30 Απριλίου, 2025
Περιβάλλον

Οι μηδενικές εκπομπές ρύπων έρχονται πλέον δεύτερες στην ατζέντα των προτεραιοτήτων

Emissions billows from an industrial sector housing steel companies in Hamilton, Ontario, Canada, March 13, 2025. REUTERS/Carlos Osorio

Η έλλειψη αισιοδοξίας για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και η πίεση από τα αυξανόμενα κόστη κεφαλαιουχικών έργων καθιστούν τους στόχους για μηδενικές εκπομπές άνθρακα δευτερεύοντες, σύμφωνα με νέα έρευνα που διενήργησε η κορυφαία εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών Bain and Company. Η έρευνα αυτή επικεντρώνεται σε ανώτερα στελέχη από σημαντικούς τομείς, όπως το πετρέλαιο και το αέριο, οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας, η χημική βιομηχανία, η εξόρυξη και οι γεωργικές επιχειρήσεις, και δείχνει ότι η πρόοδος προς τους περιβαλλοντικούς στόχους καθυστερεί.

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι σχεδόν το 44% των στελεχών που δραστηριοποιούνται στους τομείς ενέργειας και φυσικών πόρων προβλέπουν ότι ο στόχος για μηδενικές εκπομπές άνθρακα δεν θα επιτευχθεί πριν από το 2070, αν και πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 32%. Στην αντίπερα όχθη, το ποσοστό των στελεχών που πίστευαν ότι ο στόχος θα επιτευχθεί έως το 2050 υποχώρησε στο 32%, σημειώνοντας μείωση από το 40%-50% του προηγούμενου έτους.

Η κύρια ανησυχία των στελεχών αφορά τα αυξανόμενα κόστη κεφαλαίου και τις πιέσεις στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, γεγονός που αναμένεται να περιορίσει τις δαπάνες για νέες υποδομές και για έργα μετάβασης σε πιο βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες. Η δυσκολία της μετάβασης προς τις μηδενικές εκπομπές, όπως επισημαίνεται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, συνδέεται με τις υψηλές οικονομικές απαιτήσεις και την έλλειψη ισχυρής πολιτικής υποστήριξης σε πολλές περιοχές.

Ο Grant Dougans, εταίρος της Bain and Company, ανέφερε ότι οι ανησυχίες για το κόστος και η αβεβαιότητα γύρω από την πορεία των κλιματικών δράσεων δυσχεραίνουν την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών. «Τα στελέχη λένε ότι αυτή η μετάβαση θα είναι πολύ δύσκολη», δήλωσε χαρακτηριστικά, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις καθώς προσπαθούν να συνδυάσουν τις περιβαλλοντικές τους δεσμεύσεις με την οικονομική βιωσιμότητα.

Η έρευνα καταδεικνύει ότι η συνδυασμένη πίεση από την ανάγκη για περαιτέρω επενδύσεις σε υποδομές και την οικονομική αβεβαιότητα επηρεάζει την ικανότητα των επιχειρήσεων να αναλάβουν τη μετάβαση σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις, εντείνοντας τις ανησυχίες για την επίτευξη των διεθνών στόχων για την κλιματική αλλαγή.

Τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας της Bain and Company φανερώνουν ότι το αυξανόμενο κόστος των κεφαλαιουχικών έργων αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων στον τομέα της ενέργειας και των φυσικών πόρων. Στην έρευνα συμμετείχαν ανώτερα στελέχη από διάφορους κλάδους, με το 31% των επιχειρήσεων να αναφέρει ότι το κόστος των έργων αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 10% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ ένας στους δέκα δήλωσε ότι η αύξηση ξεπέρασε το 20%.

Η ανησυχία γύρω από τα αυξημένα κόστη δεν περιορίζεται μόνο στα άμεσα έξοδα των έργων, αλλά επεκτείνεται και στις αυξημένες ανάγκες για υποδομές, προκειμένου να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι. Όπως εξηγεί ο εταίρος της Bain and Company, Grant Dougans, «η ποσότητα των ανανεώσιμων πηγών που απαιτείται για να φτάσουμε σε οποιονδήποτε από αυτούς τους στόχους, σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη μετάβαση και την υλοποίηση, αυξάνουν πολύ τις απαιτήσεις στον τομέα των υποδομών». Παρά την αναγνώριση της σημασίας της βιωσιμότητας, η προτεραιότητα των επιχειρήσεων στρέφεται όλο και περισσότερο στην απόδοση του κεφαλαίου, παραμερίζοντας τις επενδύσεις σε περιβαλλοντικές και κοινωνικές δράσεις, καθώς και τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).

Η αλλαγή αυτή έρχεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, καθώς πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, όπως η τράπεζα Wells Fargo και ο ενεργειακός κολοσσός BP, έχουν αναστείλει ή αναθεωρήσει τα σχέδιά τους για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών. Η BP, μάλιστα, ανακοίνωσε ότι θα εστιάσει στην ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων προκειμένου να βελτιώσει τις οικονομικές της αποδόσεις, αναβάλλοντας τις περιβαλλοντικές της δεσμεύσεις.

Η έλλειψη προόδου στους περιβαλλοντικούς στόχους συμπίπτει με τις συνέπειες της πολιτικής αμφισβήτησης των περιβαλλοντικών τεχνολογιών, καθώς ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να επιτίθεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως τα υπεράκτια αιολικά και τα φωτοβολταϊκά συστήματα. Παρά τις πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις, η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια φαίνεται να αυξάνεται συνεχώς, κυρίως λόγω της ανάπτυξης του τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και των data centers.

Η Bain and Company εκτιμά ότι η ζήτηση για ενέργεια από τον τεχνολογικό τομέα θα μπορούσε να διπλασιαστεί έως το 2027, απορροφώντας το 2,6% της παγκόσμιας ενεργειακής ισχύος. Η κάλυψη αυτής της ζήτησης θα απαιτήσει πάνω από 2 τρισ. δολάρια σε παραγωγή ενέργειας, με ένα μέρος αυτής να μπορεί να καλυφθεί από λύσεις καθαρής τεχνολογίας. Ωστόσο, τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα εκφράζουν μεγαλύτερη αισιοδοξία σχετικά με τις αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα ψηφιακά εργαλεία, και τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα.

Παρά τις προκλήσεις, φαίνεται ότι η εξέλιξη των τεχνολογιών αυτών προσφέρει νέες ελπίδες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αν και η υλοποίησή τους παραμένει συνδεδεμένη με την αυξημένη πίεση στους επιχειρηματικούς ισολογισμούς και τις αβεβαιότητες της παγκόσμιας αγοράς.