Τα εξωφρενικά πλεονάσματα που καταγράφει η ελληνική οικονομία, σε μια χώρα όπου το 60% των οικογενειών αδυνατεί να καλύψει τις βασικές της ανάγκες και να φτάσει στο τέλος του μήνα, αποτελούν ένα φαινόμενο που προκαλεί έντονη αίσθηση και αποτελεί αίνιγμα για την κοινή λογική.
Οικονομικά πλεονάσματα που δημιουργούνται μέσα από σφιχτές και πολλές φορές απάνθρωπες πολιτικές λιτότητας θα μπορούσαν, υπό κανονικές συνθήκες, να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαν να διατεθούν για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, ώστε να ανακουφιστεί το συντριπτικό ποσοστό των Ελλήνων που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού, τα υπερβολικά πλεονάσματα δεν κατευθύνονται στην ενίσχυση των πολιτών. Αντίθετα, η πολιτική που ακολουθείται από την κυβέρνηση παραμένει ακατανόητη και ανεξήγητη.
Η χώρα, αντί να επενδύσει στην ευημερία των πολιτών της, σπεύδει να καταβάλει ποσά για να εξυπηρετήσει το χρέος της, πληρώνοντας το πριν από τις προκαθορισμένες ημερομηνίες. Αυτή η απόφαση φαντάζει τουλάχιστον παράλογη, ειδικά όταν εξετάσουμε τη δυνατότητα περιορισμού του χρέους και την αποφυγή περαιτέρω οικονομικής επιβάρυνσης.