24 Μαΐου, 2025
Οικονομία

Κλονισμένη ανάκαμψη: Η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμέτωπη με τους δασμούς Τραμπ

Πιο ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη, ήδη ευάλωτη από την εξάρτησή της από το παγκόσμιο εμπόριο, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο οικονομικούς γίγαντες — τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο των Ηνωμένων Πολιτειών φέρνει ξανά στην επιφάνεια τον εφιάλτη των εμπορικών πολέμων, με την Ευρώπη να βρίσκεται ξανά στο στόχαστρο. Οι απειλές του για επιβολή νέων δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ιδιαίτερα σε τομείς-κλειδιά, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και τα γεωργικά προϊόντα, έχουν σημάνει συναγερμό στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι βλέπουν να αναβιώσει το σενάριο της τετραετίας 2016-2020, όταν η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, υπό την προεδρία Τραμπ, χαρακτήρισε τους Ευρωπαίους εταίρους περισσότερο ως ανταγωνιστές παρά ως συμμάχους.

Οι πιθανές δασμολογικές επιβαρύνσεις πλήττουν άμεσα τη γερμανική βιομηχανία, που βασίζεται σε εξαγωγές οχημάτων προς την αμερικανική αγορά. Οποιαδήποτε αναβίωση αυτών των μέτρων που έχει αλυσιδωτές συνέπειες όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για ολόκληρη την ευρωζώνη, επιβαρύνοντας την ήδη εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Παράλληλα, οι γεωργικές εξαγωγές από χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να βρεθούν εκτός αγοράς ή να χάσουν την ανταγωνιστικότητά τους λόγω αυξημένων τιμών.

Η προοπτική μιας νέας διακυβέρνησης Τραμπ προκαλεί διπλωματική κινητικότητα στην Ευρώπη, με στόχο είτε την πρόληψη της επιβολής νέων δασμών μέσω διαπραγματεύσεων είτε την εξεύρεση εναλλακτικών εμπορικών εταίρων για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Ωστόσο, οι επιλογές είναι περιορισμένες και η ευρωπαϊκή ενότητα δοκιμάζεται, καθώς κάθε κράτος μέλος έχει διαφορετική έκθεση στις αμερικανικές εμπορικές πιέσεις και διαφορετικά συμφέροντα να διαφυλάξει.

Η προσαρμογή της πέφτει και πάλι στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που καλούνται να επανασχεδιάσουν στρατηγικές, να χρησιμοποιήσουν το κόστος ή να επενδύσουν σε νέες αγορές, τη στιγμή που η γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι υψηλές τιμές ενέργειας περιορίζουν τα περιθώρια αντίδρασης. Το ενδεχόμενο μιας σκληρής γραμμής από την Ουάσινγκτον, χωρίς περιθώρια ουσιαστικού διαλόγου, ενισχύει την αίσθηση ότι η Ευρώπη μπαίνει ξανά σε μια περίοδο εμπορικής και οικονομικής ανασφάλειας, χωρίς ξεκάθαρο πλάνο διαφυγής.

Τα του Τραμπ δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό αμερικανικό ζήτημα· είναι μια διεθνής μεταβλητή που προκαλεί σεισμικές δονήσεις στο οικονομικό οικονομικό οικοδόμημα. Αν η Ευρώπη δεν προετοιμάζεται έγκαιρα και συλλογικά, η επόμενη θητεία Τραμπ μπορεί να μην φέρει απλώς αβεβαιότητα, αλλά ουσιαστική υπονόμευση της παγκόσμιας εμπορικής της θέσης.

Το 2025 ξεκίνησε με μια νότα αισιοδοξίας για την ευρωπαϊκή οικονομία. Τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου έδειξαν ρυθμό ανάπτυξης 0,4% στην ευρωζώνη, σχεδόν διπλάσιο από το 0,2% του τελευταίου τριμήνου του 2024. πληθωρισμού και αστάθειας. Η ανεργία μειωνόταν σταθερά, ο πληθωρισμός πλησίαζε επιτέλους τον στόχο της Κεντρικής Τράπεζας και η καταναλωτική εμπιστοσύνη έδειχνε δειλά σημάδια ανάκαμψης.

Η αίσθηση ότι η οικονομία ανέπνεε ξανά κράτησε ελάχιστα. Στις 2 Απριλίου μόλις δύο ημέρες μετά τη λήξη του πρώτου τριμήνου, ο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε παγκόσμιο σοκ ανακοινώνοντας την επιβολή εκτεταμένων δασμών σχεδόν σε όλους τους βασικούς εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ευρώπη βρέθηκε και πάλι στο στόχαστρο, με δασμό 20% να επιβάλλεται σε μεγάλους εύρος προϊόντων — από αυτοκίνητα μέχρι φαρμακευτικά είδη. Η απόφαση αυτή είναι βαρύ για την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, και ειδικά από τη διατήρηση ανοιχτής και ανταγωνιστικής πρόσβασης στην αμερικανική αγορά, η σημαντικότερη εξαγωγική της διέξοδος.

Το πλήγμα ήταν άμεσο και πολυδιάστατο. Η αυτοκινητοβιομηχανία —με επίκεντρο τη Γερμανία— βρέθηκε μπροστά σε νέους υπολογισμούς βιωσιμότητας. Η φαρμακοβιομηχανία, επίσης άμεσα εκτεθειμένη, απειλείται με απώλεια μεριδίων σε μια από τις πιο προσοδοφόρες αγορές στον κόσμο. Οι κυβερνήσεις καλούνται τώρα να διαχειριστούν μια κρίση που δεν περιμέναν, με μέτρα που δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το σοκ. Οι ελπίδες για μια σταθερή πορεία ανάκαμψης διαλύθηκαν μέσα σε λίγες ώρες, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον φόβο της βεβαιότητας και της εξωτερικής εξάρτησης.

Η Ευρώπη βρίσκεται πλέον σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: πρέπει να αποφασίσει αν θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί ξανά με μια Ουάσινγκτον που λειτουργεί με όρους μονομερών στρατηγικών πίεσης ή αν θα επενδύσει στην επιτάχυνση της διαφοροποίησης των εξαγωγών και της οικονομικής της αυτονομίας. Ό,τι κι αν επιλέξει, ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος — και η ψευδαίσθηση ανάκαμψης του 2025 δείχνει πόσο εύθραυστο παραμένει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η αίσθηση ότι η οικονομία ανέπνεε ξανά κράτησε ελάχιστα. Στις 2 Απριλίου μόλις δύο ημέρες μετά τη λήξη του πρώτου τριμήνου, ο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε παγκόσμιο σοκ ανακοινώνοντας την επιβολή εκτεταμένων δασμών σχεδόν σε όλους τους βασικούς εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ευρώπη βρέθηκε στο Στόχαστρο με Δασμούς 20% να επιβάλλονται σε πλήθος προϊόντων, από αυτοκίνητα έως φαρμακευτικών ειδών, πλήττοντας τα πυρήνα των ευρωπαϊκών εξαγωγών και κλονίζοντας τις εύθραυστες προσδοκίες ανάκαμψης.

Η επίπτωση ήταν άμεση και έντονη. Όλες οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη άρχισαν να αναθεωρούνται προς τα κάτω. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος της κατρακύλησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 μηνών, καταγράφοντας την απότομη επιδείνωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στη Γερμανία, ήρθαν αντιμέτωπες όχι μόνο με αυξημένο κόστος αλλά και με αστάθεια σχετικά με τη βιωσιμότητα των επενδύσεων και την πρόσβασή τους στην κρίσιμη αμερικανική αγορά.

Παρότι ο Τραμπ προσωρινή αναστολή 90 ημερών για μερίδα των δασμών, η αβεβαιότητα δεν υποχώρησε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αιφνιδιασμένη και χωρίς συντονισμένο σχέδιο αντίδρασης, πασχίζει να διαχειριστεί την κρίση. Στο τραπέζι βρίσκονται αντίποινα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει ούτε το οικονομικό βάρος ούτε τη γεωπολιτική αυτοπεποίθηση για μια σύγκρουση μακράς διάρκειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι σχέσεις με την Κίνα, τον έτερο μεγάλο παγκόσμιο πόλο, είναι ήδη τεταμένες, περιορίζοντας τις επιπλέον εναλλακτικές διπλωματικής πίεσης.

Η ελπίδα για διπλωματική ένωση συγκρούεται με την πραγματικότητα ότι οι δασμοί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής στρατηγικής του Τραμπ. Οι πιθανότητες να εγκαταλείψει μια τακτική που ενισχύει την εικόνα του ισχυρού διαπραγματευτικού στοιχείου στο εσωτερικό των ΗΠΑ είναι περιορισμένες, και η Ευρώπη το γνωρίζει.

Η κατάσταση στη Γερμανία, ο οικονομικός κινητήρας της Ευρώπης, γίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική. Μετά από δύο διαδοχικά έτη συρρίκνωσης της ΑΕΠ, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς αναγκάστηκε να μηδενίσει τις προβλέψεις για το 2025. Το πακέτο μέτρων ύψους 500 δισ. αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από τους αναλυτές. Οι περισσότεροι εκτιμούν πως, όσο οι εξωτερικές πιέσεις παραμένουν ανεξέλεγκτες και οι εμπορικές ροές απειλούνται, καμία εσωτερική παρέμβαση δεν μπορεί να παραχθεί γρήγορα και ουσιαστικά.

Η προσοχή στρέφεται ήδη στον Φρίντριχ Μερτς, τον πολιτικό διάδοχο που πρέπει να αναλάβει την καγκελαρία μετά τις εκλογές. Οι προσδοκίες είναι μεγάλες, όμως τα περιθώρια ελιγμών στενεύουν καθημερινά. Η Ευρώπη καλείται να πάρει αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα, μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής εξάρτησης από δυνάμεις που δεν ελέγχει. Το φάντασμα της εμπορικής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ ξαναζωντανεύει, θέτοντας σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάκαμψης, αλλά και τη γεωοικονομική ισορροπία της ηπείρου στο σύνολό της.

Πιο ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη, ήδη ευάλωτη από την εξάρτησή της από το παγκόσμιο εμπόριο, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο οικονομικούς γίγαντες — τις ΗΠΑ και την Κίνα — που συγκρούονται ανοιχτά και απαιτούν από τους υπόλοιπους να πάρουν θέση. Σε αυτό το γεωοικονομικό σκηνικό, η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει αβοήθητη, χωρίς ισχυρούς συμμάχους, παλεύοντας για να διατηρήσει την ενότητα και την ανταγωνιστικότητά της.

Η υποχώρηση του πληθωρισμού και η στροφή της ΕΚΤ σε πολιτική χαμηλών επιτοκίων προσφέρουν κάποια ανακούφιση, όμως δεν αρκούν. Οι εταιρείες παραμένουν επιφυλακτικές, η ζήτηση περιορίζεται, και οι επενδύσεις παγώνουν. Εάν δεν υπάρξει σύντομα μια ανατροπή στην αμερικανική εμπορική στρατηγική ή μια ταχεία στροφή της Ευρώπης σε νέες αγορές και στρατηγικές συμμαχίες, τότε η ύφεση που όλοι φοβούνταν δεν είναι απλώς πιθανή — είναι σχεδόν αναπόφευκτη.