13 Μαΐου, 2025
Μη Χάσετε

Μια χώρα που βουλιάζει στη παρακμή

Ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μιας φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής; Ποια είναι η ουσιαστική κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία; Η διαχείριση του πλούτου και η δίκαιη κατανομή του σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ή η απλή αναδιανομή των φόρων που πληρώνουν οι πολίτες στο κράτος; Φαίνεται ότι, με βάση τις βασικές αρχές του φιλελευθερισμού, ο πρώτος στόχος είναι αυτός που πρέπει να προκριθεί.

Σε μια χώρα που υποτίθεται ότι βρίσκεται σε φάση οικονομικής ανάπτυξης, με βελτιωμένα δημοσιονομικά δεδομένα και με την Ελλάδα να ανεβαίνει στην κατάταξη των διεθνών οίκων αξιολόγησης, η πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί δεν θα πρέπει να είναι αυτή του «κράτους πατερούλη», το οποίο μοιράζει επιδόματα για να αποσπάσει κοινωνική ανοχή, εκμεταλλευόμενο τη συγκυρία των δημοσκοπήσεων. Αντιθέτως, σε αυτή την περίοδο ανάπτυξης, η χώρα θα έπρεπε να επενδύσει σε πολιτικές που ενισχύουν την κοινωνική κινητικότητα, ενισχύοντας το εισόδημα όλων των κοινωνικών τάξεων και προσφέροντας ευκαιρίες για άνοδο και πρόοδο.

Η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα θα πρέπει να έχει έναν ξεκάθαρο και κοινωνικά ευεργετικό στόχο: την αναβάθμιση της οικονομικής κατάστασης κάθε κοινωνικής ομάδας. Ο στόχος δεν είναι απλώς η αναδιανομή του πλούτου, αλλά η δημιουργία ενός μηχανισμού που επιτρέπει σε όλες τις κοινωνικές ομάδες να αναρριχηθούν οικονομικά, προσφέροντας στους φτωχότερους την ευκαιρία να ξεφύγουν από τη φτώχεια και να ενταχθούν στη μεσαία τάξη, ενώ η μεσαία τάξη θα έπρεπε να ανακουφιστεί από τα συνεχιζόμενα άγχη της οικονομικής ανασφάλειας, με την ευκαιρία να ανέλθει ακόμα περισσότερο.

Επιπλέον, ο στόχος μιας φιλελεύθερης κυβέρνησης πρέπει να είναι να εξασφαλίσει ότι κάθε κοινωνική ομάδα προχωρά «μία σκάλα πάνω», αντί να ζει μια ζωή στην οποία το κάθε ευρώ μετράει, με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα να κυριαρχούν στην καθημερινότητά της. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα μιας ελεύθερης, ανοιχτής και αξιοπρεπούς κοινωνίας, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στην ελπίδα και την προοπτική για καλύτερες συνθήκες ζωής και για τους πιο αδύναμους.

Αυτή η ελπίδα και προοπτική για την κοινωνική αναβάθμιση ήταν παρούσα τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση, όταν η Ελλάδα βίωσε μια περίοδο γενικής βελτίωσης της ζωής των πολιτών, με την πίστη ότι κάθε επόμενος χρόνος θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, για την πατρίδα και για την οικογένεια. Τότε, υπήρχε η πεποίθηση ότι η ανάπτυξη και η κοινωνική πρόοδος ήταν κάτι που ήταν προσβάσιμο σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως της αρχικής του θέσης στην κοινωνική ιεραρχία.

Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία δεν υλοποιεί μια τέτοια πολιτική ανάπτυξης. Αντίθετα, φαίνεται να ακολουθεί μια στρατηγική που επικεντρώνεται στην εξαγορά κοινωνικής ανοχής, προσφέροντας επιδόματα και μικρές παροχές που εξυπηρετούν τις πολιτικές και επιχειρηματικές της συμμαχίες, ενώ παραμελούνται οι ανάγκες των υπολοίπων κοινωνικών ομάδων. Οι πολίτες που δεν ανήκουν στην ελίτ ή στους πολιτικούς φίλους της κυβέρνησης, παραμένουν σε μια κατάσταση κοινωνικής εξάρτησης, με το κράτος να τους προσφέρει μόνο «ξεροκόμματα» για να διατηρεί τη στήριξή τους.

Η στρατηγική αυτή είναι ξεκάθαρα αποτυχημένη, διότι δεν αντιμετωπίζει τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, αλλά επικεντρώνεται στην ενίσχυση των συμφερόντων των λίγων. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση φαίνεται να εφαρμόζει μια πολιτική που υπενθυμίζει τη στάση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος, κατά τη διάρκεια των μνημονίων, είχε πει ότι η ευθύνη για τη χρεοκοπία της Ελλάδας βαρύνει την πολιτική, επιχειρηματική, τραπεζική και ακαδημαϊκή ελίτ της χώρας. Αυτή η κατηγορία εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, καθώς οι πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης ενισχύουν τις ανισότητες και απομακρύνουν τη χώρα από μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.

Ακόμα και όταν η κυβέρνηση προχωρά σε κάποιες ελάχιστες φιλολαϊκές κινήσεις, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ ή η παροχή επιδομάτων, αυτές οι ενέργειες σχεδιάζονται με γνώμονα τα συμφέροντα των «ημετέρων» και όχι της κοινωνίας στο σύνολό της. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ, για παράδειγμα, δεν αποτελεί ένα γενικό μέτρο ενίσχυσης της μεσαίας τάξης, αλλά ευνοεί συγκεκριμένα συμφέροντα, αφού συνδέεται με την απαίτηση ασφάλισης κατοικιών, κάτι που ωφελεί συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά και ασφαλιστικά συμφέροντα. Παρόμοια, τα κουπόνια για τη νεολαία και οι επιδοτήσεις για διάφορα προγράμματα φαίνεται να εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα αντί να προσφέρουν ουσιαστική στήριξη στους νέους και στους εργαζομένους.

Η Ελλάδα σήμερα αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα. Η χώρα έχει υποχωρήσει στις εξαγωγές, καθώς άλλες χώρες, όπως η Κροατία και η Σλοβενία, έχουν προχωρήσει ταχύτερα στην ανάπτυξή τους. Στην αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους, οι πρώην ανατολικές χώρες ξεπερνούν την Ελλάδα, ενώ στην αγοραστική δύναμη, η χώρα βρίσκεται σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα της Βουλγαρίας. Παρά τη μείωση της ανεργίας, η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Eurostat όσον αφορά την απασχόληση και τη συνολική οικονομική ευημερία.

Το πρόβλημα της στέγασης είναι επίσης σοβαρό, με χιλιάδες πολίτες να αδυνατούν να βρουν προσιτή στέγη, ενώ ταυτόχρονα η χώρα προσελκύει τουρίστες με χαμηλούς μισθούς μέσω της αγοράς κατοικιών που προορίζονται για βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb, διώχνοντας έτσι τους Έλληνες πολίτες από τα σπίτια τους. Αντί να δοθούν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, το κράτος επικεντρώνεται στο να ενισχύει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και να κρατάει σε εξάρτηση τους πολίτες μέσω επιδομάτων.

Η Ελλάδα, λοιπόν, χρειάζεται ένα άλμα ποιότητας στην οικονομική της πολιτική, όχι απλά την αναδιανομή της φτώχειας και της μιζέριας. Χρειάζεται μια πραγματική φιλελεύθερη πολιτική, η οποία θα ενισχύσει τη δημιουργία πλούτου και την κοινωνική κινητικότητα για όλους, χωρίς να ευνοεί την ελίτ και χωρίς να περιορίζεται σε παροχές που συντηρούν τις ανισότητες. Η πραγματική πρόοδος της χώρας περνά μέσα από την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και την επίλυση των θεμελιωδών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες.

Η σιωπή και η φαινομενική κοινωνική ηρεμία δεν πρέπει να μας παραπλανήσουν. Η πολιτική σταθερότητα απαιτεί τη στήριξη του λαού, και η ικανοποίηση των βασικών αναγκών του δεν πρέπει να περιορίζεται σε επιδόματα, αλλά να περιλαμβάνει την ανάπτυξη και την ευημερία για όλους. Όσο συνεχίζεται η πολιτική των κοινωνικών ανισοτήτων και της εξάρτησης από τα κρατικά επιδόματα, τόσο η απογοήτευση και η οργή των πολιτών θα αυξάνονται.

«Σινιάλο» παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας μας

Χάος επικρατεί στην κυβέρνηση για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, δεδομένου ότι για να προβάλει την κομματική υπερηφάνεια της έχει ενεργοποιήσει όλο το σύστημα παραπληροφόρησης, προκειμένου να συγκαλύψει την επικίνδυνη ανευθυνότητα σε βάρος της χώρας. Και τούτο διότι έχει μπερδέψει τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό με την ΑΟΖ, με τη μέση γραμμή, με τα χωρικά ύδατα, το FIR Αθηνών, την ελληνική κυριαρχία νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, τις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων και κυρίως με τον νόμο Μανιάτη.

Σύμφωνα με τον χάρτη, που παρουσίασε και δημοσίευσαν τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Εξωτερικών, έχει οριοθετηθεί ΑΟΖ και παρουσιάζεται οριοθετημένη η ΑΟΖ με την Ιταλία. Ωστόσο, η οριοθέτηση αυτή νομικά είναι ανύπαρκτη, διότι η ελληνική περιοχή ΑΟΖ δεν έχει κατατεθεί στον ΟΗΕ με συντεταγμένες, και τούτο διότι η μέση γραμμή δεν οριοθετεί περιοχή ΑΟΖ σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας. Δηλαδή, είναι άλλο θέμα η οριοθέτηση μέσης γραμμής μεταξύ των κρατών και άλλο θέμα ο καθορισμός της περιοχής ΑΟΖ που ορίζει κάθε κράτος ξεχωριστά με συντεταγμένες. Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, η μέση γραμμή συμφωνείται μεταξύ κρατών με απέναντι ή παρακείμενες ακτές, όπως στην περίπτωση Ελλάδας – Ιταλίας. Ωστόσο, στη συνέχεια κάθε χώρα ξεχωριστά οφείλει να καθορίσει περιοχή ΑΟΖ με συντεταγμένες και να τις υποβάλει στον ΟΗΕ, γεγονός που δεν έχει πράξει η Ελλάδα μέχρι σήμερα.

Επίσης, στον χάρτη απεικονίζεται αυθαίρετα η περιοχή ελληνικής ΑΟΖ με βάση τη μέση γραμμή που οριοθετήθηκε με την Αίγυπτο. Ωστόσο, και αυτή η περιοχή είναι νομικά ανύπαρκτη, διότι δεν έχει κατατεθεί με συνταγμένες στον ΟΗΕ η ελληνική περιοχή ΑΟΖ.

Σύμφωνα πάντα με τον χάρτη και την αυθαίρετη οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ από τη μέση γραμμή με την Αίγυπτο, φαίνεται και απεικονίζεται ότι η Κάσος και το νότιο τμήμα της Καρπάθου κείνται στην ελληνική ΑΟΖ. Η κυβέρνηση απεμπόλησε τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην περιοχή Κρήτης – Κάσου – Καρπάθου, διότι μολονότι η περιοχή σύμφωνα με τον χάρτη κείται εντός της περιοχής ελληνικής ΑΟΖ, εντούτοις η κυβέρνηση δέχτηκε και εφάρμοσε τις απειλές της Τουρκίας να σταματήσουν οι έρευνες για πόντιση καλωδίου Ελλάδας –  Κύπρου – Ισραήλ, με τον ΥΠΕΞ και την Ε.Ε. (επίτροπος Ενέργειας) να δηλώνουν ότι έχει λόγο η Τουρκία στην περιοχή αυτή.

Είναι ανεξήγητο από τη μια η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι Κάσος – Κάρπαθος – Κρήτη κείνται εντός της περιοχής ελληνικής ΑΟΖ και από την άλλη να δέχεται ότι στην περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ έχει λόγο και η Τουρκία.

Στο υπόμνημα του χάρτη αναγράφεται και ορίζεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή η «αποτύπωση της μέσης γραμμής που καθορίζει τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μέχρι τη σύναψη συμφωνιών με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι απέναντι ή παρακείμενες με τις ελληνικές ακτές (νόμος Μανιάτη 4001/2011)».

Η χρήση του νόμου Μανιάτη είναι εξόχως επικίνδυνη και όσον αφορά στον χάρτη η μέση γραμμή (κόκκινη και διακεκομμένη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) δεν ορίζεται με συντεταγμένες. Πέραν αυτού, και πάλι εξόχως επικίνδυνο και βλακώδες για τα ελληνικά συμφέροντα είναι το γεγονός πως ο νόμος Μανιάτη ορίζει ότι «ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ αφ’ ης κηρυχθεί είναι η μέση γραμμή».

Με αυστηρή εφαρμογή του Δίκαιου της Θάλασσας, η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα δεν κηρύσσονται ούτε ανακηρύσσονται, αλλά οριοθετούνται μόνο με συμφωνία μεταξύ των μερών.

Ο όρος «αφ’ ης κηρυχθεί» δείχνει επικίνδυνη προχειρότητα και επιπολαιότητα και κυρίως παραβιάζει το Δίκαιο της Θάλασσας, εκτός πλέον και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, που ψήφισαν τον νόμο Μανιάτη το 2011, πιστεύουν ότι κηρύσσουν σαν αρχιεπίσκοποι το ευαγγέλιο. Η προχειρότητα, η επιπολαιότητα και η συγκάλυψη της ελληνικής ανικανότητας σε βάρος των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας απεικονίζονται και καταγράφονται από το γεγονός ότι ο νόμος Μανιάτη αναγράφει ότι «ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι η μέση γραμμή».

Με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας επισημαίνονται τα ακόλουθα:

1. Μέση γραμμή απαγορεύεται να οριοθετηθεί και να καθοριστεί μονομερώς από τα κράτη, παρά μόνο με συμφωνία (π.χ. Ιταλία – Ελλάδα, Ελλάδα –  Αίγυπτος, ενώ έχει χαραχθεί αυθαίρετα η μέση γραμμή μεταξύ Ελλάδας – Λιβύης χωρίς να έχει συμφωνηθεί με τη Λιβύη). Με το σκεπτικό του νόμου Μανιάτη θα μπορεί η Τουρκία αυθαίρετα και μονομερώς να χαράξει τη μέση γραμμή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας μέχρι τη μέση του Αιγαίου και να κάνει και έρευνες στην περιοχή αυτή, που δεν είναι οριοθετημένη.

2. Ο νόμος Μανιάτη καταργεί τα χωρικά ύδατα στα οποία η Ελλάδα ασκεί εθνική κυριαρχία και τα μετατρέπει σε ΑΟΖ, δηλαδή σε διεθνή θάλασσα, στην οποία δεν υπάρχει αποκλειστική ελληνική κυριαρχία. Υπάρχουν πλείστες εφαρμογές απόδειξης της προχειρότητας και της επιπολαιότητας του νόμου Μανιάτη, όπως π.χ. η απόσταση της Ρόδου με τις τουρκικές ακτές.

Η απόσταση αυτή είναι 12 ν.μ. και η μέση γραμμή, σύμφωνα με τον νόμο Μανιάτη, βορείως της Ρόδου είναι 6 ν.μ. Από τις ακτές της Ρόδου μέχρι 6 ν.μ. βορείως της Ρόδου, που είναι η μέση γραμμή του νόμου Μανιάτη, ορίζεται, σύμφωνα με τον νόμο, ως ΑΟΖ, ενώ είναι τα 6 ν.μ. ελληνικά χωρικά ύδατα, τα οποία ο νόμος Μανιάτη μετατρέπει σε ΑΟΖ. Έτσι, η Άγκυρα κατ’ εφαρμογή του νόμου Μανιάτη, όπως και κάθε άλλη χώρα, εχθρική ή φιλική, μπορεί με πολεμικά πλοία να αράζει 1 ν.μ. από τις βόρειες ακτές της Ρόδου, ως ελληνική ΑΟΖ και διεθνή θάλασσα, μολονότι η περιοχή αυτή είναι χωρικά ύδατα στα οποία η Ελλάδα ασκεί πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία.

Το αντίστοιχο ισχύει και για Καστελόριζο, Κω, Χίο και Λέσβο, όπου η απόσταση και η μέση γραμμή με τις ακτές της Τουρκίας είναι μικρότερη των 12 ν.μ. (6 ν.μ. + 6 ν.μ.).

Χάθηκαν από τον χάρτη συντεταγμένες, πεδία βολής

Στον χάρτη χωροταξικού σχεδιασμού που παρουσίασαν τα υπουργεία Περιβάλλοντος και ΥΠΕΞ δεν υπάρχουν συντεταγμένες
Με τον χωροταξικό χάρτη η κυβέρνηση θέτει στα άχρηστα τα τρία μόνιμα πεδία βολής και την κυριαρχία τους, ενώ δεν κάνει αναφορά στις παράνομες μόνιμες περιοχές τουρκικών ασκήσεων που καταλαμβάνουν ελληνική κυριαρχία

Επιπροσθέτως, ένας κύριος λόγος του θαλάσσιου χωροταξικού είναι η παρατήρηση του περιβάλλοντος. Η κυβέρνηση έχει αποκρύψει και αποκρύπτει συστηματικά ότι η Τουρκία, σε καθημερινή και μόνιμη βάση διεθνώς, εκτελεί έλεγχο του περιβάλλοντος με στρατιωτικά μέσα, από Ρόδο – Καστελόριζο – 25ο Μεσημβρινό μέχρι Θάσο και αντίστροφα. Στην πράξη το χωροταξικό της Τουρκίας καλύπτει το μισό Αιγαίο και το εξόχως επικίνδυνο και το οποίο είναι ανίκανη η κυβέρνηση να προασπίσει είναι η ελληνική κυριαρχία κυρίως βραχονησίδων ανατολικά 25ου μεσημβρινού, καθώς η Τουρκία κατακερματίζει την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες, με το ΥΠΕΞ να παριστάνει τον κωφάλαλο και το ΥΕΘΑ τη νήσσα.

Αυτή τη στιγμή που γράφεται το ρεπορτάζ η Άγκυρα εκτελεί με στρατιωτικά μέσα «άσκηση ελέγχου περιβάλλοντος» στο μισό Αιγαίο, κατακερματίζοντας την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες Χήνα, Καλόγεροι, Μελαμπιοί και Χταπόδια και αναλαμβάνοντας τον επιχειρησιακό έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου.

Τουρκική άσκηση στο Αιγαίο

Ο χάρτης που παρουσίασαν τα υπουργεία Περιβάλλοντος και ΥΠΕΞ παρουσιάζει μια περιοχή θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, που περιλαμβάνει μια περιοχή από την Κέρκυρα, φτάνει μέχρι την Κρήτη, στη συνέχεια μέχρι το Καστελόριζο και μετά ακολουθεί προς βορρά το όριο του FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης, που φτάνει μέχρι τις εκβολές του Έβρου. Η περιοχή αυτή είναι νομικά αυθαίρετη, διότι δεν καθορίζεται με συντεταγμένες. Δηλαδή η Ελλάδα έστειλε μια περιοχή χωροταξικού σχεδιασμού χωρίς να ορίζεται με συντεταγμένες.

Πέραν αυτών η οδηγία της Ε.Ε. προβλέπει καθορισμό περιοχών στρατιωτικών ασκήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 της κοινοτικής οδηγίας 89/2014, «ο χωροταξικός σχεδιασμός πρέπει να περιλαμβάνει τις περιοχές στρατιωτικών ασκήσεων».

Η οδηγία αυτή είναι συγκεκριμένη για περιαυτολογικούς λόγους και κυρίως για λόγους ασφάλειας πτήσεων, ναυσιπλοΐας και κυριαρχίας των χωρών. Ωστόσο, στον χάρτη δεν περιλαμβάνονται περιοχές ελληνικών ασκήσεων όπως είναι τα μόνιμα πεδία βολής Άνδρου, Ψαθούρας, Κρήτης και πλείστα άλλα πεδία βολής, όπως Καράβια, Ύδρας κ.λπ. που ενεργοποιούνται μέσω διεθνούς αγγελίας. Στην πράξη, το ΥΕΘΑ, που είναι υπεύθυνο για τα πεδία βολής και τις στρατιωτικές ασκήσεις, έθεσε στα άχρηστα τα πεδία βολής, μαζί με την κυριαρχία τους, που αποτελεί πάγια θέση της Τουρκίας από 1978.

Από το 2019 μέχρι και αυτή τη στιγμή η Τουρκία εκτελεί μόνιμα και σε καθημερινή βάση στρατιωτικές ασκήσεις με πυρά σε Λήμνο, Αη Στράτη, Λέσβο, Σάμο, Ικαρία, που καταλαμβάνουν και ελληνική κυριαρχία σε μόνιμη βάση. Οι περιοχές αυτές δεν απεικονίζονται στον χωροταξικό χάρτη ούτε αναφέρονται στο υπόμνημα ως παράνομες, παραβιάζοντας το Καταστατικό του ΟΗΕ και το σύνολο της σύμβασης και των κανόνων ΙCΑΟ.

Με αποτέλεσμα να φαίνεται στον εν λόγω χάρτη αποδοχή από την Ελλάδα κατάληψης ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία.