Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, συνεχίζει να εκφράζει την πρόθεσή του να μεσολαβήσει ώστε να επιτευχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, εάν επανεκλεγεί στις εκλογές του 2024. Σύμφωνα με αναφορές και δηλώσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο Τραμπ επιμένει ότι μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο «μέσα σε 24 ώρες», αν του δοθεί η ευκαιρία να αναλάβει ξανά την προεδρία, επαναλαμβάνοντας ότι οι συνομιλίες και οι πιέσεις προς τις δύο πλευρές θα οδηγήσουν σε μια «λογική» συμφωνία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ολοένα και εντονότερα διακινούνται σενάρια που θέλουν την αμερικανική πλευρά —υπό ενδεχόμενη ηγεσία Τραμπ— να προτείνει στην Ουκρανία μια σειρά παραχωρήσεων ως αντάλλαγμα για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Στο επίκεντρο αυτών των σεναρίων βρίσκεται η Κριμαία, την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014, και η οποία παραμένει ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα της σύγκρουσης. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι μια ενδεχόμενη αποδοχή της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία από τον Ζελένσκι, έστω και ως προσωρινό ή συμβολικό αντάλλαγμα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για διαπραγμάτευση.
Από την πλευρά του, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει εκφράσει επανειλημμένα την αδιαπραγμάτευτη θέση του σχετικά με την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Ωστόσο, το παρατεταμένο βάρος του πολέμου, η κόπωση της Δύσης και οι εντεινόμενες πιέσεις για μια ειρηνευτική διευθέτηση ίσως οδηγήσουν την ουκρανική ηγεσία σε μια πιο ευέλικτη στάση, ειδικά αν διαφανεί πως μια αλλαγή στον Λευκό Οίκο θα φέρει νέα δεδομένα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να τεθεί η Κριμαία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είτε ως τελικό στάδιο είτε ως αντικείμενο συμβιβασμού, προκαλεί έντονες αντιδράσεις τόσο εντός Ουκρανίας όσο και στη διεθνή κοινότητα. Οι σύμμαχοι του Κιέβου, ιδίως στην Ευρώπη, παρακολουθούν με ανησυχία τις δηλώσεις Τραμπ, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως υποχώρηση απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα και ίσως να δημιουργήσει προηγούμενο για μελλοντικές κρίσεις.
Η στάση του Ζελένσκι θα διαμορφωθεί με βάση μια περίπλοκη εξίσωση: τις εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις, τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης, τις διαθέσεις των συμμάχων και, φυσικά, τις επιταγές των διεθνών συσχετισμών εξουσίας. Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για το αν ο Τραμπ θα μετατραπεί σε κινητήριο μοχλό για μια νέα στρατηγική προσέγγιση του ουκρανικού ζητήματος —και αν αυτή θα περιλαμβάνει, πράγματι, μια «θυσία» όπως η Κριμαία.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις με νέες δηλώσεις του σχετικά με την Κριμαία και τη στάση της Ουκρανίας απέναντι στην προσάρτησή της από τη Ρωσία το 2014. Συγκεκριμένα, εξέφρασε την εκτίμηση ότι ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι ενδέχεται να είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τον στόχο της ανάκτησης της χερσονήσου, προκειμένου να επιτευχθεί μια ευρύτερη συμφωνία ειρήνης για τον τερματισμό του πολέμου.
«Νομίζω ναι. Η Κριμαία, αυτό ήταν πριν από 12 χρόνια», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ντόναλντ Τραμπ, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το αν πιστεύει πως ο Ζελένσκι μπορεί να αποδεχθεί την απώλεια της Κριμαίας. Η τοποθέτηση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την επίσημη θέση που εκφράζει μέχρι σήμερα η ουκρανική ηγεσία, η οποία επανειλημμένα τονίζει πως η Κριμαία είναι αναπόσπαστο μέρος της Ουκρανίας και πως δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή καμία συμφωνία που δεν περιλαμβάνει την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας.
Η δήλωση Τραμπ εγείρει ερωτήματα για το πώς ενδεχόμενη επανεκλογή του θα μπορούσε να αλλάξει τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επιδιώξεις του Κιέβου. Ο ίδιος έχει διαμηνύσει κατ’ επανάληψη ότι μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο «σε μία μέρα» και ότι θα επιδιώξει άμεσα την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται πως ο Τραμπ ενδέχεται να πιέσει την Ουκρανία για παραχωρήσεις, ώστε να εξομαλυνθεί η κατάσταση και να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Οι δηλώσεις αυτές επαναφέρουν στο προσκήνιο τον ευρύτερο προβληματισμό για το κατά πόσο η διεθνής υποστήριξη προς την Ουκρανία θα παραμείνει σταθερή, ιδίως αν υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράλληλα, εντείνεται η συζήτηση εντός της ίδιας της Ουκρανίας για το πόσο ρεαλιστικό είναι να συνεχιστεί ο πόλεμος με απώτερο στόχο την ανάκτηση όλων των εδαφών που έχει καταλάβει η Ρωσία —με πρώτη και κύρια την Κριμαία.
Αν και ο Ζελένσκι δεν έχει δώσει καμία ένδειξη ότι σκοπεύει να υποχωρήσει στο θέμα της Κριμαίας, η εκτίμηση Τραμπ τροφοδοτεί φήμες και σενάρια για μελλοντικές υποχωρήσεις ή και παρασκηνιακές συζητήσεις. Το κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή αποτελεί στρατηγική πίεσης του Αμερικανού πολιτικού, παραμένει ασαφές. Ωστόσο, οι συνέπειες τέτοιων δηλώσεων είναι ήδη εμφανείς, δημιουργώντας αμφιβολίες, εντάσεις και ανησυχίες σε μια ήδη εύθραυστη διεθνή συγκυρία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ επανήλθε με νέες δηλώσεις σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, απευθύνοντας αυτή τη φορά άμεσο κάλεσμα στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για άμεση κατάπαυση του πυρός και επίτευξη συμφωνίας με το Κίεβο. Κατά τη διάρκεια σύντομης δήλωσής του σε δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο της Μόρισταουν, στο Νιου Τζέρζι, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν δίστασε να υιοθετήσει έναν έντονο και επιτακτικό τόνο, καλώντας τον Ρώσο ηγέτη να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να προχωρήσει άμεσα στον τερματισμό της σύγκρουσης που μαίνεται από τον Φεβρουάριο του 2022.
«Θέλω να παύσει πυρ. Καθίστε στο τραπέζι και υπογράψτε τη συμφωνία», ήταν η χαρακτηριστική φράση του Τραμπ, απευθυνόμενος προσωπικά στον Βλαντίμιρ Πούτιν, σε ένα στιγμιότυπο που έλαβε χώρα στον διάδρομο του αεροδρομίου της Μόρισταουν. Η δήλωσή του επανέφερε στο προσκήνιο τον ισχυρισμό του ότι διαθέτει την ικανότητα να τερματίσει τον πόλεμο εντός μόλις 24 ωρών από την ανάληψη των καθηκόντων του.
Η παρέμβαση Τραμπ, πέρα από την επικοινωνιακή της διάσταση, συνιστά και πολιτική πίεση προς τη ρωσική πλευρά, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μήνυμα και προς την ουκρανική ηγεσία, σε μια περίοδο που η διεθνής υποστήριξη προς την Ουκρανία παρουσιάζει ενδείξεις κόπωσης και ο δημόσιος διάλογος γύρω από μια ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία εντείνεται. Η αναφορά σε «υπογραφή συμφωνίας» ενισχύει τις ενδείξεις ότι ο Τραμπ τάσσεται υπέρ μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων, η οποία πιθανότατα θα απαιτεί συμβιβασμούς και από τις δύο πλευρές.
Παρόλο που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ διατηρεί σταθερά τη γραμμή χωρίς ανοχή σε οποιαδήποτε μορφή , οι δηλώσεις Τραμπ αναδεικνύουν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση και σκιαγραφούν τη στρατηγική που πιθανότατα θα ακολουθήσει. Η δυναμική πίεση προς τον Πούτιν να «υπογράψει τη συμφωνία» δεν αποκλείει και παράλληλες πιέσεις προς το Κίεβο, γεγονός που τροφοδοτεί την ανησυχία των Ουκρανών για τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΗΠΑ στη συνέχεια του πολέμου, εφόσον υπάρξει πολιτική αλλαγή στην Ουάσινγκτον.
Το αν η δήλωση αυτή θα επηρεάσει ουσιαστικά τη στάση της Μόσχας ή αν αποτελεί κυρίως ελιγμό του Τραμπ, μένει να αποδειχθεί. Πάντως, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: ο Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής και να επιβάλει μια μορφή λύσης, ακόμη και αν αυτή απαιτεί δύσκολες αποφάσεις από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Ανησυχία και επιφυλακτικότητα προκάλεσαν στο Βερολίνο οι τελευταίες τοποθετήσεις του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με μια ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, δήλωσε την Κυριακή πως η Ουκρανία δεν θα πρέπει να εξαναγκαστεί σε πλήρη παραχώρηση των κατεχόμενων εδαφών της, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να στηρίζεται σε όρους που δεν ευνοούν υπερβολικά τη ρωσική πλευρά.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD, ο Πιστόριους αναγνώρισε ότι η Ουκρανία ήταν πάντοτε ενήμερη πως μια ενδεχόμενη ειρηνευτική συμφωνία ή κατάπαυση του πυρός θα μπορούσε να εμπεριέχει εδαφικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, υπογράμμισε πως τα όρια αυτών των παραχωρήσεων δεν μπορεί να είναι τόσο εκτεταμένα όσο αυτά που φέρεται να προτείνει ο Τραμπ. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «ασφαλώς αυτές δεν θα έφταναν τόσο μακριά όσο σήμερα ή τόσο μακριά όσο (προβλέπεται) στην τελευταία πρόταση του Αμερικανού προέδρου».
Η Γερμανία, ως βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής στρατηγικής στήριξης προς την Ουκρανία, εκφράζει σαφώς τη διαφωνία της με την ιδέα ενός σχεδίου ειρήνης που να θεμελιώνεται σε ουσιαστικές υποχωρήσεις του Κιέβου, χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για την ασφάλεια και την κυριαρχία της χώρας. Παρόλο που η Ουάσινγκτον δεν έχει δώσει επίσημα στη δημοσιότητα το περιεχόμενο ενός τέτοιου σχεδίου, πληροφορίες που επικαλείται ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Axios κάνουν λόγο για μια πρόταση που προβλέπει τον «παγώμα» της γραμμής του μετώπου και τη de jure αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία. Επιπλέον, φημολογείται ότι περιλαμβάνει de facto αποδοχή του ρωσικού ελέγχου στις περιοχές Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια.
Οι αναφορές αυτές εγείρουν σοβαρά ερωτήματα τόσο για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ υπό πιθανή προεδρία Τραμπ όσο και για τη δυνατότητα της Ουκρανίας να συνεχίσει τον αγώνα της με την ίδια διεθνή στήριξη. Ο Πιστόριους, σχολιάζοντας και την πρόσφατη, άτυπη συνάντηση που είχαν ο Τραμπ και ο Ζελένσκι στη Ρώμη —στο περιθώριο της κηδείας του Πάπα Φραγκίσκου—, τόνισε πως, ενώ τέτοιες επαφές είναι χρήσιμες, οι πραγματικές εξελίξεις καταγράφονται μέσα από τις πράξεις.
«Τα πράγματα εξελίσσονται καθημερινά, θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε», είπε ο Γερμανός υπουργός, περιγράφοντας το γενικό κλίμα ως αντιφατικό. «Οι ενδείξεις είναι πολύ αντιφατικές: ενίοτε πολύ φιλικές, ενίοτε πολύ εχθρικές. Θα έλεγα πως οι πράξεις μιλούν από μόνες τους, σε τελευταία ανάλυση», πρόσθεσε με νόημα.
Η τοποθέτηση της Γερμανίας αναδεικνύει το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Δύση: την ανάγκη για έναν δίκαιο και σταθερό τερματισμό της σύγκρουσης, χωρίς όμως να δοθεί η εντύπωση ότι επιβραβεύεται η ρωσική επιθετικότητα. Την ώρα που η πιθανότητα πολιτικής αλλαγής στην Ουάσινγκτον πλησιάζει και οι πιέσεις για εξεύρεση λύσης εντείνονται, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. βρίσκονται αντιμέτωπα με την ανάγκη χάραξης μιας κοινής στρατηγικής, ικανής να διατηρήσει την ενότητα και την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής στήριξης προς το Κίεβο.