Στην πρώτη επίσημη καταγραφή των δυνητικών ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας σε ρυθμιστικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρεται το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο διευκρινίζει με ανακοίνωσή του ότι η αποτύπωση αυτή έγινε πρόσφατα στον χάρτη του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) της χώρας. Η κεντρική έννοια της ανακοίνωσης είναι το επίμαχο «δυνητικά», που υπογραμμίζει τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί και, ενδεχομένως, να υποχωρήσει από αυτά τα όρια, αποδεικνύοντας έτσι την προθυμία της για διάλογο με την Τουρκία. Παρά τις διαβεβαιώσεις του ΥΠΕΞ, το οποίο σε άλλη του διευκρινιστική σημείωση αναφέρει ότι «Το ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι κάνουμε εκπτώσεις από τις θέσεις μας», η αντίφαση παραμένει προφανής και εύλογα εγείρει αμφιβολίες.
Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, η υφαλοκρηπίδα κάθε κράτους εκτείνεται μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές του, όμως λόγω της μικρής απόστασης στη Μεσόγειο, η οριοθέτηση αυτή πρέπει να υπολογίζεται με βάση τη μέση γραμμή μεταξύ των δύο ακτών. Ωστόσο, η τουρκική πλευρά απορρίπτει την αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών, επιμένοντας ότι η μέση γραμμή θα πρέπει να υπολογιστεί ανάμεσα στις ανατολικές ελληνικές και τις δυτικές τουρκικές ακτές.
Αυτό δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για το περιθώριο πραγματικής διαπραγμάτευσης. Είναι δύσκολο να συζητήσει κανείς τις θαλάσσιες ζώνες με έναν γείτονα που αμφισβητεί την κυριαρχία του απέναντι του και αρνείται να αναγνωρίσει τα νόμιμα δικαιώματα της χώρας. Η προσέγγιση αυτή φαντάζει παράλογη, παρομοιάζοντας την επιθυμία συζήτησης με τον διαπραγματευτή του τιμαλφών με έναν διαρρήκτη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι εκπρόσωποι φορέων και διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, εμφανίζονται όχι μόνο διατεθειμένοι να συζητήσουν με την Τουρκία, αλλά και να αποδεχτούν, ενδεχομένως, μια συμβιβαστική λύση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δήλωση της Μαρίας Γαβουνέλη, καθηγήτριας στη Νομική Σχολή και γενικής διευθύντριας του ΕΛΙΑΜΕΠ, σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή, όπου υποστήριξε ότι «δεν οριοθετούμε περάσματα μόνο για εμάς τους δύο (Ελλάδα και Τουρκία), αλλά και για όλους τους γείτονες του Εύξεινου Πόντου». Επεσήμανε επίσης την ανάγκη να βρεθεί μια «μέση λύση» που θα επιτρέψει στην Τουρκία να υποχωρήσει από τις ακραίες θέσεις της, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει πως αυτές οι προτάσεις έρχονται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τις αρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Η καθηγήτρια, ενώ γνωρίζει την αρχή της «αβλαβούς διέλευσης» που επιτρέπει τη διέλευση ξένων σκαφών από τα χωρικά ύδατα άλλου κράτους, φαίνεται να την παραβλέπει, με στόχο να στηρίξει το δικό της αφήγημα και να καλλιεργήσει έναν συναισθηματικό εκβιασμό προς την ελληνική κοινή γνώμη. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει την ανησυχητική τάση όπου επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις υποτάσσονται σε πολιτικές σκοπιμότητες, παραμορφώνοντας τις αρχές του Δικαίου της Θάλασσας και θέτοντας σε αμφισβήτηση την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας.