Η ένταση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν συνεχώς εντείνεται, με τους δύο γείτονες να βρίσκονται σε έναν επικίνδυνο τροχό σύγκρουσης, ο οποίος απειλεί να εξελιχθεί σε καταστροφικό πόλεμο με πυρηνικές διαστάσεις. Οι εχθρότητες μεταξύ των δύο αυτών κρατών, τα οποία μοιράζονται κοινή ιστορία και πολιτισμική κληρονομιά, είναι βαθιά ριζωμένες και συνδέονται με τη γεωπολιτική κληρονομιά της αποικιοκρατίας, τη θρησκευτική και εθνοτική διαφοροποίηση, και τη διαρκή σύγκρουση για την περιοχή του Κασμίρ.
Η εχθρότητα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν ξεκίνησε πολύ πριν από την ανεξαρτησία των δύο χωρών από τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1947. Η αποχώρηση των Βρετανών από την Ινδία, μετά από εκατοντάδες χρόνια αποικιοκρατίας, άφησε πίσω της μια διαλυμένη κοινωνία, διαιρεμένη και σε μεγάλο βαθμό διχασμένη μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων. Οι Μουσουλμάνοι στην Ινδία φοβούνταν ότι ως μειονότητα, θα υφίσταντο καταπίεση και εξοστρακισμό από την ινδουιστική πλειοψηφία. Αυτός ο φόβος, ενισχυμένος από τη βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», οδήγησε στην απαίτηση για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού μουσουλμανικού κράτους, του Πακιστάν.
Η δημιουργία του Πακιστάν το 1947, με βάση τη θρησκευτική διαίρεση, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της ανησυχίας, ενώ η Ινδία, ως κράτος ινδουιστικής πλειοψηφίας, έμεινε πίσω. Η διαδικασία του διαχωρισμού δεν ήταν απλή και συνοδεύτηκε από εκτεταμένες βίαιες συγκρούσεις, βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Το γεγονός ότι οι δύο χώρες μοιράζονται κοινούς πολιτιστικούς και γλωσσικούς δεσμούς, χωρίς ωστόσο να μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά, έφερε μια διαρκή ένταση που παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.
Η αποικιοκρατική παρέμβαση της Βρετανίας στη Νοτιοανατολική Ασία ήταν καταλυτική για τη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτικού τοπίου στην περιοχή. Η αποικιακή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» εξασφάλισε ότι οι κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές στη Νότια Ασία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος της βρετανικής κυριαρχίας, αλλά άφησε πίσω της έναν κόσμο κατακερματισμένο και διχασμένο. Η δημιουργία του Πακιστάν, χωρισμένο σε δύο μέρη, το Δυτικό Πακιστάν και το Ανατολικό Πακιστάν (που τελικά έγινε Μπαγκλαντές το 1971), είναι ενδεικτική της διαλυτικής κληρονομιάς της αποικιοκρατίας.
Ακόμα και μετά την αποχώρηση των Βρετανών, οι πολιτικές και θρησκευτικές εντάσεις συνεχίζουν να σπέρνουν το μίσος και την αλληλοεκδίκηση, με το Πακιστάν και την Ινδία να βλέπουν η μία την άλλη ως υπαρξιακή απειλή. Ο εθνικισμός που καλλιεργήθηκε στις δύο χώρες τους καθιστά αμείλικτους αντιπάλους, οι οποίοι θεωρούν ο ένας τον άλλον υπεύθυνο για την ιστορική τους δυστυχία.
Η περιοχή του Κασμίρ, αν και συχνά αναφέρεται ως το επίκεντρο της σύγκρουσης Ινδίας-Πακιστάν, είναι στην πραγματικότητα μόνο το σύμπτωμα μιας πολύ βαθύτερης και πιο περίπλοκης πολιτικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας. Το 1947, το Κασμίρ, με μουσουλμανική πλειοψηφία αλλά Ινδουιστή μαχαραγιά, προσχώρησε στην Ινδία, γεγονός που προκάλεσε τον πρώτο Ινδο-Πακιστανικό πόλεμο. Από τότε, η περιοχή υπήρξε πεδίο συνεχών συγκρούσεων, με τις δύο χώρες να διεκδικούν τον πλήρη έλεγχό της. Σήμερα, το Κασμίρ παραμένει διαιρεμένο: η Ινδία ελέγχει το Jammu και Κασμίρ, ενώ το Πακιστάν ελέγχει περιοχές όπως το Azad Kashmir και το Gilgit-Baltistan.
Η διένεξη αυτή, αν και έχει οδηγήσει σε πολεμικές συρράξεις, δεν είναι ο μόνος λόγος πίσω από την ένταση. Η καχυποψία για τις μειονότητες και η ρητορική μίσους που καλλιεργούν οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές ενισχύει τη σύγκρουση, καθιστώντας το Κασμίρ το πεδίο, αλλά όχι την αιτία της αντιπαλότητας.
Η πολιτική στρατιωτικοποίησης και στις δύο χώρες έχει ενισχύσει τη σύγκρουση. Το Πακιστάν έχει μακρά ιστορία στρατιωτικών δικτατοριών, με τον στρατό να υπονομεύει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και την εξουσία να συγκεντρώνεται στα χέρια των στρατηγών. Από την άλλη, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Narendra Modi και το κόμμα του, BJP, κατηγορούνται για την ενίσχυση της αντιμουσουλμανικής πολιτικής, με πολλούς να θεωρούν τις κυβερνητικές τους δράσεις ως καταπάτηση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ινδίας. Οι συγκρούσεις αυτές και οι ρατσιστικές αντιπαραθέσεις ενισχύουν το μίσος και την αποστροφή που τρέφει η μία πλευρά για την άλλη.
Πλέον, και οι δύο χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα, γεγονός που καθιστά τη σύγκρουση ακόμα πιο επικίνδυνη. Η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων αλλάζει δραματικά τις στρατηγικές εκτιμήσεις και τα όρια των πολεμικών ενεργειών, καθιστώντας τη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών όχι μόνο τοπικό, αλλά και παγκόσμιο ζήτημα.
Το 2019, μια κρίση στο Κασμίρ και η ανταλλαγή αεροπορικών πληγμάτων πυροδότησαν την πιο επικίνδυνη ένταση των τελευταίων ετών, με την πρώτη κατάρριψη μαχητικού αεροσκάφους από δεκαετίες. Ωστόσο, το 2025, το γεωπολιτικό τοπίο είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, με προηγμένες στρατιωτικές τεχνολογίες, μικρότερα παράθυρα για αποκλιμάκωση και πολύ λιγότερους μηχανισμούς αποτροπής. Ενώ η πυρηνική αποτροπή έχει θεωρητικά καταστεί ένα εργαλείο σταθερότητας, η πολιτική πίεση και η αίσθηση της ανάγκης για εκδίκηση κάνουν τις διακρατικές σχέσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν εξαιρετικά εύθραυστες.
Η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών επικοινωνίας και διπλωματικής διαχείρισης μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων σημαίνει ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή και τον κόσμο. Οι στρατιωτικές αντιδράσεις γίνονται πιο άμεσες, ενώ το παράθυρο για ειρηνική διευθέτηση στενεύει.
Η Ινδία και το Πακιστάν βρίσκονται σε μια επικίνδυνη ισορροπία τρόμου, με ελάχιστους διαύλους επικοινωνίας και ακόμη λιγότερη εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Η πιθανότητα μιας πυρηνικής σύγκρουσης δεν είναι απλώς θεωρητική, ειδικά με τη συνεχιζόμενη πολιτική πίεση και την ανησυχία για εκδίκηση. Ο χρόνος για την αποκλιμάκωση της κρίσης είναι εξαιρετικά περιορισμένος, και η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις. Χωρίς εξωτερική παρέμβαση, η επόμενη σύγκρουση είναι απλώς θέμα χρόνου – το μόνο ερώτημα είναι το πόσο καταστροφική θα είναι.
Στρατιωτικές ασκήσεις και κίνδυνος για δεύτερη φάση
Η ένταση στην περιοχή του Κασμίρ έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της, με την Ινδία να προχωρά στην πρώτη μεγάλη άσκηση πολιτικής άμυνας, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί αύριο, 7 Μαΐου. Η άσκηση, η μεγαλύτερη από το 1971, όταν Ινδία και Πακιστάν βρέθηκαν σε πόλεμο που οδήγησε στη δημιουργία του Μπαγκλαντές, έρχεται σε μια στιγμή μεγάλης πολιτικής και στρατιωτικής έντασης. Αυτή η άσκηση προκαλεί ανησυχία τόσο στην περιοχή όσο και στη διεθνή κοινότητα, με τη φοβία ότι μπορεί να οδηγήσει σε νέες στρατιωτικές κλιμακώσεις.
Η επίθεση στο Κασμίρ, η οποία κόστισε τη ζωή σε 26 ανθρώπους στις 22 Απριλίου, έχει πυροδοτήσει νέες εντάσεις και κατηγορίες από την Ινδία προς το Πακιστάν, το οποίο κατηγορεί για υποστήριξη στους τρομοκράτες. Παρόλο που το Πακιστάν αρνείται τις κατηγορίες, η Ινδία έχει προχωρήσει σε σφοδρές αντιδράσεις, ακόμη και κλείνοντας το κεντρικό φράγμα του ποταμού Ινδού, διακόπτοντας τη ροή του νερού προς το Πακιστάν. Η απόφαση αυτή αναδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης και την πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης.
Η άσκηση πολιτικής άμυνας στην Ινδία είναι σε πλήρη εξέλιξη, με σειρήνες προειδοποίησης αεροπορικών επιδρομών, εκκενώσεις σπιτιών και δημοσίων κτιρίων, ενώ οι πολίτες εκπαιδεύονται για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Σύμφωνα με αξιωματούχους της Ινδίας, οι ασκήσεις αποσκοπούν στη διασφάλιση της πολιτικής ετοιμότητας και στη βελτίωση των διαδικασιών αντιμετώπισης κρίσεων. Ωστόσο, η χρονική συγκυρία της άσκησης σε συνδυασμό με την τρομοκρατική επίθεση στο Κασμίρ έχει προκαλέσει ανησυχία ότι αυτή η άσκηση ενδέχεται να αποτελέσει πρόβα για πιθανή στρατιωτική κλιμάκωση με το Πακιστάν.
Η σύγκριση με το 1971, όταν η Ινδία και το Πακιστάν πολέμησαν για την ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές, φέρνει στην επιφάνεια την ανησυχία για την πιθανότητα ενός νέου μεγάλου πολέμου στην περιοχή. Ορισμένοι ειδικοί τονίζουν ότι, με τις στρατιωτικές δυνατότητες των δύο χωρών να έχουν αναβαθμιστεί από το 2019, η οποιαδήποτε στρατιωτική κίνηση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, ακόμη και να εξελιχθεί σε πυρηνική σύγκρουση.
Αν και το Πακιστάν έχει αρνηθεί οποιαδήποτε εμπλοκή στην τρομοκρατική επίθεση στο Κασμίρ, το Ισλαμαμπάντ παραμένει σε εγρήγορση. Μόλις δύο ημέρες μετά την επίθεση, το Πακιστάν πραγματοποίησε τη δεύτερη πυραυλική δοκιμή του σε τρεις ημέρες, με τον πύραυλο Fateh να έχει βεληνεκές 120 χλμ. Η έντονη στρατιωτική δραστηριότητα από πλευράς Πακιστάν εντείνει την ανησυχία για μια πιθανή νέα στρατιωτική σύγκρουση στην περιοχή.
Ο ΟΗΕ, ανησυχώντας για την αύξηση των εντάσεων, έχει καλέσει σε αυτοσυγκράτηση από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη στρατιωτική κλιμάκωση, οι πυραυλικές δοκιμές και η στρατιωτική προετοιμασία δείχνουν ότι η κατάσταση μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη από ποτέ.
Η ιστορία της σύγκρουσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι γεμάτη από συγκρούσεις και αψιμαχίες. Ο πρώτος Ινδο-Πακιστανικός πόλεμος το 1965, γνωστός και ως Β’ Πόλεμος του Κασμίρ, έλαβε χώρα όταν το Πακιστάν επιχείρησε να διεισδύσει στην περιοχή του Κασμίρ, προκαλώντας σφοδρές μάχες με την Ινδία. Η παρέμβαση του ΟΗΕ και η Διακήρυξη της Τασκένδης τερμάτισαν τον πόλεμο, αλλά οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών παρέμειναν.
Το 2019, οι εντάσεις αναζωπυρώθηκαν με μια περιορισμένη σύγκρουση και αεροπορικές επιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η σύγκρουση αυτή ήταν η πιο σοβαρή από την εποχή του 1971, και η αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων, ιδιαίτερα με πυρηνικά όπλα, αυξάνει τον κίνδυνο για μια πλήρη στρατιωτική σύγκρουση, η οποία αυτή τη φορά μπορεί να έχει πυρηνικές διαστάσεις.
Η κατάσταση στην περιοχή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, με τις στρατιωτικές ασκήσεις στην Ινδία να έρχονται σε μια στιγμή αυξημένης έντασης λόγω της τρομοκρατικής επίθεσης στο Κασμίρ. Η απόφαση της Ινδίας να προχωρήσει σε στρατιωτική προετοιμασία και να κλείσει το φράγμα του ποταμού Ινδού ενισχύει την αίσθηση ότι η περιοχή κινδυνεύει να εισέλθει σε μια νέα φάση πολέμου.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία την εξέλιξη των γεγονότων, καθώς η πιθανότητα κλιμάκωσης μεταξύ των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων κρατών είναι εξαιρετικά υψηλή. Εάν οι εντάσεις συνεχιστούν, η περιοχή του Κασμίρ και η Ινδο-Πακιστανική σύγκρουση ενδέχεται να αποτελέσουν το επίκεντρο μιας παγκόσμιας κρίσης, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την παγκόσμια ασφάλεια.