Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα φαίνεται να κάνουν ένα πρώτο βήμα προς την αποκλιμάκωση της έντασης που πυροδότησε έναν σφοδρό εμπορικό πόλεμο, καθώς οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη προετοιμάζονται για απευθείας συνομιλίες στην Ελβετία. Πρόκειται για την πρώτη συνάντηση υψηλόβαθμων εμπορικών αξιωματούχων των δύο χωρών από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επέβαλε μονομερώς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα στις αρχές Ιανουαρίου. Η απόφαση εκείνη είχε προκαλέσει την άμεση αντίδραση του Πεκίνου, με συνέπεια την έναρξη μιας σκληρής και παρατεταμένης αντιπαράθεσης, κατά την οποία οι δύο πλευρές επέβαλλαν εκατέρωθεν αυξανόμενους δασμούς. Οι εμπορικοί φραγμοί έχουν πλέον εκτοξευθεί, με τους δασμούς να αγγίζουν το 125% σε πολλές περιπτώσεις, ενώ σε ορισμένα προϊόντα από την Κίνα που εισάγονται στις ΗΠΑ, τα ποσοστά δασμών φτάνουν ακόμα και το 245%.
Το κλίμα μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω της σκληρής ρητορικής που κυριάρχησε τις τελευταίες εβδομάδες, με τις δύο πλευρές να ανταλλάσσουν δηλώσεις υψηλής έντασης, επιχειρώντας η καθεμία να εμφανίσει την άλλη ως αυτή που βρίσκεται σε μειονεκτική διαπραγματευτική θέση. Παρ’ όλα αυτά, οι εκπρόσωποι των δύο χωρών θα συναντηθούν αυτό το Σαββατοκύριακο, σε μια πολυαναμενόμενη συνάντηση, η οποία, αν και δεν αναμένεται να δώσει άμεσες λύσεις, εκλαμβάνεται ως ένα θετικό σημάδι πιθανής αποκλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Παρά την έντονη αντιπαράθεση, τις αλλεπάλληλες επιβολές δασμών και τα μέτρα αντιποίνων, Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα αφήνουν να διαφανεί ότι επιδιώκουν διέξοδο από το παρατεταμένο αδιέξοδο του εμπορικού πολέμου. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, παρέμενε ασαφές ποια από τις δύο πλευρές θα έκανε την πρώτη κίνηση. Όπως σημειώνει ο Στίβεν Όλσον, πρώην Αμερικανός διαπραγματευτής και νυν ανώτερος επισκέπτης στο Ινστιτούτο ISEAS-Yusof Ishak της Σιγκαπούρης, «καμία πλευρά δεν θέλει να φανεί ότι υποχωρεί». Σύμφωνα με τον ίδιο, οι συνομιλίες ξεκινούν τώρα επειδή και οι δύο χώρες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μπορούν να διαπραγματευτούν χωρίς να εκτεθούν ως αδύναμοι. Παρ’ όλα αυτά, η Κίνα έσπευσε να αποσαφηνίσει ότι οι διαβουλεύσεις ξεκίνησαν κατόπιν αμερικανικού αιτήματος. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Λιν Τζιαν, υποστήριξε ότι το Πεκίνο απλώς ανταποκρίθηκε στις πιέσεις που προέρχονταν από τις αμερικανικές επιχειρήσεις και καταναλωτές, παρουσιάζοντας τη συμμετοχή στις συνομιλίες ως ένδειξη καλής θέλησης.
Από την πλευρά του, ο Λευκός Οίκος εμφανίστηκε σε επιθετικό τόνο, με τη διοίκηση Τραμπ να ισχυρίζεται ότι οι Κινέζοι είναι εκείνοι που έχουν ανάγκη την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, εξαιτίας της δεινής κατάστασης της οικονομίας τους. «Είπαν ότι εμείς το ξεκινήσαμε; Λοιπόν, νομίζω ότι θα έπρεπε να ξανακοιτάξουν τα αρχεία τους», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη, προσπαθώντας να απορρίψει κάθε υπόνοια παραχώρησης εκ μέρους των ΗΠΑ. Ωστόσο, όσο πλησίαζαν οι συνομιλίες, ο τόνος του προέδρου μαλάκωσε, αφήνοντας περιθώρια για συνεννόηση. «Μπορούμε όλοι να παίζουμε παιχνίδια. Ποιος έκανε το πρώτο τηλεφώνημα, ποιος όχι – δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι τι θα συμβεί μέσα σε εκείνο το δωμάτιο», δήλωσε την Πέμπτη σε πιο συμφιλιωτικό ύφος.
Η χρονική στιγμή των διαβουλεύσεων δεν είναι τυχαία, ιδίως για την Κίνα. Η έναρξή τους συμπίπτει με την επίσημη επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα, κίνηση με ισχυρό συμβολισμό. Την Παρασκευή, ο Κινέζος πρόεδρος βρέθηκε στο πλευρό του Βλαντίμιρ Πούτιν στην παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης, με αφορμή την 80ή επέτειο της νίκης της Σοβιετικής Ένωσης επί της ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόντες ήταν και ηγέτες χωρών του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου, υπογραμμίζοντας την προσπάθεια του Πεκίνου να εμφανιστεί όχι μόνο ως οικονομική δύναμη, αλλά και ως παγκόσμιος πολιτικός πόλος. Το μήνυμα προς την Ουάσινγκτον είναι σαφές: η Κίνα διαθέτει εναλλακτικές, τόσο γεωπολιτικά όσο και εμπορικά. Επιχειρεί έτσι να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος, προβάλλοντας τη διεθνή της δικτύωση και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως παίκτη με ευρύτερη στρατηγική, πέρα από τον στενό άξονα Πεκίνο–Ουάσινγκτον. Παρά την κλιμάκωση των δασμών και την πολεμική ρητορική, το Πεκίνο φροντίζει να δείξει ότι δεν είναι απομονωμένο και δεν διαπραγματεύεται υπό πίεση — τουλάχιστον όχι χωρίς να το δείχνει.
Παρά τις σκληρές δηλώσεις και την επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι δασμοί ενισχύουν την αμερικανική οικονομία, και το Πεκίνο να δηλώνει ότι θα «πολεμήσει μέχρι τέλους», η πραγματικότητα αποτυπώνεται στα οικονομικά στοιχεία και για τις δύο πλευρές: ο εμπορικός πόλεμος προκαλεί σημαντική ζημιά. Στην Κίνα, η μεταποιητική δραστηριότητα υποχώρησε τον Απρίλιο στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2023, ενώ και ο τομέας των υπηρεσιών βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση των τελευταίων επτά μηνών, σύμφωνα με έρευνα του Caixin. Η βιομηχανική παραγωγή επηρεάζεται άμεσα, καθώς οι εξαγωγείς βλέπουν τα αποθέματα να συσσωρεύονται στις αποθήκες λόγω των δασμών, ακόμη κι αν δηλώνουν αισιοδοξία και εξετάζουν αγορές πέραν των ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, στην Ουάσινγκτον, η αμερικανική οικονομία καταγράφει την πρώτη συρρίκνωσή της τα τελευταία τρία χρόνια, με τον αντίκτυπο να είναι ιδιαίτερα αισθητός σε βιομηχανίες που εξαρτώνται από κινεζικές εισαγωγές. Επιχειρηματίες κάνουν λόγο για αποσταθεροποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιοκτήτη εταιρείας παιχνιδιών στο Λος Άντζελες που δηλώνει ότι η επιχείρησή του κινδυνεύει με πλήρη κατάρρευση. Ο ίδιος ο Τραμπ, αν και δημόσια εμφανίζεται αμετακίνητος, έχει παραδεχθεί ότι οι καταναλωτές στις ΗΠΑ θα πληρώσουν το τίμημα. Μέσα σε αυτό το οικονομικά πιεστικό πλαίσιο, η Κίνα φαίνεται να αλλάζει στρατηγική. Μετά την ολοκλήρωση της Πρωτομαγιάς —μια σημαντική περίοδο για τις εσωτερικές της ισορροπίες— οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο έκριναν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσει ο διάλογος. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Μπέρτ Χόφμαν από το East Asian Institute, η Κίνα αντιλαμβάνεται πλέον ότι μια συμφωνία είναι προτιμότερη από την παράταση της σύγκρουσης και, γι’ αυτό, επιλέγει μια ρεαλιστική προσέγγιση, αποδεχόμενη την ανάγκη για συνομιλίες.
Η αυξανόμενη κοινωνική και πολιτική πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα εντείνει την ανάγκη για αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, με τις δύο χώρες να αναζητούν μια προσωρινή έστω ανάσα μέσω των συνομιλιών στη Γενεύη. Ο Ντόναλντ Τραμπ, παρά τις δηλώσεις περί ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας, παραδέχτηκε έμμεσα το κόστος για τον μέσο Αμερικανό, λέγοντας σε υπουργικό συμβούλιο ότι «τα παιδιά στην Αμερική μπορεί να έχουν δύο κούκλες αντί για τριάντα» και πως αυτές «ίσως κοστίζουν μερικά δολάρια παραπάνω». Αυτή η παραδοχή έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η δημοτικότητά του φθίνει, με περισσότερους από το 60% των Αμερικανών να θεωρούν ότι δίνει υπερβολική έμφαση στους δασμούς, τη στιγμή που αυξάνονται οι ανησυχίες για πληθωρισμό και ενδεχόμενη ύφεση.
Την ίδια ώρα, και στην Κίνα η πίεση είναι εμφανής, με την επιβράδυνση της βιομηχανίας και τη στασιμότητα στον τομέα των υπηρεσιών να απειλούν την οικονομική σταθερότητα. Όπως επισημαίνει ο πρώην διαπραγματευτής Στίβεν Όλσον, «και οι δύο χώρες αισθάνονται πίεση να προσφέρουν λίγη ανακούφιση σε όλο και πιο ανήσυχες αγορές, επιχειρήσεις και εγχώριες κοινωνικές ομάδες». Υπό αυτές τις συνθήκες, μερικές ημέρες συνομιλιών στη Γενεύη δεν αναμένονται να λύσουν το πρόβλημα, αλλά εξυπηρετούν έναν άμεσο σκοπό: τη δημιουργία πολιτικής εντύπωσης κινητικότητας, τη μερική εκτόνωση των αγορών και την απόκρουση της εικόνας στασιμότητας και αδιαλλαξίας.
Παρά τη θετική δυναμική που φαίνεται να διαμορφώνεται ενόψει των επαφών στη Γενεύη, η πιθανότητα άμεσης συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Οι συνομιλίες, όπως εκτιμά ο καθηγητής Μπέρτ Χόφμαν, θα είναι κατά βάση διερευνητικές, με στόχο την ανταλλαγή θέσεων και, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαμόρφωση μιας κοινής ατζέντας για επόμενες συζητήσεις. Πρόκειται για ένα πρώτο βήμα σε μια διαδικασία που αναμένεται να διαρκέσει μήνες, όπως και στον προηγούμενο κύκλο διαπραγματεύσεων κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Τότε, χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να επιτευχθεί η λεγόμενη «συμφωνία πρώτης φάσης» στις αρχές του 2020, η οποία μερικώς ανέστειλε κάποιους δασμούς αλλά άφησε αναπάντητα κρίσιμα ζητήματα όπως οι κρατικές επιδοτήσεις στην κινεζική βιομηχανία και ένα σαφές χρονοδιάγραμμα άρσης των εμπορικών φραγμών. Στην πράξη, οι περισσότεροι από τους δασμούς εκείνης της περιόδου παρέμειναν ενεργοί και επί προεδρίας Μπάιντεν, ενώ οι προτεινόμενοι νέοι δασμοί από τον Τραμπ έρχονται να προστεθούν στο ήδη βαρύ πλαίσιο.
Αυτή τη φορά, οι δύο πλευρές ενδέχεται να αναζητήσουν μια συμφωνία που θα πάει ένα βήμα παραπέρα από εκείνη του 2020, αγγίζοντας ευρύτερα σημεία έντασης. Μεταξύ αυτών είναι το λαθρεμπόριο φαιντανύλης, για το οποίο οι ΗΠΑ ζητούν αυστηρότερη στάση από την Κίνα, αλλά και οι γεωπολιτικές σχέσεις του Πεκίνου με τη Μόσχα, που προκαλούν επιπρόσθετη ανησυχία στην Ουάσινγκτον. Παρόλα αυτά, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα βαθύτερα και πιο δομικά προβλήματα που ταλανίζουν τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας απέχουν πολύ από μια πιθανή επίλυση στο άμεσο μέλλον. Όπως τονίζει ο πρώην διαπραγματευτής Στίβεν Όλσον, αυτό που μπορεί ρεαλιστικά να αναμένει κανείς από τις επαφές στη Γενεύη είναι ένα σύνολο γενικόλογων δηλώσεων περί «ειλικρινούς διαλόγου» και «πρόθεσης για συνέχιση των συνομιλιών». Ουσιαστικά, η συνάντηση αυτή λειτουργεί περισσότερο ως ένδειξη πολιτικής βούλησης για αποκλιμάκωση, παρά ως μηχανισμός επίλυσης.