Ο Βουλευτής Α’ Ανατολικής Αττικής με τη ΝΙΚΗ, Τάσος Οικονομόπουλος, τοποθετήθηκε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τα στρατιωτικά νοσοκομεία και τις σχετικές ρυθμίσεις, εκφράζοντας έντονες επιφυλάξεις για την εφαρμοσιμότητα και τη σκοπιμότητα πολλών διατάξεων.
Τόνισε ότι, παρότι αρκετές ρυθμίσεις είναι θετικές σε επίπεδο διατύπωσης, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστες λόγω της χρόνιας υποστελέχωσης και της απουσίας πόρων. Κατηγόρησε την κυβέρνηση για εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα και για τη μετατροπή των στρατιωτικών νοσοκομείων σε μονάδες με ιδιωτικοοικονομική λειτουργία.
Εξέφρασε επίσης έντονη αντίθεση στη διάταξη για μετακίνηση στρατιωτικών γιατρών στο ΕΣΥ και υπογράμμισε ότι η υποστελέχωση δεν επιλύεται με ημίμετρα και επιφανειακές αλλαγές. Αναφέρθηκε σε ασαφείς και ατεκμηρίωτες προβλέψεις, ενώ επέκρινε τη συστηματική πρακτική ρύθμισης σημαντικών ζητημάτων μέσω υπουργικών αποφάσεων αντί νόμων, γεγονός που –όπως είπε– οδηγεί σε αυθαιρεσία και υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο θέμα της αντικατάστασης στρατιωτικών ταυτοτήτων και στις ανησυχίες για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων, καθώς και στην έλλειψη διαφάνειας γύρω από τον θεσμό του προσωπικού αριθμού.
Ολοκληρώνοντας, κάλεσε την κυβέρνηση να σταματήσει την πρακτική της πρόχειρης και αδιαφανούς νομοθέτησης, που –όπως είπε– υπονομεύει τη συνταγματική τάξη και επιβαρύνει τους πολίτες.
Η ομιλία του κ. Οικονομόπουλου
Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Από τη συζήτηση που προηγήθηκε, διαπιστώσαμε ότι μεγάλο μέρος των ανησυχιών της αντιπολίτευσης είναι βάσιμες. Για να προχωρήσει ουσιαστικά η συζήτηση κατ’ άρθρον, οφείλουμε να εστιάσουμε στα σημεία όπου υπάρχει διαφωνία ή διαφορετική προσέγγιση από πλευράς της κοινωνίας.
Οι συλλογικοί φορείς των στρατιωτικών έχουν καταθέσει αξιόλογες εναλλακτικές προτάσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι αποδεκτές από εμάς. Δεν διαφωνούμε με τη διατύπωση των σκοπών και αντικειμένων του νομοσχεδίου, όπως αυτά παρουσιάζονται στα άρθρα 1 και 2. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή τους παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα.
Ενδεικτικά, το άρθρο 3, που αφορά την επέκταση της λειτουργίας των στρατιωτικών φαρμακείων και νοσοκομείων για κατ’ οίκον διανομή, τίθεται εν αμφιβόλω, εφόσον δεν προβλέπεται η ενίσχυση του προσωπικού. Αντιπροτείνεται η λειτουργία εντός στρατιωτικών μονάδων, αν και αυτό δεν επιλύει συνολικά το ζήτημα.
Ομοίως, το άρθρο 4 για τη λειτουργία των στρατιωτικών νοσοκομείων πέραν του κανονικού ωραρίου εγείρει ερωτήματα. Ο φερόμενος «εξορθολογισμός» δαπανών (άρθρο 5) μάλλον καταλήγει σε επιβάρυνση των ασθενών, αντί για ενίσχυση της δημόσιας παροχής.
Η επίκληση της οικονομικής αυτοτέλειας των στρατιωτικών νοσοκομείων (άρθρο 6, παρ. 1δ) οδηγεί σε λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αντί για πραγματική στήριξη, ενδέχεται να επιβληθεί συμμετοχή των ασθενών και εισφορές για τρίτους. Η εξόφληση των συσσωρευμένων οφειλών προς τα στρατιωτικά νοσοκομεία, χωρίς διαγραφές, θα ήταν μια ελάχιστη κίνηση αξιοπρέπειας από πλευράς Πολιτείας, αλλά δεν προβλέπεται στο νομοσχέδιο.
Η απόσπαση στρατιωτικών ιατρών για κάλυψη αναγκών του ΕΣΥ (άρθρο 8) συναντά την κάθετη αντίθεση όλων των σχετικών φορέων – θέση με την οποία συμφωνούμε. Η διάταξη αυτή πρέπει να αποσυρθεί, διότι μεταφέρει το πρόβλημα του ΕΣΥ στον στρατό.
Το άρθρο 9 είναι ασαφές και χωρίς στοχοθεσία, καθιστώντας την αξιολόγηση αδύνατη. Τα άρθρα 10 έως 12 προβλέπουν θετικές ενέργειες, όπως η ίδρυση του Κέντρου Εκπαίδευσης Πολεμικού Τραύματος, ωστόσο δεν επιλύουν τη χρόνια υποστελέχωση.
Τα άρθρα 13 έως 17 εισάγουν σημαντικές αλλά καθαρά διαδικαστικές ρυθμίσεις, χωρίς ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα της υποστελέχωσης. Το ίδιο ισχύει και για τα άρθρα 18 έως 33, τα οποία είτε προσφέρουν ορισμένες παροχές (όπως η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού επαγγέλματος), είτε διευκολύνσεις στις μεταθέσεις και στην απόκτηση ειδικών προσόντων.
Η πρόβλεψη για συνέχιση σπουδών στο ΕΚΠΑ σε περίπτωση απόρριψης για λόγους υγείας από στρατιωτικές σχολές (άρθρο 28) αποκαθιστά μια αδικία. Η ενίσχυση των βρεφονηπιακών σταθμών είναι καλοδεχούμενη, αλλά παραμένει επιφανειακή αν δεν λυθεί το πρόβλημα των υποχρεωτικών μεταθέσεων και της έλλειψης προσωπικού.
Τα άρθρα 34 έως 40, που αφορούν την περίθαλψη των στρατιωτικών, απογοητεύουν. Η περίθαλψη θα έπρεπε να είναι καθολικά δωρεάν, ιδίως για σπάνιες παθήσεις.
Τα άρθρα 41 έως 43, τα οποία ρυθμίζουν διαδικαστικά ζητήματα πληρωμών, δεν θα έπρεπε καν να απαιτούν νομοθετική πρόβλεψη – ιδίως σε μια ψηφιακά λειτουργούσα Πολιτεία.
Το δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου (άρθρα 44 έως 61) περιλαμβάνει αναγκαίες ή και αυτονόητες ρυθμίσεις. Στο τρίτο μέρος, όμως, εντοπίζονται σοβαρές ενστάσεις. Ενδεικτικά, τα άρθρα 62 και 63 προβλέπουν τη σύσταση νέου σώματος καθηγητών ΔΕΠ στις ΑΣΕΗ με ειδικά προνόμια και ελλιπή λογοδοσία – κάτι που προκαλεί αντιδράσεις και από ακαδημαϊκούς και από τους ίδιους τους φορείς των ΑΣΕΗ.
Η δημιουργία πολυτηρίου στο Πολεμικό Μουσείο (άρθρα 68 και 69), αν δεν διευκρινιστεί ο ρόλος του και η συνάφειά του με την αποστολή του Μουσείου, μπορεί να εκτραπεί σε εμπορική εκμετάλλευση.
Η διοίκηση από εν ενεργεία αξιωματικούς μπορεί να αποδυναμώσει κρίσιμες υπηρεσίες, σε μια περίοδο που το πρόβλημα της υποστελέχωσης είναι έντονο. Ο ηλικιακός περιορισμός στα 25 έτη για είσοδο δημιουργεί αντικίνητρα, ενώ ζητήματα όπως η παραμονή για πολλά έτη στον βαθμό του αρχιλοχία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με θεσμικές λύσεις, όπως η προαγωγή στον βαθμό του ανθυπασπιστή.
Ένα επιπλέον ζήτημα που θίγεται στο άρθρο 74 αφορά τις ταυτότητες στρατιωτικών. Ενώ επιτεύχθηκε η ομοιομορφία στα δελτία, δημιουργούνται ερωτήματα για την επιστροφή των παλαιών δελτίων και την πιθανή πρόωρη υποχρεωτική προμήθεια νέων. Τίθεται, επίσης, το ερώτημα αν όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί προοίμιο μαζικής αντικατάστασης δελτίων – ενδεχομένως και για λόγους ψηφιακής ταυτοποίησης. Έχουμε ήδη καταθέσει πρόταση για την προαιρετικότητα του προσωπικού αριθμού.
Τέλος, επιτρέψτε μου να επισημάνω κάτι ουσιώδες: Εδώ και χρόνια παρατηρείται η πρακτική να αφήνονται κρίσιμα ζητήματα να ρυθμίζονται όχι με νόμο ή προεδρικό διάταγμα, αλλά με υπουργικές αποφάσεις. Αυτή η τακτική δημιουργεί θεσμικά ελλείμματα και ακυρώνει τη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στη Βουλή και στα ανώτατα δικαστήρια.
Η συνεχής μεταβολή της νομοθεσίας, η υποκατάσταση του νομοθέτη από υπουργικά επιτελεία και μετακλητούς και η μορφολογική αλλά όχι ουσιαστική βελτίωση της νομοθετικής παραγωγής είναι φαινόμενα που πρέπει να σταματήσουν.
Σε ένα κράτος δικαίου, η νομοθεσία δεν πρέπει να αλλάζει ούτε συχνά, ούτε αυθαίρετα, ούτε να αποτελεί προϊόν αποφάσεων μονοπρόσωπων οργάνων. Το είδαμε ξανά και ξανά – ακόμα και σε νόμους που ψηφίστηκαν πριν από μόλις έναν χρόνο.
Ζητούμε να υπάρξει τέλος σε αυτή την πρακτική.
Σας ευχαριστώ πολύ.