30 Απριλίου, 2025
Περιβάλλον

Οι ναυτιλιακές εταιρείες θα πληρώνουν τέλος για κάθε τόνο αερίων θερμοκηπίου που παράγουν

Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), οι ναυτιλιακές εταιρείες θα κληθούν να καταβάλλουν ένα τέλος για κάθε τόνο αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπουν, ως μέρος μιας παγκόσμιας προσπάθειας περιορισμού των εκπομπών άνθρακα στον κλάδο των θαλάσσιων μεταφορών. Η απόφαση αυτή ελήφθη στις 11 Απριλίου στην έδρα του οργανισμού στο Λονδίνο και προβλέπει τη θέσπιση ενός πλαισίου κανόνων που συνδυάζουν υποχρεωτικά όρια εκπομπών και τιμολόγηση των εκπομπών CO₂ – γεγονός που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία για ολόκληρο κλάδο βιομηχανίας.

Το νέο αυτό καθεστώς, το οποίο πρόκειται να εγκριθεί επίσημα τον Οκτώβριο του 2025 και να τεθεί σε ισχύ το 2027, θα εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε πλοία άνω των 5.000 τόνων ολικής χωρητικότητας. Από το 2028, τα πλοία που ξεπερνούν συγκεκριμένα όρια εκπομπών θα υπόκεινται σε χρηματικές κυρώσεις: 380 δολάρια ανά μετρικό τόνο για κάθε επιπλέον τόνο ισοδύναμου CO₂ πάνω από το βασικό όριο και επιπλέον 100 δολάρια ανά τόνο για εκπομπές πέρα από ένα πιο αυστηρό κατώτατο όριο. Αντιθέτως, πλοία χαμηλών εκπομπών που συμμορφώνονται με τα καθορισμένα κριτήρια, θα επωφελούνται από μειωμένο κόστος συμμόρφωσης και άλλα οικονομικά κίνητρα, ενισχύοντας έτσι τη μετάβαση προς πιο καθαρές μορφές ενέργειας.

Ο Γενικός Γραμματέας του IMO, Αρσένιο Ντομίνγκες, χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ως σημαντικό βήμα για την παγκόσμια προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και για τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλιακής βιομηχανίας. Την ίδια στιγμή, το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο (ICS), που εκπροσωπεί περίπου το 80% της παγκόσμιας εμπορικής χωρητικότητας, υποστήριξε την πρωτοβουλία και δήλωσε ότι από το 2021 έχει εκφράσει τη στήριξή του σε μια παγκόσμια προσέγγιση τιμολόγησης του άνθρακα. Ο γενικός γραμματέας του ICS, Guy Platten, τόνισε ότι η ναυτιλία βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα στο πλαίσιο της παγκόσμιας μάχης κατά της κλιματικής κρίσης.

Σήμερα, περίπου το 75% των πλοίων παγκοσμίως χρησιμοποιούν ως κύριο καύσιμο το βαρύ μαζούτ, ένα φτηνό αλλά έντονα ρυπογόνο καύσιμο. Ως εναλλακτική λύση, συζητείται η χρήση βιοκαυσίμων, όπως το μεθάνιο, η μεθανόλη και ειδικά επεξεργασμένα καύσιμα χαμηλότερων εκπομπών, τα οποία παρουσιάζονται ως μια πιο “πράσινη” μετάβαση. Ωστόσο, οι επιλογές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα.

Η οργάνωση Transport & Environment (T&E) προειδοποιεί ότι η προώθηση των βιοκαυσίμων πρώτης γενιάς, όπως το φοινικέλαιο και το σογιέλαιο, μπορεί να έχει σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες, όπως η αποψίλωση τροπικών δασών. Η T&E υποστηρίζει ότι, ελλείψει αυστηρών κριτηρίων βιωσιμότητας, τα φθηνά αυτά καύσιμα θα προτιμηθούν από τις ναυτιλιακές εταιρείες για να επιτύχουν συμμόρφωση με τους νέους κανονισμούς του IMO.

Εκτιμάται ότι οι νέοι κανονισμοί θα μπορούσαν να αποφέρουν έως και 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2035. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη που αναφέρεται από την T&E, για να καλυφθεί η αναμενόμενη ζήτηση βιοκαυσίμων από τον ναυτιλιακό τομέα θα χρειαστεί γεωργική γη συνολικής έκτασης περίπου 35 εκατομμυρίων εκταρίων μέχρι το 2030 – έκταση αντίστοιχη με αυτήν της Γερμανίας. Παρόλο που πολλοί στον κλάδο υποστηρίζουν ότι θα χρησιμοποιήσουν υπολειμματικά βιοκαύσιμα –όπως χρησιμοποιημένα έλαια, ζωικά λίπη ή γεωργικά κατάλοιπα– η T&E σημειώνει ότι αυτά τα απόβλητα δεν επαρκούν για να καλύψουν τη μελλοντική ζήτηση, καθώς είναι περιορισμένα σε διαθεσιμότητα.

Η συμφωνία έλαβε τη στήριξη 63 κρατών, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να μην συμμετάσχουν στις συνομιλίες. Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε πριν από τη συνάντηση ότι η Ουάσιγκτον δεν θα συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις εντός του IMO, καθώς αποτελεί πάγια πολιτική της κυβέρνησης να δίνει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα κατά την ανάπτυξη ή έγκριση οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας.

Πέρυσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, είχε ανακοινώσει την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ενώ είχε δώσει εντολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να επανεξετάσει ενεργειακούς κανόνες και κανονισμούς σε επίπεδο πολιτείας, ώστε να μπορούν να αμφισβητούνται όσοι θεωρούνται υπερβολικοί και περιοριστικοί για την ανάπτυξη των ενεργειακών τομέων των ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών καυσίμων, των πυρηνικών, των βιοκαυσίμων και της υδροηλεκτρικής ενέργειας.