει, αλλά εξακολουθούν να προκαλούν θαυμασμό: για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Η απονομή του βραβείου θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, σε μια εκδήλωση του CDU που χαρακτηρίζεται από υψηλό πολιτικό συμβολισμό, καθώς στην ίδια θα παραστεί και ο νέος Καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς. Όπως ανακοινώθηκε, ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα εκφωνήσει ομιλία. Το περιεχόμενό της δεν έχει δημοσιοποιηθεί, αλλά το πλαίσιο προδιαγράφεται σαφές: επιτυχίες, σταθερότητα, μεταρρυθμιστικό έργο και, φυσικά, εμπιστοσύνη στις αγορές.
Η γερμανική τιμητική διάκριση έρχεται, όπως συμβαίνει συχνά, τη σωστή στιγμή – τόσο χρονικά όσο και επικοινωνιακά. Σύμφωνα με τους διοργανωτές, η ελληνική κυβέρνηση έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, διασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις εκείνες που, όπως φαίνεται, εκτιμώνται ιδιαίτερα από πολιτικούς και θεσμούς της κεντρικής Ευρώπης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η γερμανική πλευρά επιλέγει να τιμήσει Έλληνα πρωθυπουργό για τη συμβολή του στην οικονομική σωτηρία της χώρας. Το 2010, ο τότε Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου είχε τιμηθεί με το βραβείο «Quadriga», με αφορμή —και τότε— τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας. Η βράβευση είχε συνοδευτεί από δηλώσεις περί «αποφασιστικότητας», «θάρρους» και «ευθύνης», σε μια περίοδο που η Ελλάδα εφάρμοζε τα πρώτα μνημονιακά μέτρα. Παρών τότε και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η Άνγκελα Μέρκελ, και φυσικά ο Γιόζεφ Άκερμαν, επικεφαλής της Deutsche Bank, ο οποίος εκφώνησε τον πανηγυρικό – μια επιλογή που από μόνη της προσέφερε διαύγεια στις πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες της εποχής.
Τότε, όπως και τώρα, η Ελλάδα δέχεται εξωτερικές τιμές για την εσωτερική της πολιτική. Και τότε, όπως και τώρα, ορισμένα θέματα δεν περιλαμβάνονται στην ατζέντα. Ενδεικτικά, το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου παραμένει σταθερά εκτός δημοσίων τοποθετήσεων. Παρότι η φετινή συγκυρία συμπίπτει με την 80ή επέτειο από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προβεί σε καμία σχετική πρωτοβουλία, πολιτική ή νομική. Η χρονική σύμπτωση κρίνεται προφανώς ακατάλληλη για δυσάρεστες υπενθυμίσεις.
Εν τέλει, η διεθνής αναγνώριση για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας φαίνεται να ακολουθεί μια παράδοση: συνοδεύεται από σιωπή στα ευαίσθητα ιστορικά ζητήματα και από ενθουσιασμό για τις αγορές και την «εμπιστοσύνη των θεσμών». Το βραβείο, άλλωστε, έρχεται ως επισφράγιση μιας σχέσης που δοκιμάστηκε μέσα στην κρίση και βγαίνει, όπως όλα δείχνουν, ενισχυμένη. Ο κύκλος των μεταρρυθμίσεων συνεχίζεται – και μαζί του, ο κύκλος των διακρίσεων.