Ο όρος «ομαδική απόφαση» χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία μέσω της οποίας μια ομάδα καταλήγει σε ένα κοινό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ιδέα μιας ομαδικής απόφασης είναι περισσότερο περιγραφική παρά ακριβής, καθώς στην πράξη οι αποφάσεις προέρχονται από τα άτομα που απαρτίζουν την ομάδα και όχι από την ομάδα ως συλλογικότητα. Αν και η φράση «η ομάδα αποφάσισε» μπορεί να ακούγεται φυσική και αποδεκτή, στην πραγματικότητα η διαδικασία είναι συχνά πολύ πιο περίπλοκη και αφορά τη συνάντηση και τη σύγκλιση των ατομικών επιλογών των μελών της ομάδας. Το να λέμε ότι μια ομάδα αποφασίζει, είναι περισσότερο ένας τρόπος περιγραφής μιας διαδικασίας όπου τα μέλη της, κάθε ένα ξεχωριστά, καταλήγουν σε μια απόφαση που αντανακλά τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις τους, οι οποίες, τελικά, συμβαδίζουν ή συγκλίνουν. Η ομάδα, με αυτή την έννοια, δεν είναι ένας αυτόνομος οργανισμός με ενιαία βούληση, αλλά το αποτέλεσμα των επιμέρους δράσεων των μελών της.
Αυτή η οπτική δεν είναι καινούργια. Ο οικονομολόγος Λούντβιχ φον Μίζες, στο έργο του «Human Action» που δημοσιεύθηκε το 1949, υποστήριξε ότι μόνο τα άτομα δρουν και ότι οι κοινωνικές συλλογικότητες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη έξω από τις ενέργειες των ατόμων που τις αποτελούν. Κατά τον Μίζες, μια συλλογικότητα, όπως μια ομάδα ή μια εταιρεία, λειτουργεί μόνο μέσω των ενεργειών των ατόμων της και η «δράση» της συλλογικότητας είναι, στην πραγματικότητα, η συνέπεια των πράξεων των μεμονωμένων ατόμων. Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων στην ομάδα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ενέργειες που εκτελούνται από τα άτομα συνδέονται με τη συλλογικότητα μόνο ως «δευτερογενής πηγή». Δηλαδή, η ομάδα δεν έχει μια ενιαία «θέληση» ή «βούληση», παρά μόνο μια συνισταμένη από τις βουλήσεις των μελών της.
Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που οι ομάδες παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τους άλλους, στην πραγματικότητα, αυτές οι αποφάσεις είναι το άθροισμα των ατομικών επιθυμιών, συμφερόντων και προτιμήσεων των μελών της. Ο συνδυασμός αυτών των επιθυμιών οδηγεί σε μια απόφαση που, ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύει απαραίτητα μια ενιαία βούληση. Για παράδειγμα, όταν λέμε «η εταιρεία Α αποφάσισε να εξαγοράσει την εταιρεία Β», στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή μπορεί να έχει ληφθεί από τον διευθύνοντα σύμβουλο ή το διοικητικό συμβούλιο, όχι από την ίδια την εταιρεία ως σύνολο. Η γλώσσα συχνά αποδίδει τέτοιες αποφάσεις στις «εταιρείες» ή άλλες οργανωτικές οντότητες για λόγους συντομίας, αλλά αυτό δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα μιας συλλογικής βούλησης, κάτι που στην ουσία δεν συμβαίνει.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει μια κρίσιμη παρανόηση που υπάρχει σε πολλές συζητήσεις γύρω από τη λειτουργία των ομάδων και την εξουσία τους. Η ομάδα, ως σύνολο, δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει ή να αποφασίσει από μόνη της. Η δράση της είναι το άθροισμα των ενεργειών των ατόμων της, που συχνά καθορίζονται από προσωπικά συμφέροντα, στόχους ή επιθυμίες. Αυτή η οπτική δεν σημαίνει ότι οι ομάδες είναι ασήμαντες ή ότι δεν παίζουν κάποιο ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Αντίθετα, οι ομάδες και οι οργανισμοί είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνική δομή, ωστόσο, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η δράση τους εξαρτάται από τα άτομα που τις απαρτίζουν και όχι από κάποια ανεξάρτητη «ομαδική βούληση».
Ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή μπορεί να φωτίσει περαιτέρω αυτή τη διάκριση. Φανταστείτε τρεις φίλους που συζητούν για το πού θα πάνε για μεσημεριανό. Ο πρώτος προτείνει να πάνε σε ένα μαγαζί με μπιφτέκια, ο δεύτερος απαντά ότι έχει φάει μπιφτέκια την προηγούμενη μέρα και προτείνει ένα ταχυφαγείο στη γειτονιά. Ο πρώτος συμφωνεί, λέγοντας ότι στο ταχυφαγείο σερβίρονται καλά σάντουιτς, και ο τρίτος λέει ότι του φαίνεται καλή ιδέα. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη είναι ότι κάθε φίλος έκανε μια ατομική επιλογή, η οποία τελικά συνέκλινε με τις επιλογές των άλλων. Αν λέμε ότι η παρέα «αποφάσισε» να πάει στο ταχυφαγείο, στην ουσία περιγράφουμε μια συνισταμένη των ατομικών αποφάσεων των τριών φίλων, όχι μια συλλογική απόφαση με ενιαία βούληση.
Η αντίληψη ότι μόνο τα άτομα δρουν επεκτείνεται και σε μεγαλύτερες κοινωνικές δομές, όπως οι οργανισμοί ή τα κράτη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν ακούμε ότι «το κράτος αποφάσισε να εισβάλει σε άλλη χώρα» ή «η εταιρεία αποφάσισε να επενδύσει σε νέο έργο», πρέπει να θυμόμαστε ότι η απόφαση δεν προέρχεται από το «κράτος» ή την «εταιρεία» ως συλλογικότητα, αλλά από τα άτομα που την εκπροσωπούν ή την εκτελούν. Η «απόφαση» είναι, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα της δράσης συγκεκριμένων ατόμων – πολιτικών, διευθυντών, συμβούλων και άλλων, που μέσω της διαδικασίας λήψης αποφάσεων έχουν καταλήξει σε ένα κοινό συμπέρασμα.
Το γεγονός ότι η απόφαση είναι τελικά αποτέλεσμα ατομικών επιλογών δεν αναιρεί τη σημασία των κοινωνικών και οργανωτικών δικτύων μέσα στα οποία δρουν τα άτομα. Όπως υπογραμμίζει ο Φρήντριχ Χάγιεκ, τα άτομα δεν δρουν απομονωμένα, αλλά εντός κοινωνικών πλαισίων – οικογένειες, οργανισμούς, κοινωνίες. Ο Χάγιεκ σημειώνει ότι η ανθρώπινη φύση διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Παρόλο που τα άτομα παραμένουν υπεύθυνα για τις αποφάσεις τους, αυτές οι αποφάσεις συχνά επηρεάζονται και καθορίζονται από τις κοινωνικές συνθήκες και το κοινωνικό δίκτυο στο οποίο εντάσσονται.
Έτσι, ακόμη και αν τα άτομα λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τα προσωπικά τους συμφέροντα, οι αποφάσεις αυτές συχνά επηρεάζονται από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και τις αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους. Όταν μια ομάδα ή μια εταιρεία αποφασίζει να κάνει κάτι, η απόφαση αυτή μπορεί να έχει επιπτώσεις σε πολλά μέρη και άτομα, και τα συμφέροντα των άλλων μελών της ομάδας ή του οργανισμού παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση που ακολουθείται. Αν και, τελικά, οι αποφάσεις παραμένουν ατομικές, η κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων κάνει τις επιλογές τους να συνδέονται με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων γύρω τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η λήψη απόφασης σε ομάδα ή συλλογικότητα περιλαμβάνει διάφορους παράγοντες, όπως τη συνεννόηση, τη συμφωνία ή τη διαφωνία, και την ανάγκη για κοινές διαδικασίες. Στην πράξη, κάθε ομάδα πρέπει να έχει κάποιους κανόνες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, για να διασφαλίσει ότι η διαδικασία είναι δίκαιη και διαφανής. Αυτοί οι κανόνες μπορεί να περιλαμβάνουν την ομοφωνία ή την πλειοψηφία, τη διαχείριση της ισοψηφίας, και την αποφυγή φαινομένων όπως η «συλλογική σκέψη», όπου οι απόψεις των μελών παραγκωνίζονται υπέρ της συνολικής συμφωνίας. Το να διασφαλιστεί ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην απόφαση έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Τελικά, οι «ομαδικές αποφάσεις» είναι αποτέλεσμα ατομικών επιλογών, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να κατανοηθεί για να αναγνωρίσουμε τις πραγματικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τις συλλογικές ενέργειες και τα αποτελέσματα. Αν και οι ομάδες και οι οργανισμοί είναι σημαντικοί για την κοινωνία, η κατανόηση της φύσης τους ως συνόλων ατομικών δράσεων μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαδικασίες που οδηγούν σε ομαδικές αποφάσεις και να εξασφαλίσουμε ότι αυτές οι διαδικασίες είναι διαφανείς και δίκαιες για όλα τα μέλη.