Η ίδρυση της νέας Γενικής Γραμματείας έγινε σε συνεννόηση και έπειτα από συμφωνία με τον κ. Δένδια
Οι ισχυρισμοί περί «υφαρπαγής αρμοδιοτήτων» του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με αφορμή την ίδρυση της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Ασφάλειας δεν ευσταθούν και στερούνται ουσιαστικής βάσης. Η δημιουργία της συγκεκριμένης Γραμματείας, που εντάσσεται οργανικά στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, δεν αποσκοπεί στην υπονόμευση του ρόλου ή των ευθυνών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αλλά στην ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων και στην αναβάθμιση της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας με όρους συντονισμού, πρόληψης και ανθεκτικότητας.
Η εθνική ασφάλεια, στη σύγχρονη εποχή, δεν περιορίζεται μόνο στη στρατιωτική ισχύ και την αποτροπή εξωτερικών απειλών. Αποτελεί πολυδιάστατη έννοια που περιλαμβάνει υβριδικές απειλές, κυβερνοασφάλεια, ενεργειακή ασφάλεια, διαχείριση φυσικών καταστροφών και άλλους παράγοντες που υπερβαίνουν τα παραδοσιακά όρια των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ίδρυση μιας οριζόντιας δομής, όπως η Γενική Γραμματεία Εθνικής Ασφάλειας, έρχεται να καλύψει ένα θεσμικό κενό στον σχεδιασμό και στη διαλειτουργικότητα όλων των συναρμόδιων φορέων του κρατικού μηχανισμού, χωρίς να θίγει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αποστολή και τις εξουσίες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο σχεδιασμός της Γραμματείας βασίζεται σε διεθνή πρότυπα και καλές πρακτικές, με στόχο τη συγκέντρωση κρίσιμων πληροφοριών, την επεξεργασία ενιαίων σεναρίων απειλών και την υποστήριξη της κυβέρνησης σε στρατηγικό επίπεδο λήψης αποφάσεων. Ούτε επιχειρεί να υποκαταστήσει τα Επιτελεία ούτε να παρακάμψει το ΚΥΣΕΑ ή τον θεσμικό ρόλο του Υπουργού Άμυνας. Αντιθέτως, ενισχύει τη δυνατότητα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών ασφαλείας, πολιτικής προστασίας, πληροφοριών και άμυνας, ενισχύοντας τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα σε περιβάλλοντα υψηλής πίεσης και ταχείας εξέλιξης.
Οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από πολιτικούς κύκλους, όπως αυτές του κ. Δένδια, στερούνται πρακτικής θεμελίωσης και ενδέχεται να οφείλονται είτε σε παρερμηνεία του σκοπού της νέας δομής είτε σε πολιτικούς σχεδιασμούς. Η δημόσια συζήτηση γύρω από την εθνική ασφάλεια απαιτεί νηφαλιότητα, τεκμηρίωση και συνείδηση των σύγχρονων προκλήσεων. Η ασφάλεια δεν είναι υπόθεση ενός μόνο υπουργείου, αλλά συλλογική εθνική ευθύνη που απαιτεί συντονισμό, εμπιστοσύνη και διαφάνεια μεταξύ όλων των θεσμικών παικτών.
Η ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, λοιπόν, μέσα από θεσμικά εργαλεία που δεν παρακάμπτουν αλλά υποστηρίζουν τους υφιστάμενους μηχανισμούς, δεν συνιστά υφαρπαγή, αλλά αναγκαία εξέλιξη ενός κράτους που οφείλει να προσαρμόζεται και να θωρακίζεται έναντι των σύνθετων και διαρκώς μεταβαλλόμενων απειλών.
Ανυπόστατα αποδείχθηκαν τα σενάρια που κυκλοφόρησαν από Μέσα ενημέρωσης προσκείμενα στην αντιπολίτευση και έκαναν λόγο για «δυσαρέσκεια» του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια, σχετικά με τη σύσταση της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Ασφάλειας. Η πραγματικότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, καθώς η ίδρυση της νέας Γραμματείας πραγματοποιήθηκε έπειτα από συνεννόηση και συμφωνία με τον ίδιο τον κ. Δένδια.
Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώνεται και από το χρονοδιάγραμμα των επίσημων ανακοινώσεων. Ο Πρωθυπουργός παρουσίασε τη δημιουργία της νέας δομής στις αρχές Απριλίου, στο πλαίσιο της ενημέρωσης της Βουλής για το Μακροπρόθεσμο Πρόγραμμα Αμυντικών Εξοπλισμών — πρόγραμμα το οποίο καταρτίστηκε από τον ίδιο τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και του κοινοβουλευτικού βήματος καταδεικνύει όχι μόνο την πλήρη γνώση αλλά και τη συναίνεση του κ. Δένδια.
Παραμένει σταθερή η θέση του Υπουργού ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας πρέπει να έχει την κύρια ευθύνη για τον σχεδιασμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων και για την τεχνική αξιολόγηση του τύπου του οπλικού συστήματος που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρόκειται για ζήτημα στρατιωτικής επιχειρησιακής επάρκειας και τεχνογνωσίας που προφανώς παραμένει στον φυσικό του φορέα, δηλαδή στο Υπουργείο Άμυνας.
Ωστόσο, όσον αφορά την τελική απόφαση για την προμήθεια οπλικών συστημάτων, ο κ. Δένδιας αναγνωρίζει ότι αυτή θεσμικά ανήκει στην Κυβέρνηση, και συγκεκριμένα, με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 38/2025, ασκείται μέσα από τη λειτουργία αυτοτελούς τμήματος θεμάτων ΚΥΣΕΑ που υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Εθνικής Ασφάλειας. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η θεσμική οριοθέτηση των ρόλων και η διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, χωρίς επικαλύψεις αρμοδιοτήτων.
Η ίδρυση της Γραμματείας, επομένως, όχι μόνο δεν προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις του Υπουργού Άμυνας με το κυβερνητικό επιτελείο, αλλά αποτέλεσε προϊόν συνεργασίας και σχεδιασμού σε θεσμικό επίπεδο. Οποιαδήποτε απόπειρα να παρουσιαστεί διαφορετικά η κατάσταση εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την αλήθεια.