12 Μαΐου, 2025
Οικονομία

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Ουάσινγκτον χωρίς να διαρρήξει τους κανόνες του πολυμερούς εμπορίου;

Στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας υπάρχει ένα πεδίο που συνήθως παραμένει αφανές από τα φώτα της δημοσιότητας: οι κρατικές προμήθειες. Πρόκειται για τον μηχανισμό με τον οποίο κυβερνήσεις, περιφέρειες και δημόσιοι οργανισμοί αποκτούν αγαθά, υπηρεσίες και έργα — και ο οποίος αντιπροσωπεύει το 15% περίπου της εγχώριας παραγωγής τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το ποσοστό μεταφράζεται σε πολλαπλά τρισεκατομμύρια δολάρια, και εξηγεί γιατί η αγορά αυτή υπήρξε ιστορικά ένα από τα πλέον προστατευμένα «οχυρά» της εθνικής οικονομικής πολιτικής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς το 1992, ήταν από τους πρώτους διεθνείς δρώντες που άνοιξαν τη δημόσια αγορά προμηθειών στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό, εναρμονίζοντας τη νομοθεσία των κρατών-μελών προς ένα κοινό πλαίσιο διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Ωστόσο, στο διεθνές επίπεδο, η ιστορία της απελευθέρωσης των κρατικών προμηθειών είναι πολύ πιο πρόσφατη.

Μέχρι και το 1980, οι αγορές αυτές παρέμεναν ερμητικά κλειστές στον διεθνή ανταγωνισμό. Το πρώτο ρήγμα ήρθε στον “Γύρο του Τόκιο” (1973-79), στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το Γενικό Σύμφωνο Δασμών και Εμπορίου (GATT). Τότε, τα βιομηχανικά κράτη συμφώνησαν να ανοίξουν δειλά τις προμήθειες αγαθών από κυβερνήσεις – μία σημαντική υποχώρηση σε έναν από τους πιο παραδοσιακά προστατευμένους τομείς του εμπορίου.

Η μεγάλη τομή ήρθε όμως το 1994, με την ολοκλήρωση του “Γύρου της Ουρουγουάης” και την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Στο Μαρακές, υπογράφηκε η Γενική Συμφωνία Δημοσίων Προμηθειών (GPA), μια πολυμερής συμφωνία που θέσπισε κανόνες διαφάνειας, αμεροληψίας και μη διακριτικής μεταχείρισης για τις κρατικές αγορές, με την προϋπόθεση ότι τα συμμετέχοντα κράτη αποδέχονται ρητά τη συμφωνία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρότι υπέγραψαν και συμμετέχουν ενεργά στην GPA, δεν άνοιξαν εξίσου πλήρως την αγορά τους. Μόλις 37 πολιτείες δεσμεύονται από τη συμφωνία, με πληθώρα εξαιρέσεων και περιορισμών, που περιλαμβάνονται σε ειδικά παραρτήματα. Στην πραγματικότητα, η συμμόρφωση των ΗΠΑ υπήρξε επιλεκτική και σταδιακή, με το βλέμμα στραμμένο στην εγχώρια βιομηχανική προστασία.

Κεντρικό εργαλείο αυτής της πολιτικής υπήρξε η “Buy American Act” (BAA), ένας νόμος του 1933, που υποχρεώνει τις δημόσιες αρχές των ΗΠΑ να προτιμούν προϊόντα αμερικανικής κατασκευής. Για να θεωρηθεί ένα προϊόν “Made in USA”, τουλάχιστον το 50% της προστιθέμενης αξίας του πρέπει να προέρχεται από ενδιάμεσα προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατικές υπηρεσίες επιλέγουν αμερικανικά προϊόντα ακόμα και όταν είναι έως και 50% ακριβότερα από τα αντίστοιχα ξένα.

Εξαιρέσεις υπάρχουν, φυσικά – ιδίως όταν ένα αγαθό δεν παράγεται εγχωρίως ή όταν υπερισχύει κάποια διεθνής συμφωνία, όπως η GPA. Όμως το πνεύμα της BAA παραμένει βαθιά πατριωτικό και παρεμβατικό, ειδικά υπό ηγεσίες με προστατευτικό προσανατολισμό.

Η πολιτική στροφή Τραμπ και το “νέο χαρτί”

Ο πρώην (και ενδεχομένως επόμενος) πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αφού επέβαλε δασμούς σε κρίσιμες εισαγωγές από την Κίνα και άλλες χώρες, φάνηκε να απογοητεύεται από την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων. Η απουσία ικανοποιητικών αποτελεσμάτων σε επίπεδο θέσεων εργασίας ή αναγέννησης της βιομηχανίας, τον οδηγεί – σύμφωνα με παρατηρητές – σε αναδίπλωση.

Όμως σε μια προεκλογική περίοδο, τέτοιες μεταβολές πολιτικής απαιτούν αντισταθμιστικά οφέλη για να «χρυσώσουν το χάπι». Και εκεί μπαίνει ξανά στο προσκήνιο η “Buy American Act”.

Η πολιτική εκμετάλλευση της BAA από τον Τραμπ δεν αποκλείεται να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όχι απλώς μέσω της ενίσχυσης των εξαιρέσεων στη GPA, αλλά με πλήρη επαναφορά των αυστηρότερων ρυθμίσεων υπέρ των αμερικανικών προϊόντων – ακόμη και σε βάρος των κανόνων του ΠΟΕ. Μια τέτοια μονομερής κίνηση θα σήμαινε αποκλεισμό πολλών ξένων προμηθευτών από την τεράστια αγορά κρατικών προμηθειών των ΗΠΑ, αξίας σχεδόν 4 τρισ. δολαρίων ετησίως.

Αν και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας ενέργειας θα είναι ηπιότερες σε σχέση με την επιβολή δασμών, το πλήγμα σε ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ θα είναι πραγματικό και στοχευμένο. Για την Ε.Ε. και χώρες όπως η Ιαπωνία ή ο Καναδάς, που έχουν επενδύσει στη συμμετοχή τους στη GPA, η μονομερής στροφή της Ουάσινγκτον θα αποτελέσει σοβαρή πρόκληση.

Εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας

Για τον Τραμπ, η πλήρης ενεργοποίηση της Buy American Act μπορεί να προσφέρει ένα πολιτικό αφήγημα νίκης, σε μια στιγμή που πιθανές υποχωρήσεις στο μέτωπο των δασμών θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ήττες. Και όσο κι αν η παγκόσμια κοινότητα αντιδρά, η εμπειρία δείχνει ότι το πολιτικό marketing μπορεί να μετατρέψει ακόμη και μια αντιστροφή πορείας σε ευκαιρία αναστήλωσης του ηγετικού προφίλ.

Το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι: μέχρι πού μπορεί να φτάσει η Ουάσινγκτον χωρίς να διαρρήξει τους κανόνες του πολυμερούς εμπορίου; Και πόσες ακόμη παραβιάσεις θα αντέξει το ήδη εύθραυστο οικοδόμημα της παγκοσμιοποίησης;