30 Απριλίου, 2025
Dislike

Η υποχώρηση Μητσοτάκη στις τουρκικές απειλές και η εθνική απειλή για δύο ακόμα καλώδια

Η πρόσφατη αναβολή του έργου τοποθέτησης του υποθαλάσσιου ηλεκτρικού καλωδίου, που είχε προγραμματιστεί να συνδέσει το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι μια σοβαρή ένδειξη της επιρροής που ασκεί η Τουρκία στην περιοχή. Η σθεναρή αντίδραση της Τουρκίας και οι πιέσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει για ακόμη μια φορά στην αναβολή της υλοποίησης αυτού του στρατηγικού έργου. Η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υποχωρήσει στις τουρκικές απαιτήσεις δεν είναι απλώς μια διπλωματική αναδίπλωση, αλλά μια ξεκάθαρη εθνική ταπείνωση και εγκατάλειψη κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με το τουρκικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η Ελλάδα, η Κύπρος και άλλες τρίτες χώρες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε έργα στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς να λάβουν υπόψη τη «παρουσία» της Τουρκίας και της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» στην περιοχή. Η τουρκική στάση επαναφέρει τη διαρκή αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, ιδιαίτερα στις περιοχές γύρω από την Κάσο και το Καστελλόριζο, οι οποίες σύμφωνα με τη Milliyet ανήκουν στη θαλάσσια δικαιοδοσία της Τουρκίας.

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αναβάλει το έργο, παρά τις αρχικές συζητήσεις με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό Benjamin Netanyahu, επισημαίνει την ανικανότητα της Αθήνας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στη διεθνή σκηνή. Αντί να διεκδικήσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία και την ασφάλεια στην περιοχή, η Ελλάδα αναγκάζεται να υποχωρήσει, αφήνοντας την Τουρκία να επιβάλει τους όρους της. Οι τουρκικές αντιδράσεις δεν περιορίζονται μόνο στην αμφισβήτηση των έργων, αλλά αποτελούν και μια γενικότερη στρατηγική πίεσης για την ανατροπή της ελληνικής επιρροής στην περιοχή.

Οι αντιδράσεις των Τούρκων ειδικών καταδεικνύουν την αίσθηση της Τουρκίας ότι η Ελλάδα έχει αναγκαστεί να προσαρμοστεί στις τουρκικές θέσεις. Ο πρώην πρέσβης Uluts Ozulker και ο καθηγητής Mehmet S. Erol σημειώνουν ότι η Τουρκία έχει επιβάλει τη δύναμή της στην Ελλάδα και η Αθήνα αναγκάστηκε να «λογικευτεί» μπροστά στις επιπτώσεις που θα είχε η αδιαλλαξία. Αυτή η προσέγγιση, σύμφωνα με τους ειδικούς, έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε μια πολιτική υποχώρησης και αναδίπλωσης από τις αρχικές της θέσεις.

Η αναβολή του έργου έχει σοβαρές συνέπειες και πέρα από το διπλωματικό επίπεδο. Ανοίγει τον δρόμο για νέες υποχωρήσεις σε άλλες κρίσιμες περιοχές, ακόμη και εντός της ελληνικής επικράτειας. Η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να αναθεωρείται, καθώς η Τουρκία αποθρασύνεται και εκμεταλλεύεται την παθητική στάση της Αθήνας για να επεκτείνει την επιρροή της στην περιοχή. Μετά την απειλή με πολεμικά πλοία για την Κάσο, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η Τουρκία μπορεί να επιδιώξει παρόμοιες απαιτήσεις και για άλλα έργα, όπως η διασύνδεση των Δωδεκανήσων και του βορειοανατολικού Αιγαίου με την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η καθυστέρηση του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης δεν αφορά μόνο την ενέργεια, αλλά εντείνει τις γεωπολιτικές και εθνικές προκλήσεις για την Ελλάδα. Η αποδοχή των τουρκικών θέσεων δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο και ενισχύει τις τουρκικές διεκδικήσεις στην περιοχή. Η απόφαση της κυβέρνησης να υποχωρήσει, υπό την πίεση της Άγκυρας, δεν αποτελεί μόνο διπλωματική ή στρατηγική ήττα, αλλά και ένα σοβαρό πλήγμα στην εθνική αξιοπρέπεια και στην κυριαρχία της Ελλάδας.

Οι διπλωματικοί παράγοντες προειδοποιούν για την επικινδυνότητα αυτής της κλιμάκωσης και της συνεχούς υποχώρησης. Η Ελλάδα, αν δεν αναλάβει άμεσα αποφασιστική δράση για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, κινδυνεύει να βρεθεί σε μια διαρκή θέση αδυναμίας απέναντι σε μία Τουρκία που επεκτείνει τη γεωπολιτική της επιρροή στην περιοχή. Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, και τα υπόλοιπα στρατηγικά έργα της χώρας, πρέπει να συνεχιστούν χωρίς εκπτώσεις στις εθνικές κόκκινες γραμμές. Διαφορετικά, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί εγκλωβισμένη σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι πιέσεων και παραχωρήσεων, με σοβαρές συνέπειες για το μέλλον της.

Η πρόσφατη υποχώρηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις τουρκικές απειλές σχετικά με το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο δεν αποτελεί μόνο μια εθνική ταπείνωση, αλλά και μία επικίνδυνη εξέλιξη που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για το σύνολο της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας. Με την απόφαση αυτή, η Ελλάδα παραχωρεί σημαντικά κυριαρχικά δικαιώματα και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, όπως εκφράστηκε μέσω της δήλωσης του Υπουργού Επικρατείας, Γεραπετρίτη, ο οποίος ανέφερε ότι το έργο θα προχωρήσει «όπως πρέπει και κατά τον χρόνο που προσήκει», υπογραμμίζει την αδυναμία της χώρας να αντεπεξέλθει σε εξωτερικές πιέσεις. Αυτό το πάγωμα του έργου δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό πλήγμα, αλλά και μία απειλή για το μέλλον άλλων ενεργειακών σχεδίων, τα οποία προγραμματίζονται εντός των ελληνικών συνόρων.

Πιο συγκεκριμένα, το έργο για τη διασύνδεση των Δωδεκανήσων και του βορειοανατολικού Αιγαίου με την ηπειρωτική Ελλάδα αποτελεί έναν στρατηγικό στόχο που διασφαλίζει την ενεργειακή ανεξαρτησία και την ασφάλεια της χώρας. Ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη ανακοινώσει τα σχέδια για την τοποθέτηση καλωδίων που θα συνδέουν τα νησιά του Αιγαίου με την ηπειρωτική Ελλάδα και μεταξύ τους. Ωστόσο, οι τουρκικές απειλές για τη διασύνδεση με την Κάσο δημιουργούν έναν επικίνδυνο προηγούμενο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην παρεμπόδιση ή καθυστέρηση και άλλων σημαντικών έργων.

Η επιτυχία αυτών των διασυνδέσεων δεν αφορά μόνο το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας, αλλά έχει και εθνική και γεωπολιτική διάσταση. Η διασύνδεση των Δωδεκανήσων με την ηπειρωτική Ελλάδα είναι μια στρατηγική κίνηση για την ενίσχυση των ανατολικών συνόρων μας, ενώ η σύνδεση του βορειοανατολικού Αιγαίου με την ηπειρωτική χώρα δημιουργεί ένα ισχυρό ενεργειακό δίκτυο που προσφέρει πολλαπλή θωράκιση της χώρας από τον Βορρά έως τον Νότο.

Ειδικότερα, το έργο της διασύνδεσης των Δωδεκανήσων έχει σχεδιαστεί να ενισχύσει τη σύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα μέσω της Ρόδου και άλλων μικρών νησιών της περιοχής, όπως η Χάλκη, η Κάρπαθος, η Κάσος, η Σύμη, η Κως και η Κάλυμνος. Παράλληλα, η σύνδεση του βορειοανατολικού Αιγαίου μέσω του ΚΥΤ Νέας Σάντας στην Κομοτηνή θα καλύψει νησιά όπως η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, και η Κως, δημιουργώντας ένα ισχυρό και ασφαλές ενεργειακό δίκτυο.

Όμως, με την τουρκική κυβέρνηση να θεωρεί και να διεκδικεί παράνομα την αποστρατιωτικοποίηση αυτών των νησιών, οι απειλές κατά των έργων αυτών παίρνουν μία νέα, επικίνδυνη διάσταση. Η Τουρκία συνεχώς αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε αυτά τα νησιά, προσπαθώντας να επιβάλει τις απαιτήσεις της μέσω στρατιωτικών απειλών και διπλωματικών πιέσεων. Όπως φαίνεται, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει να «σηκώσει λευκή σημαία» μπροστά σε αυτές τις πιέσεις, κάτι που μπορεί να ανοίξει την πόρτα για ακόμη μεγαλύτερες διεκδικήσεις από την Τουρκία στο μέλλον.

Ο κίνδυνος είναι σαφής και αναγνωρίζεται από πολλούς διπλωματικούς παρατηρητές. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, φαίνεται να αδιαφορεί για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της στάσης. Η Τουρκία, εφόσον αισθάνεται ότι μπορεί να αποσπάσει παραχωρήσεις μέσω εκφοβισμού και απειλών, είναι πιθανό να προχωρήσει σε περαιτέρω αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας σε άλλες περιοχές, και ιδιαίτερα στις περιοχές του Αιγαίου που έχουν στρατηγική σημασία για την Ελλάδα.

Αυτός ο επικίνδυνος φαύλος κύκλος διπλωματικών υποχωρήσεων όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας, αλλά και την ενεργειακή της ανεξαρτησία, την οικονομική της σταθερότητα και την κοινωνική ευημερία. Η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει δράση και να επιδιώξει τη σθεναρή υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον της στον τομέα της ενέργειας και της εθνικής ασφάλειας.

Η ελληνική κυβέρνηση, για να διασφαλίσει την κυριαρχία της και να εξασφαλίσει τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της χώρας, οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της, να προχωρήσει άμεσα στην ολοκλήρωση των έργων που προβλέπουν τις ενεργειακές διασυνδέσεις και να υιοθετήσει μία πολιτική ισχυρής αντίστασης απέναντι σε οποιαδήποτε εξωτερική πίεση. Διαφορετικά, η Κάσος θα παραμείνει μόνο η αρχή για μια σειρά από εθνικές υποχωρήσεις που θα απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη της χώρας ως κυρίαρχου κράτους.