24 Μαΐου, 2025
Διεθνή

Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπέρασαν τα 2,7 τρισ. δολάρια

Το ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ που διατίθεται για στρατιωτικές δαπάνες ανήλθε σε 2,5%

Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες ανήλθαν το 2024 στα 2,178 τρισ. δολάρια, συνεχίζοντας την ανοδική της πορεία για δέκατη συνεχή χρονιά, σύμφωνα με ανακοίνωση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Stockholm International Peace Research Institute-SIPRI) στις 28 Απριλίου.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η δαπάνη αυξήθηκε κατά 9,4% σε πραγματικούς όρους σε σχέση με το 2023, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Οι 15 χώρες με τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες αύξησαν τις αμυντικές τους προϋπολογισμούς, ενώ το ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ που διατίθεται για στρατιωτικές δαπάνες ανήλθε σε 2,5%.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν 997 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 5,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με το SIPRI, σημαντικό μέρος του αμερικανικού προϋπολογισμού για το 2024 αφορούσε στον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων και του πυρηνικού οπλοστασίου, με στόχο τη διατήρηση στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι της Ρωσίας και της Κίνας.

Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 66% των συνολικών δαπανών του ΝΑΤΟ, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη δαπάνησαν 454 δισ. δολάρια, ποσοστό 30% του συνόλου της Συμμαχίας. Από τις 32 χώρες του ΝΑΤΟ, μόνο οι 18 κάλυψαν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για άμυνα, στόχο που έχει τεθεί από το 2014.

Η παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ζητήσει από τους συμμάχους να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις δαπάνες τους. Κατά την ομιλία του στις 23 Ιανουαρίου στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε από όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ. Είπε πως αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια, καθώς το όριο ήταν μόλις στο 2%, το οποίο οι περισσότερες χώρες δεν τηρούσαν μέχρι που, όπως ανέφερε, ανέλαβε ο ίδιος και απαίτησε την εφαρμογή του.

Την ίδια ημέρα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, δήλωσε πως ο Τραμπ είχε δίκιο να ζητά την αύξηση του στόχου στο 5%.

Όσον αφορά την Ευρώπη, το SIPRI αναφέρει ότι οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 17% το 2024, φθάνοντας τα 693 δισ. δολάρια. Το Ινστιτούτο προσδιόρισε την Ευρώπη ως τον κύριο συντελεστή της παγκόσμιας αύξησης.

Σύμφωνα με τον Λορέντσο Σκαρατσάτο, ερευνητή του SIPRI, για πρώτη φορά από την ενοποίηση της Γερμανίας, η χώρα αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανητής στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που αποδίδεται στο ειδικό ταμείο άμυνας ύψους 100 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε το 2022. Ο ίδιος εκτίμησε ότι οι πρόσφατες πολιτικές στη Γερμανία και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη υποδεικνύουν την έναρξη μιας περιόδου αυξημένων και διαρκώς ενισχυόμενων στρατιωτικών δαπανών.

Οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας

Η Κίνα, σύμφωνα με το SIPRI, αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 7%, φθάνοντας κατ’ εκτίμηση τα 314 δισ. δολάρια, παραμένοντας στη δεύτερη θέση στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως.

Η χώρα αντιπροσωπεύει το 50% των στρατιωτικών δαπανών στην Ασία και την Ωκεανία, επενδύοντας στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, καθώς και στην ενίσχυση του κυβερνοπολέμου και του πυρηνικού οπλοστασίου της.

Αύξηση παρουσίασαν και οι στρατιωτικές δαπάνες άλλων χωρών της περιοχής. Η Ιαπωνία κατέγραψε αύξηση 21%, τη μεγαλύτερη από το 1952. Η Ταϊβάν ενίσχυσε τον προϋπολογισμό της κατά 1,8% και η Ινδία κατά 1,6%.

Ο διευθυντής του προγράμματος στρατιωτικών δαπανών του SIPRI, Ναν Τιάν, σχολίασε ότι οι μεγάλες δυνάμεις της Ασίας-Ειρηνικού επενδύουν ολοένα και περισσότερους πόρους σε προηγμένα στρατιωτικά μέσα. Όπως ανέφερε, ταυτόχρονα με τις άλυτες διαφορές και την αυξανόμενη ένταση στην περιοχή, αυτές οι επενδύσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών.

Η Κίνα συνεχίζει να αυξάνει σημαντικά τις στρατιωτικές της δαπάνες και το 2025. Σχέδιο προϋπολογισμού που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο στις 5 Μαρτίου προβλέπει αύξηση 7,2% στις αμυντικές δαπάνες, ποσοστό μεγαλύτερο από τον στόχο 5% για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Σε άρθρο του στις 18 Μαρτίου, ο οικονομολόγος Αντόνιο Γκρατσέφο υποστήριξε ότι, αν και οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας εμφανίζονται μικρότερες από αυτές των ΗΠΑ, η εικόνα αλλάζει όταν συνυπολογιστεί η αγοραστική δύναμη των δύο οικονομιών. Επικαλέστηκε τη μεγάλη διαφορά στους μισθούς, εξηγώντας πως για κάθε έναν εργαζόμενο που μπορεί να προσλάβει ο αμερικανικός στρατός, ο κινεζικός μπορεί να προσλάβει επτά, καθιστώντας τις κινεζικές δαπάνες πιο αποδοτικές.

Παρ’ όλα αυτά, επεσήμανε ότι το Πεκίνο αντιμετωπίζει σημαντικά κόστη, κυρίως για την εισαγωγή τεχνολογίας, εξαρτημάτων και πρώτων υλών που πρέπει να πληρωθούν σε δολάρια, γεγονός που καθιστά αυτά τα αγαθά ακριβότερα για την Κίνα απ’ ό,τι για τις Ηνωμένες Πολιτείες.