13 Μαΐου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Οριστικοποιείται η αναβολή της πόντισης του καλωδίου: Το ΚΥΣΕΑ επικυρώνει την εθνική μας υποχώρηση

Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ), κατά τη συνεδρίασή του, επιβεβαίωσε με επίσημο τρόπο την αποδοχή μιας ιδιαίτερα κρίσιμης εθνικής υποχώρησης, καθώς αποφάσισε να παραπέμψει για αόριστο χρόνο στο μέλλον την υλοποίηση της πόντισης του υποθαλάσσιου καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης, το οποίο επρόκειτο να περάσει εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας νότια της Κρήτης.

Η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με αναδίπλωση από μια κυριαρχική πράξη που σχετιζόταν άμεσα με την ενεργειακή και γεωπολιτική στρατηγική της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο, και ειδικότερα στην περιοχή όπου συγκρούονται τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας με τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας.

Η αναβολή της πόντισης του καλωδίου, η οποία δικαιολογήθηκε από την κυβέρνηση με τεχνικούς και θεσμικούς λόγους, στην πραγματικότητα ερμηνεύεται από πολλούς ως υποχώρηση υπό την πίεση των γεωπολιτικών συνθηκών και των τουρκικών αντιδράσεων. Το έργο είχε σαφές γεωστρατηγικό αποτύπωμα και θεωρούνταν ως πράξη άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και της υφαλοκρηπίδας της. Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ, όμως, αφαιρεί για την ώρα αυτή τη διάσταση, αφήνοντας κενό στον στρατηγικό σχεδιασμό της Ελλάδας σε μια κρίσιμη περίοδο για την ευρύτερη περιοχή.

Αξίζει να σημειωθεί πως η αναβολή αυτή δεν συνοδεύτηκε από σαφή χρονικό προσδιορισμό για την επανεκκίνηση των εργασιών, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσο το έργο θα επανέλθει στην ατζέντα με την ίδια αποφασιστικότητα στο άμεσο μέλλον. Την ίδια στιγμή, η κίνηση αυτή ενδέχεται να εκληφθεί από την Άγκυρα ως επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας της πίεσης που ασκεί στην περιοχή, γεγονός που δύναται να έχει ευρύτερες επιπτώσεις για την αποτροπή μελλοντικών παρεμβάσεων ή ενεργειών εντός της ελληνικής δικαιοδοσίας.

Με την παρούσα εξέλιξη, το ΚΥΣΕΑ ουσιαστικά στέλνει το μήνυμα ότι το κράτος δεν είναι έτοιμο να προχωρήσει σε ενέργειες που, παρά τη νομική τους θεμελίωση στο Διεθνές Δίκαιο, ενδέχεται να πυροδοτήσουν εντάσεις με την Τουρκία. Πρόκειται για μια επιλογή που αναπόφευκτα θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς, στο πλαίσιο της στάσης της Ελλάδας απέναντι στις διεκδικήσεις και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στη θαλάσσια ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου.

Καμία επίσημη ανακοίνωση δεν εκδόθηκε την Τρίτη 16 Απριλίου από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) σχετικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, γεγονός που από μόνο του συνιστά έμμεση επιβεβαίωση πως η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, έπειτα από τουρκικές πιέσεις και απειλές, να αναστείλει επ’ αόριστον το έργο. Παρότι οι κυβερνητικές πηγές, σε μια προσπάθεια να μετριάσουν τις εντυπώσεις, ανέφεραν πως το έργο θα συνεχιστεί «στον κατάλληλο χρόνο που θα καθοριστεί με βάση και τον προγραμματισμό του ερευνητικού πλοίου», η απουσία σαφούς χρονοδιαγράμματος υποδηλώνει ότι δεν υφίσταται άμεσο σχέδιο επανεκκίνησης.

Οι ίδιες πηγές, σε μια προσπάθεια να αποσυνδέσουν την αναβολή από την τουρκική παρέμβαση και τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, έσπευσαν να υπογραμμίσουν πως πρόκειται για έργο ευρωπαϊκού κοινού ενδιαφέροντος, το οποίο δεν σχετίζεται με άλλες ενέργειες της κυβέρνησης που αφορούν τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων ή την επίλυση χρόνιων προβλημάτων, υπονοώντας ευθέως τον ευρύτερο θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρήθηκε να διαχωριστεί τεχνηέντως το ενεργειακό σχέδιο από τις εθνικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά το γεγονός ότι το έργο είχε εξ αρχής ισχυρό γεωπολιτικό αποτύπωμα.

Ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, μιλώντας δημόσια, δεν προσέθεσε κανένα ουσιαστικό νέο στοιχείο πέρα από όσα είχαν ήδη διαρρεύσει από το κυβερνητικό περιβάλλον. Απέφυγε να δεσμευτεί σε οποιοδήποτε χρονοδιάγραμμα ή συγκεκριμένη ενέργεια, περιοριζόμενος σε γενικές και ασαφείς αναφορές, γεγονός που ενίσχυσε την αίσθηση στασιμότητας και αβεβαιότητας για την τύχη του έργου.

Η απόφαση για το «πάγωμα» του συγκεκριμένου καλωδίου δεν είναι μεμονωμένη, αλλά προοιωνίζεται και την αναβολή άλλων δύο έργων ηλεκτρικής διασύνδεσης, τα οποία μάλιστα βρίσκονται εξολοκλήρου εντός της ελληνικής επικράτειας. Η αναδίπλωση αυτή εκλαμβάνεται από πολλούς ως ένδειξη μιας γενικευμένης υποχώρησης, που θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο την ενεργειακή στρατηγική της χώρας αλλά και την αποφασιστικότητά της να υπερασπιστεί εμπράκτως την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Διπλωματικές πηγές επισημαίνουν ότι η στάση που τηρούν ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε σχέση με την αναστολή της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, δεν περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο έργο. Αντιθέτως, δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο, παρέχοντας στην Τουρκία το άτυπο αλλά ουσιαστικό «δικαίωμα» να αξιώνει ότι κανένα ανάλογο έργο δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη δική της συναίνεση. Η ανησυχία εστιάζεται πλέον και σε άλλα ενεργειακά έργα στρατηγικής σημασίας, όπως η διπλή διασύνδεση των Δωδεκανήσων και του βορειοανατολικού Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα.

Ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις, παρουσιάζοντας ένα φιλόδοξο σχέδιο για την πόντιση καλωδίων που θα διασυνδέουν ενεργειακά τα νησιά του Αιγαίου με την ηπειρωτική Ελλάδα και μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα έργο με πολυδιάστατη σημασία: εθνική, καθώς ενισχύει την κυριαρχική παρουσία της χώρας σε ευαίσθητες γεωγραφικά περιοχές· οικονομική, αφού μειώνει το ενεργειακό κόστος για τα νησιά και ενισχύει την τοπική ανάπτυξη· κοινωνική, καθώς βελτιώνει τις υποδομές ζωής των νησιωτών· και ενεργειακή, δεδομένου ότι εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό για πράσινη μετάβαση και ασφάλεια του εθνικού δικτύου. Το συγκεκριμένο δίκτυο απλώνεται από τη Θράκη μέχρι τη Ρόδο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, αποτελώντας μια πραγματική ενεργειακή ασπίδα που ενισχύει τη στρατηγική παρουσία της Ελλάδας στα ανατολικά της σύνορα, από τον Βορρά έως τον Νότο.

Ωστόσο, υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων και της υποχωρητικότητας που επιδεικνύει η κυβέρνηση, το έργο αυτό φαίνεται να «βραχυκυκλώνει» πολιτικά. Η συνεχής απειλή από τουρκικής πλευράς, με την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος – ακόμη και με την παρουσία πολεμικών πλοίων στην ευρύτερη περιοχή της Κάσου – και η απουσία σταθερής και αποφασιστικής απάντησης από την Αθήνα, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να προχωρήσει απρόσκοπτα στις επόμενες φάσεις του σχεδίου. Η σιωπηρή υποχώρηση έναντι των απειλών, όπως ερμηνεύεται από αρκετούς αναλυτές, συνιστά μια κίνηση που ενδέχεται να αποθρασύνει περαιτέρω την τουρκική πλευρά, η οποία ενδέχεται να επεκτείνει τις αξιώσεις της και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου.

Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, εγείρει σοβαρές επιφυλάξεις για την ανθεκτικότητα της εθνικής στρατηγικής στον τομέα της ενέργειας και της γεωπολιτικής παρουσίας. Εάν η Ελλάδα, υπό τον φόβο πρόκλησης έντασης, εγκαταλείψει ή καθυστερήσει την υλοποίηση ενεργειακών έργων στρατηγικής σημασίας εντός της επικράτειάς της, ανοίγει την πόρτα για περαιτέρω υπονομεύσεις της εθνικής της κυριαρχίας και για την εγκαθίδρυση μιας de facto τουρκικής επιρροής σε περιοχές που ανήκουν αναμφίβολα στη δική της αρμοδιότητα.