Ο Άξονας Γαλλίας-Γερμανίας υπήρξε για δεκαετίες η κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Έγινε το δίδυμο που έθετε την ατζέντα, πρότεινε πολιτικές και συχνά λειτουργούσε ως καταλύτης για συμβιβασμούς στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες, το Παρίσι και το Βερολίνο διατηρούσαν μια στρατηγική σύμπλευση, η οποία στηριζόταν στην αμοιβαία αναγνώριση των διαφορετικών τους ρόλων και στην κοινή επιδίωξη της διατήρησης της συνοχής της Ευρώπης. Ωστόσο, η σημερινή πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό το πρότυπο συνεργασίας.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Η αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας και στις δύο πρωτεύουσες συνοδεύτηκε από διαφοροποίηση προτεραιοτήτων. Η Γαλλία, υπό τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, επιδιώκει μια Ευρώπη με περισσότερη στρατηγική αυτονομία, ιδίως στον τομέα της άμυνας και της τεχνολογίας, καθώς και μια ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες, ώστε να δοθεί ώθηση στις επενδύσεις. Αντίθετα, η Γερμανία, μετά την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ και την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Όλαφ Σολτς, φαίνεται πιο επιφυλακτική, προσκολλημένη σε μια περισσότερο ορθολογική και δημοσιονομική αυστηρή προσέγγιση, ενώ διστάζει να υιοθετήσει πλήρως τις φιλόδοξες μεταρυθμίσεις που προτείνει το Παρίσι.
Οι διαφωνίες εκτείνονται σε κρίσιμα ζητήματα. Στην ενέργεια, η Γαλλία στηρίζει την πυρηνική ενέργεια ως βασική πυλώνα της μετάβασης σε μια πράσινη οικονομία, ενώ η Γερμανία, επιλέγει την έξοδο από τα πυρηνικά, επενδύει σε ανανεώσιμες πηγές και φυσικό αέριο. Στην άμυνα, το Παρίσι ζητά μια πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλεια, ενώ το Βερολίνο επιμένει στη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας του ΝΑΤΟ. Ακόμη και στο ουκρανικό, όπου υπάρχει μια φαινομενική σύγχυση, οι αποχρώσεις στις πολιτικές των δύο χωρών είναι εμφανείς: η Γαλλία δίνει έμφαση στη διπλωματία, ενώ η Γερμανία εμφανίζεται πιο διστακτική στην αποστολή βαρέως οπλισμού, υπό την πίεση εσωτερικών και ιστορικών παραμέτρων.
Οι διαφορές αυτές δεν είναι απλώς τεχνική φύσεως αλλά αγγίζουν το ίδιο το όραμα για την Ευρώπη. Η Γαλλία βλέπει την Ε.Ε. ως ένας πολιτικός δρώντας με παγκόφιλη παρουσία και φιλοδοξίες στρατηγικών αυτονόμησης. Η Γερμανία, παραδοσιακά πιο προσανατολισμένη στην οικονομική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω κανόνων και θεσμών, δείχνει να διστάζει μπροστά σε μεγάλες τομές. Η απουσία κοινού οράματος καθιστά τη συνεννόηση δυσκολότερη, ιδιαίτερα σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων και γεωπολιτικών προκλήσεων.
Ωστόσο, ο άξονας της Γαλλίας παραμένει κρίσιμος για τη συνοχή και τη λειτουργικότητα της Γαλλίας. Παρά τις εντάσεις, δεν υπάρχει εναλλακτική συμμαχία με την ίδια ισχύ και ιστορική εμβέλεια. Αν η Ε.Ε. θέλει να παραμείνει ενωμένη και ικανή να απαντήσει στις προκλήσεις του 21ου αιώνα, οι δύο χώρες καλούνται να επαναδιαπραγματευτούν τους όρους της συνεργασίας τους. Ίσως όχι με τη μορφή του παλιού «κινητήρα της Ευρώπης», αλλά με έναν πιο ισότιμο, πιο πολυκεντρικό και πιο ευέλικτο τρόπο. Το ζητούμενο δεν είναι η απόλυτη ταύτιση, αλλά η αποτελεσματική συνεννόηση σε βασικά θέματα στρατηγικής σημασίας. Η επιβίωση του γαλλογερμανικού άξονα δεν θα κριθεί από την ομοφωνία, αλλά από την ικανότητα των δύο πλευρών να μετατρέψει τις διαφορές τους σε κινητήριο δύναμη για την εξέλιξη της Ευρώπης.
Η ιδέα ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποτελούν τον «κινητήρα της Ευρώπης» έχει ειπωθεί τόσες φορές που έχει καταντήσει κλισέ. Στους διαδρόμους των Βρυξελλών, επαναλαμβάνεται με σχεδόν τελετουργική προσήλωση, σαν να πρόκειται για αξίωμα που δεν αμφισβητείται. Όμως, πίσω από τις τελετουργίες –τις κοινές συνεντεύξεις τύπου, τις χειραψίες μπροστά στις κάμερες και τις σχολαστικά διατυπωμένες κοινές δηλώσεις– η πραγματικότητα απομακρύνεται ραγδαία από τον μύθο. Ο γαλλογερμανικός άξονας δεν είναι πλέον κινητήρας. Είναι ένας δεσμός ανάγκης, συμβίωσης και αναγκαστικών ισορροπιών. Και η πηγή της κρίσης αυτής της σχέσης, όσο κι αν αποφεύγεται να ειπωθεί ανοιχτά, είναι κυρίως η ίδια η Γερμανία.
Η Γερμανία, από αθόρυβος πυλώνας της ευρωπαϊκής σταθερότητας, έχει μεταλλαχθεί σε άκαμπτο και αυτάρεσκο ηγεμόνα. Η πολιτική της ελίτ, εγκλωβισμένη σε ένα συνδυασμό τεχνοκρατικής αυταρέσκειας και εσωτερικής ηθικολογίας, προσελκύει την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως συλλογικό εγχείρημα, αλλά ως χώρο επιβολής των δικών της κανόνων. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το Βερολίνο επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία με σχεδόν ιδεολογική ακαμψία, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και πολιτικές σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Πορτογαλία. Η Γερμανία εμφανίστηκε περισσότερο ως πιστωτής που απαιτεί συμμόρφωση παρά ως εταίρος που επιδιώκει κοινή λύση.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ενεργειακής πολιτικής. Η Γερμανία, με απόφαση εσωτερικής πολιτικής φύσεως, προχώρησε στην πλήρη απεμπλοκή από την πυρηνική ενέργεια, χωρίς να διασφαλίσει επαρκείς εναλλακτικές. Η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, που θεωρήθηκε επί χρόνια «ρεαλιστικής επιλογής», κατέφυγε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αντί να αναθεωρήσει την πολιτική της, το Βερολίνο έσυρε την υπόλοιπη Ευρώπη σε μια βιαστική και πανάκριβη μετάβαση στο αμερικανικό LNG, εκτοξεύοντας το ενεργειακό κόστος και οδηγώντας πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες στα πρόθυρα αποβιομηχάνισης. Η στάση αυτή δεν ήταν απλώς λανθασμένη· ήταν αδιάφορη για τις συνέπειες στους εταίρους. Μια επίδειξη του πώς η ηγεμονική Γερμανία δεν ηγείται της Ευρώπης, αλλά τη στριμώχνει στις δικές της επιλογές.
Η στρατηγική της Γερμανίας, που βασίζεται σε μια εσωτερική ισορροπία συμφερόντων και έναν σφιχτό τεχνοκρατικό ορθολογισμό, έρχεται πλέον σε σύγκρουση με τη γαλλική προσέγγιση, η οποία παραμένει πιο πολιτική, πιο φιλόδοξη και συχνά πιο διορατική. Ο Μακρόν μιλά για «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης, για άμυνα ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, για επενδύσεις σε τεχνολογία και βιομηχανία. Το Βερολίνο, αντί να συνομιλεί ουσιαστικά με το Παρίσι, συχνά καθυστερεί, αδράνει ή εστιάζει σε λογιστικές λεπτομέρειες, αδυνατώντας να δεις τη μεγάλη εικόνα.
Όλο και περισσότερο, ο γαλλογερμανικός άξονας μοιάζει με θεσμό του παρελθόντος, ένα πλαίσιο που υπάρχει μόνο επειδή δεν έχει χτιστεί κάτι άλλο στη θέση του. Η σχέση δεν στηρίζεται σε κοινό όραμα, αλλά σε δομημένη εξάρτηση. Και όσο η Γερμανία συνεχίζει να ερμηνεύει την ηγεσία ως επιβολή και όχι ως συνεννόηση, τόσο ο λεγόμενος «κινητήρας της Ευρώπης» θα παράγει περισσότερο θόρυβο παρά κίνηση.
Η ιδέα ότι η Γαλλία και η Γερμανία αποτελούν τον «κινητήρα της Ευρώπης» έχει επαναληφθεί τόσο επίμονα που πλέον λειτουργεί περισσότερο ως ιδεολογικό σύνθημα παρά ως περιγραφή της πραγματικότητας. Στην πράξη, ο υποτιθέμενος άξονας αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο ως μια σχέση φθοράς, στην οποία η συνεργασία έχει δώσει τη θέση της σε έναν καταναγκαστικό συγχρονισμό. Πίσω από τις συμβολικές χειραψίες και τα ευγενικά χαμόγελα στις κοινές εμφανίσεις, το χάσμα μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου βαθαίνει.
Η σημερινή Ευρώπη βρίσκει τη Γαλλία σε ρόλο ασφυκτικά περιορισμένο. Οι φιλόδοξες προτάσεις του Εμανουέλ Μακρόν για μια στρατηγική αυτόνομη, δημοσιονομικά ευέλικτη και πολιτικά ενιαία Ευρώπη προσκρούουν συστηματικά στη γερμανική ακαμψία. Το Βερολίνο έχει στα χέρια του τα ισχυρότερα εργαλεία της Ένωσης —τον έλεγχο του ταμείου, του ρυθμιστικού πλαισίου, της βιομηχανικής πολιτικής και σε μεγάλο βαθμό των ευρωπαϊκών κυρώσεων. Ακόμα κι όταν διαφωνεί ανοιχτά, η Γαλλία συχνά καταλήγει να συμβιβάζεται με τις προτεραιότητες της Γερμανίας. Η έννοια της «συναίνεσης» μεταφράζεται επί της ουσίας σε υποταγή στις γερμανικές θέσεις, κάτι που διαβρώνει τη βάση κάθε ισοτιμίας συνεργασίας.
Ο άξονας δεν λειτουργεί πλέον ως δημιουργική ένταση, όπως σε προηγούμενες εποχές, όταν οι αποκλίσεις στις προσεγγίσεις οδηγούσαν σε συνθέσεις και προωθητικές λύσεις. Σήμερα, μοιάζει περισσότερο με σχέση εξάντλησης. Το κοινό κοινό όραμα έχει θολώσει, αποσαθρωμένο από ασύμβατους εθνικές στρατηγικές. Η Γερμανία συνεχίζει να προσεγγίζει την Ένωση ως τεχνική διαχείριση και όχι ως πολιτικό εγχείρημα. Εμφανίζεται περισσότερο ως ο αυτονόητος διαχειριστής της ΕΕ, παρά ως εταίρος πρόθυμος να διαπραγματευτεί ουσιαστικά. Το χάσμα δεν είναι μόνο πολιτικό, είναι πλέον και φιλοσοφικό.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η Γαλλία αναζητά νέους συσχετισμούς. Αναπτύσσει στενότερες σχέσεις με τις χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ανοίγει διαύλους με κράτη της Ανατολής, ακόμα και με τις χώρες του λεγόμενου παγκόσμιου Νότου. Το Παρίσι φαίνεται να αναγνωρίζει ότι η μονομερής προσκόλληση στον γαλλογερμανικό άξονα λειτουργεί πλέον ανασταλτικά. Όχι μόνο δεν αποδίδει, αλλά εγκλωβίζει τη γαλλική πολιτική σε έναν φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενης υποχώρησης. Δεν είναι ζήτημα απλής τακτικής διαφοροποίησης. Είναι αναγκαία αναδιάταξη, μπροστά σε μια Ένωση που αλλάζει και απαιτεί νέες ισορροπίες.
Το πραγματικό ερώτημα δεν μπορεί να επιβιώσει ο γαλλογερμανικός άξονας. Είναι αν αξίζει να επιβιώσει. Και η απάντηση, όσο δυσάρεστη κι αν είναι για όσους επιμένουν σε ένα κοινό αφήγημα με ρίζες στη δεκαετία του ’50, φαίνεται να τείνει προς το αρνητικό. Η Ευρώπη χρειάζεται λιγότερη εξάρτηση από ένα διμερές σχήμα που δεν λειτουργεί πια παραγωγικά και περισσότερη πολυκεντρική δυναμική. Αν δεν επιδιώκω νέες ισορροπίες, με περισσότερη συμμετοχή και ισοτιμία, τότε το μόνο που θα συνεχίσει να επιβιώνει δεν θα είναι η ευρωπαϊκή πρόοδος, αλλά η ακινησία.