Με υπογραφή Τραμπ η ύφεση – Μεγάλος ο αντίκτυπος των δασμών σε εμπόριο και ανάπτυξη
Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών κατέγραψε ύφεση για πρώτη φορά από το 2022, προκαλώντας ανησυχία στους επενδυτές, τους αναλυτές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) συρρικνώθηκε για δύο διαδοχικά τρίμηνα, γεγονός που από πολλούς θεωρείται ως τεχνικός ορισμός της ύφεσης. Η μείωση αυτή οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η επιβράδυνση της καταναλωτικής δαπάνης, η πτώση των επιχειρηματικών επενδύσεων και η συνεχιζόμενη αστάθεια στις διεθνείς αγορές.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό που ταλαιπωρεί την οικονομία από το 2021, έχει προχωρήσει σε διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων. Αν και οι κινήσεις αυτές είχαν στόχο τη σταθεροποίηση των τιμών, ταυτόχρονα αύξησαν το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η αγορά κατοικίας υπέστη σοβαρό πλήγμα, με τις πωλήσεις ακινήτων να υποχωρούν και τις τιμές να σταθεροποιούνται ή να μειώνονται σε αρκετές περιοχές.
Παράλληλα, οι αγορές εργασίας δείχνουν σημάδια κόπωσης. Οι προσλήψεις επιβραδύνονται, ενώ παρατηρείται αυξημένη αβεβαιότητα σε τομείς που μέχρι πρόσφατα εμφάνιζαν ισχυρή ζήτηση, όπως η τεχνολογία και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι απολύσεις σε μεγάλες εταιρείες έχουν αυξηθεί, ενώ η εμπιστοσύνη των καταναλωτών παραμένει χαμηλή, επηρεασμένη από τις συνεχιζόμενες αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών και την απώλεια αγοραστικής δύναμης.
Το διεθνές περιβάλλον επιβαρύνει περαιτέρω την αμερικανική οικονομία. Η γεωπολιτική ένταση, οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι αδύναμες επιδόσεις άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιορίζουν τις εξαγωγικές προοπτικές των ΗΠΑ και ενισχύουν την αβεβαιότητα. Επιπλέον, η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η αυξημένη μεταβλητότητα των διεθνών κεφαλαίων εντείνουν τους κινδύνους.
Αναλυτές τονίζουν ότι η ύφεση αυτή δεν παρουσιάζει ακόμη τα χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσης, αλλά υπογραμμίζουν την ανάγκη για προσεκτική δημοσιονομική και νομισματική διαχείριση, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση. Ορισμένοι εκτιμούν ότι η επιβράδυνση αυτή ίσως αποτελέσει αναγκαίο «διάλειμμα» για την επανεξισορρόπηση της οικονομίας και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, η πολιτική πίεση αυξάνεται, καθώς η ύφεση επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα των πολιτών και αποτελεί μείζον θέμα στον δημόσιο διάλογο ενόψει των επερχόμενων εκλογών.
Η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Η ικανότητα των αρχών να διαχειριστούν τις προκλήσεις, να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και να στηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς να αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό, θα καθορίσει την ταχύτητα και την ποιότητα της ανάκαμψης.
Η επιβολή δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις παγκόσμιες εμπορικές ροές και έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη σε μεγάλες οικονομίες. Αν και ο στόχος της πολιτικής αυτής ήταν η προστασία της αμερικανικής παραγωγής και η μείωση του εμπορικού ελλείμματος, στην πράξη οι επιπτώσεις ήταν σύνθετες και σε αρκετές περιπτώσεις αντίθετες από τις προσδοκίες. Οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ αντέδρασαν με αντίμετρα, οδηγώντας σε έναν εμπορικό πόλεμο που αύξησε το κόστος των εισαγόμενων πρώτων υλών και προϊόντων, επιβάρυνε τις αλυσίδες εφοδιασμού και μείωσε την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων. Οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν τελικά να υφίστανται μεγαλύτερες πιέσεις από τις πολιτικές του ίδιου τους του προέδρου, καθώς πολλές βιομηχανίες επλήγησαν από την αύξηση του κόστους παραγωγής και τις μειωμένες εξαγωγές.
Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών υπέστη σημαντικό πλήγμα το πρώτο τρίμηνο, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) να παρουσιάζει μείωση κατά 0,3% – η πρώτη αρνητική μεταβολή από το 2022, χρονιά κατά την οποία η χώρα άρχισε να ανακάμπτει από την πανδημική κρίση. Η πτώση αυτή αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη για τους αναλυτές, οι οποίοι, αν και ανέμεναν επιβράδυνση, δεν προέβλεπαν αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Η προηγούμενη διετία είχε καταγράψει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2020, δημιουργώντας προσδοκίες για συνέχιση της θετικής πορείας.
Ο βασικός παράγοντας της πτώσης ήταν η εκτίναξη των εισαγωγών κατά 51% μέσα στο τρίμηνο. Οι επιχειρήσεις, προβλέποντας την επιβολή εκτεταμένων δασμών, έσπευσαν να ενισχύσουν τα αποθέματά τους προκειμένου να προλάβουν την αύξηση του κόστους που θα προκαλούσε η αλλαγή στη δασμολογική πολιτική. Η μαζική αυτή εισροή εισαγόμενων προϊόντων είχε ως αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου, επιφέροντας αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ της τάξης των πέντε ποσοστιαίων μονάδων – μέγεθος χωρίς προηγούμενο για τις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες.
Η δασμολογική πολιτική του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε να διαμορφώνεται αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας στις 20 Ιανουαρίου. Τα πρώτα μέτρα που αφορούσαν στις εισαγωγές από τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα εφαρμόστηκαν στα τέλη Φεβρουαρίου και τις αρχές Μαρτίου. Στις 2 Απριλίου ανακοινώθηκε η επιβολή σαρωτικών δασμών, ανεβάζοντας τον μέσο δασμολογικό συντελεστή στις ΗΠΑ πάνω από το 20%, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και έναν αιώνα. Η ριζική αυτή αλλαγή προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην αγορά, εντείνοντας την ανησυχία και επιδεινώνοντας το οικονομικό κλίμα.
Σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί τις συνέπειες και να κερδίσει χρόνο για εμπορικές διαπραγματεύσεις, ο Τραμπ αποφάσισε στη συνέχεια να περιορίσει προσωρινά τους δασμούς στο 10%, δίνοντας αναστολή 90 ημερών στην εφαρμογή υψηλότερων συντελεστών που είχαν προγραμματιστεί για διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία είχαν προταθεί δασμοί 20%. Από τον Μάρτιο και έπειτα, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην επιβολή στοχευμένων – κλαδικών – δασμών, με πρώτα θύματα το αλουμίνιο και τον χάλυβα, στους οποίους επιβλήθηκε δασμός 25%, ενώ στη συνέχεια σειρά πήρε ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας, με τις επιβαρύνσεις να εφαρμόζονται ανεξαρτήτως προέλευσης.
Το συνολικό αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν η δημιουργία συνθηκών έντονης οικονομικής πίεσης στο εσωτερικό, αντί της αναμενόμενης ενίσχυσης. Η πτώση του ΑΕΠ, οι δυσλειτουργίες στις εμπορικές ροές και η αύξηση του κόστους για τις αμερικανικές επιχειρήσεις καθιστούν σαφές ότι οι δασμοί δεν λειτούργησαν μόνο ως εργαλείο διαπραγμάτευσης, αλλά και ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της ίδιας της αμερικανικής οικονομίας.
Η αμερικανική οικονομία δέχθηκε πρόσθετη πίεση από τη μείωση των δημόσιων δαπανών, η οποία συνέβαλε αρνητικά στο ΑΕΠ, αν και σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τον αντίκτυπο των αυξημένων εισαγωγών. Συνολικά, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν κατά 5,1%, ενώ η μείωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο ανήλθε στο 1,4%. Η περικοπή δαπανών εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας με στόχο τη συγκράτηση του διογκούμενου ελλείμματος και χρέους των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα της υπηρεσίας κυβερνητικής αποδοτικότητας (DOGE), την οποία καθοδηγεί ο Ίλον Μάσκ, δισεκατομμυριούχος και επικεφαλής της προσπάθειας περιορισμού των κρατικών δαπανών.
Η καταναλωτική δαπάνη, αν και διατήρησε θετικό πρόσημο, παρουσίασε σαφή επιβράδυνση, αυξανόμενη κατά 1,8% έναντι 4% στο προηγούμενο τρίμηνο. Στον αντίποδα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατέγραψαν αύξηση της τάξης του 7,8%, με τη μεγαλύτερη ώθηση να προέρχεται από τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, ο οποίος αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 22,5%. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην πρόωρη αγορά εξοπλισμού από τις επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια να προλάβουν την επιβολή δασμών και τις συνακόλουθες αυξήσεις στο κόστος των εισαγωγών.
Παρότι η συνολική εικόνα του ΑΕΠ δεν υποδηλώνει ξεκάθαρα είσοδο της οικονομίας σε ύφεση—τουλάχιστον σε αυτή τη φάση—είναι σαφές ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, και κυρίως η επιθετική εμπορική στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν αρχίσει να επηρεάζουν αρνητικά την πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Η αβεβαιότητα που προκαλείται τόσο σε καταναλωτές όσο και σε επιχειρήσεις θεωρείται καθοριστικός παράγοντας. Ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι, εφόσον συνεχιστεί αυτή η τάση, η οικονομία των ΗΠΑ ενδέχεται να εισέλθει επίσημα σε ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025, εφόσον σημειωθεί δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο αρνητικής μεταβολής του ΑΕΠ.
Η στρατηγική αποθεματοποίησης προϊόντων από τις αμερικανικές επιχειρήσεις είχε σημαντικές συνέπειες και σε διεθνές επίπεδο, καθώς προκάλεσε αύξηση των εξαγωγών από βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πρώτο τρίμηνο, η μεταποιητική δραστηριότητα στην Κίνα αυξήθηκε, λόγω της ενισχυμένης ζήτησης από την Αμερική. Ωστόσο, μετά την επιβολή των δασμών, οι οποίοι πλέον φτάνουν έως και το 145% σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, οι παραγγελίες υποχώρησαν αισθητά, σύμφωνα με έρευνες σε κινεζικές μεταποιητικές επιχειρήσεις για τον μήνα Απρίλιο. Αυτό έχει δημιουργήσει πιέσεις στην κυβέρνηση της Κίνας να αυξήσει τη δημοσιονομική στήριξη, αν και η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων αμφισβητείται, με ορισμένους αναλυτές να προβλέπουν επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης στο 3,5%, έναντι προηγούμενων ρυθμών που προσέγγιζαν το 5%.
Η Ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά, εμφάνισε θετική έκπληξη στο πρώτο τρίμηνο, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 0,4%, έναντι αύξησης 0,2% το τελευταίο τρίμηνο του 2024, και 1,2% σε ετήσια βάση. Παρότι τα αναλυτικά στοιχεία από την Eurostat αναμένονται στις αρχές Ιουνίου, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η αύξηση αυτή σχετίζεται με την ενίσχυση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της προσπάθειας κάλυψης των αποθεματικών απαιτήσεων των αμερικανικών επιχειρήσεων πριν την επιβολή των νέων δασμών.
Ωστόσο, η εικόνα αυτή αναμένεται να ανατραπεί στο δεύτερο τρίμηνο, καθώς οι εξαγωγείς της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν πλέον δασμούς 10% για τα περισσότερα προϊόντα και 25% για συγκεκριμένους κλάδους όπως τα αυτοκίνητα, το αλουμίνιο και ο χάλυβας. Οι επιβαρύνσεις αυτές αναμένεται να επιφέρουν αρνητικό σοκ στη ζήτηση, πλήττοντας και την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία ήδη δοκιμάζεται από την αβεβαιότητα που επικρατεί διεθνώς στις αγορές και στους καταναλωτές.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο σκηνικό αβεβαιότητας, στο οποίο οι εμπορικοί πόλεμοι και οι πολιτικές απομονωτισμού έχουν επανέλθει στο προσκήνιο, δημιουργώντας ένα εύθραυστο και απρόβλεπτο περιβάλλον για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τις διακρατικές οικονομικές σχέσεις.