13 Μαΐου, 2025
Πολιτική

Η στρατηγική της κυβέρνησης μέχρι τη ΔΕΘ: Διλήμματα, περιοδείες και το πακέτο παροχών

Η κυβέρνηση καταστρώνει ένα λεπτομερές στρατηγικό σχέδιο ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), αξιοποιώντας την περίοδο που μεσολαβεί για να χαράξει πολιτικές πρωτοβουλίες, να αναδείξει το κοινωνικό της πρόσωπο και να ενισχύσει την παρουσία της στην κοινωνία, εν μέσω ενός δύσκολου οικονομικού και πολιτικού τοπίου. Με βασικούς άξονες τη διαχείριση κρίσιμων διλημμάτων, την εντατικοποίηση των περιοδειών σε όλη τη χώρα και τη διαμόρφωση ενός στοχευμένου πακέτου παροχών, η κυβέρνηση στοχεύει στη διατήρηση της πολιτικής πρωτοβουλίας, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών και την ανάσχεση της φθοράς που προκαλεί η καθημερινότητα και οι πιέσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Το πολιτικό επιτελείο του Μαξίμου έχει ήδη καταρτίσει ένα πυκνό χρονοδιάγραμμα επαφών και εξορμήσεων των κυβερνητικών στελεχών, το οποίο αναμένεται να ενταθεί όσο πλησιάζει η ΔΕΘ, με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο, επισκεπτόμενος περιοχές-κλειδιά με έντονο πολιτικό συμβολισμό και κοινωνική σημασία. Στόχος αυτών των περιοδειών δεν είναι μόνο η προβολή του κυβερνητικού έργου, αλλά και η απευθείας επαφή με τους πολίτες, η καταγραφή προβλημάτων σε τοπικό επίπεδο και η ενίσχυση του αφηγήματος περί «κυβέρνησης που ακούει και δρα». Παράλληλα, επιδιώκεται η σκιαγράφηση μιας θετικής προοπτικής, μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις που θα ανακοινωθούν σταδιακά έως τον Σεπτέμβριο.

Κομβικό ρόλο στη στρατηγική αυτή παίζει η διαμόρφωση του οικονομικού πακέτου που θα ανακοινωθεί στη ΔΕΘ. Οι επιλογές σε αυτό το πεδίο είναι σύνθετες, καθώς η κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και τις δημοσιονομικές αντοχές. Το «καλάθι» των παροχών θα περιλαμβάνει, σύμφωνα με πληροφορίες, στοχευμένα μέτρα στήριξης για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, φοροελαφρύνσεις που κρίνονται εφικτές και αναπτυξιακά κίνητρα για συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Όλα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την εμπιστοσύνη των αγορών, κάτι που αποτελεί σταθερή επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου.

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης γίνεται ήδη λόγος για μια νέα φάση πολιτικής «επανεκκίνησης», με αφετηρία τη ΔΕΘ, όπου και θα επιχειρηθεί να παρουσιαστεί ένα συνεκτικό σχέδιο για τη συνέχεια της κυβερνητικής θητείας. Σημαντικό μέρος της επικοινωνιακής στρατηγικής θα αφορά και στη διαχείριση των «διλημμάτων» που προκύπτουν τόσο από τις κοινωνικές πιέσεις όσο και από την αντιπολίτευση. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση επιδιώκει να οριοθετήσει τις διαφορές της από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προβάλλοντας τη σταθερότητα και τη συνέπεια ως βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της.

Τέλος, δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι η φετινή ΔΕΘ έχει και έναν πρόσθετο συμβολισμό, καθώς συμπίπτει με την ολοκλήρωση ενός κρίσιμου κύκλου μεταρρυθμίσεων και την έναρξη ενός νέου. Έτσι, η κυβέρνηση αναμένεται να επιδιώξει όχι μόνο την επικοινωνία μέτρων ανακούφισης, αλλά και τη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής για την οικονομία, τις επενδύσεις, τη δημόσια διοίκηση και τη νέα γενιά. Με αυτά τα δεδομένα, η πορεία προς τη ΔΕΘ αποκτά χαρακτήρα σταθμού για την κυβέρνηση, με στόχο την ανανέωση της δυναμικής της και την ενίσχυση της πολιτικής της εικόνας σε ένα ρευστό πολιτικό περιβάλλον.

Ύστερα από μια δύσκολη περίοδο που προκάλεσε πολιτική φθορά και κοινωνικές πιέσεις, και μετά από τη σύντομη πασχαλινή ανάπαυλα, η κυβέρνηση προετοιμάζεται για μια συντονισμένη επικοινωνιακή και πολιτική «αντεπίθεση» με ορίζοντα τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το κυβερνητικό επιτελείο σχεδιάζει μια σειρά στοχευμένων πρωτοβουλιών, οι οποίες θα ξεδιπλώνονται σταδιακά κατά τους επόμενους μήνες, εντάσσοντας το πολιτικό αφήγημα σε έναν σαφώς προσδιορισμένο χρονικό άξονα. Το αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής θα είναι το πακέτο παροχών που θα παρουσιαστεί στη ΔΕΘ, με σκοπό να εκπέμψει μήνυμα κοινωνικής ευαισθησίας αλλά και πολιτικής σταθερότητας.

Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν πρόκειται να γίνει με σπασμωδικές ή πρόχειρες κινήσεις. Στο Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζεται πως η ευρύτερη γεωπολιτική συγκυρία παραμένει εύθραυστη, ενώ ανοιχτά παραμένουν κρίσιμα ζητήματα, όπως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το ζήτημα των δασμών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι σαφές πως οι παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν με τρόπο που να μην θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας. Η εικόνα της υπεύθυνης διαχείρισης εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πυλώνα του κυβερνητικού αφηγήματος, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ακόμη και υπό την πίεση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Παράλληλα, στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατεί η πεποίθηση πως οι πολίτες αναμένουν πλέον απτά αποτελέσματα από την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Η ακρίβεια, που επιμένει να πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, δημιουργεί έντονη κοινωνική πίεση και ενισχύει τις απαιτήσεις για άμεσες παρεμβάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδιάζεται η ενίσχυση του πακέτου της ΔΕΘ με συγκεκριμένα μέτρα που θα αφορούν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, καθώς και μειώσεις φόρων, προκειμένου να διαμορφωθεί μια εικόνα ουσιαστικής ελάφρυνσης για την καθημερινότητα των πολιτών.

Η τακτική, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο σε όσα θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο. Στο μεσοδιάστημα, η κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει στην εφαρμογή επιμέρους κοινωνικών μέτρων, που θα στοχεύουν σε ευάλωτες ή ειδικές κοινωνικές ομάδες. Παράλληλα, σχεδιάζεται ένα μπαράζ νομοθετικών πρωτοβουλιών, που θα αρχίσουν να κατατίθενται στη Βουλή αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα. Οι πρωτοβουλίες αυτές, πέρα από το κοινωνικό τους αποτύπωμα, θα αποσκοπούν και στην ανάδειξη της μεταρρυθμιστικής συνέχειας της κυβέρνησης, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί η καθημερινή πολιτική δράση με το μακροπρόθεσμο όραμα για την οικονομία και την κοινωνία.

Με αυτή τη στρατηγική, η κυβέρνηση επιχειρεί να επανεκκινήσει τη δυναμική της, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση της με τους πολίτες και ενισχύοντας την εικόνα της ως μιας δύναμης ευθύνης, με κοινωνικό πρόσημο και αναπτυξιακή προοπτική.

Μετά την πασχαλινή ανάπαυλα και καθώς η πολιτική ατζέντα φορτίζεται σταδιακά ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, η κυβέρνηση εντείνει τις κινήσεις της σε πολλαπλά επίπεδα. Το επόμενο υπουργικό συμβούλιο, που προγραμματίζεται για τις 28 του μήνα, θα αποτελέσει έναν ακόμη σταθμό στον συνολικό σχεδιασμό, καθώς αναμένεται να τεθεί επί τάπητος το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταφορών για την αναβάθμιση των σιδηροδρόμων. Η συγκεκριμένη θεσμική παρέμβαση έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς έρχεται σε μια περίοδο όπου το ζήτημα των μεταφορών και της ασφάλειας στις υποδομές βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, μετά από μια σειρά γεγονότων που έχουν προκαλέσει ανησυχία στην κοινή γνώμη.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει με συνέπεια τον κύκλο των επισκέψεών του στα υπουργεία, στοχεύοντας στην ενίσχυση του συντονισμού του κυβερνητικού έργου και στην επιτάχυνση της υλοποίησης συγκεκριμένων πολιτικών. Επόμενος σταθμός του είναι το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, όπου θα μεταβεί την Τετάρτη, προκειμένου να ενημερωθεί για την πορεία της προετοιμασίας ενόψει της αντιπυρικής περιόδου αλλά και να αναδείξει τον ρόλο της πρόληψης και της ετοιμότητας σε συνθήκες κρίσης. Παράλληλα, το πρόγραμμα του Πρωθυπουργού περιλαμβάνει διεθνή δραστηριότητα, καθώς στις 29 και 30 του μήνα θα βρεθεί στη Βαλένθια της Ισπανίας, συμμετέχοντας στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Η παρουσία του εκεί δεν έχει μόνο θεσμικό και πολιτικό χαρακτήρα αλλά προσφέρει και ευκαιρίες για παρασκηνιακές επαφές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μια περίοδο όπου κρίσιμα ζητήματα, όπως οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ και το ενεργειακό, βρίσκονται στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας.

Έμφαση, ωστόσο, δίνεται και στο εσωτερικό μέτωπο, καθώς ο Πρωθυπουργός εγκαινιάζει νέο κύκλο περιοδειών, με εμφανή στροφή προς τις τοπικές κοινωνίες και τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών. Η στρατηγική αυτή γίνεται εμφανής από την αύξηση των επισκέψεών του σε γειτονιές της Αθήνας αλλά και από τις συχνότερες εξορμήσεις του στην περιφέρεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια να επανενεργοποιηθεί η επαφή με την κοινωνική βάση, να καταγραφούν επί τόπου τα προβλήματα και να μεταφερθεί άμεσα στους πολίτες το μήνυμα ότι η κυβέρνηση παραμένει παρούσα και δραστήρια. Σε αυτό το πλαίσιο, κυβερνητικές πηγές ξεκαθαρίζουν ότι δεν τίθεται ζήτημα πρόωρων εκλογών, απορρίπτοντας κατηγορηματικά σχετικές φημολογίες. Αντιθέτως, ο Πρωθυπουργός επιδιώκει, μέσα από την προσωπική του επαφή με τον κόσμο, να αναδείξει το κυβερνητικό έργο, να ακούσει τα δικαιολογημένα παράπονα και να δώσει κατεύθυνση για την αναζήτηση ουσιαστικών λύσεων σε προβλήματα της καθημερινότητας.

Η περίοδος που ακολουθεί μέχρι τη ΔΕΘ αποκτά έτσι χαρακτήρα πολιτικού οδικού χάρτη για την κυβέρνηση, με διαδοχικές θεσμικές παρεμβάσεις, εξορμήσεις σε όλη τη χώρα, νομοθετικό έργο και διαρκή επαφή με την κοινωνία. Στόχος είναι η σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το κυβερνητικό έργο και η δημιουργία ενός αφηγήματος που να συνδυάζει αποτελεσματικότητα, κοινωνική ευαισθησία και θεσμική συνέχεια.

Σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει μεθοδικά να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα βασικό πολιτικό αφήγημα που είχε κυριαρχήσει και στην προεκλογική εκστρατεία του 2023: αυτό της σταθερότητας ως υπέρτατης πολιτικής αξίας. Μέσα από μια σειρά δημόσιων παρεμβάσεων, συνεντεύξεων και ομιλιών, ο Πρωθυπουργός τονίζει πως σε μια εποχή αβεβαιότητας, η χώρα χρειάζεται σταθερή πορεία, υπεύθυνη διακυβέρνηση και συνέχεια στις μεταρρυθμίσεις, απορρίπτοντας κάθε ιδέα για πολιτικά «πειράματα» ή ριψοκίνδυνες επιλογές.

Το ερώτημα που τίθεται εμμέσως πλην σαφώς στους πολίτες εν όψει των εκλογών του 2027 είναι το γνώριμο «σταθερότητα ή περιπέτειες;», με σαφή στόχο να συσπειρώσει τη βάση της Νέας Δημοκρατίας αλλά και να προσελκύσει εκείνα τα στρώματα του εκλογικού σώματος που αναζητούν προβλεψιμότητα, πολιτική μετριοπάθεια και οικονομική ασφάλεια. Η στρατηγική αυτή αναδεικνύεται ήδη σε βασικό πυλώνα της μακρόπνοης εκστρατείας που χαράσσεται σταδιακά για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, ενώ παράλληλα λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στην ενίσχυση μικρότερων ή νεοεμφανιζόμενων πολιτικών σχηματισμών.

Κομβικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι και η στοχευμένη πίεση προς την αντιπολίτευση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κυβερνητικό επιτελείο εντείνουν τη ρητορική περί απουσίας μιας αξιόπιστης, σοβαρής και εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης από τα υπόλοιπα κόμματα. Το μήνυμα που επιχειρείται να περάσει είναι πως, πέρα από την κριτική, η αντιπολίτευση αδυνατεί να παρουσιάσει ένα πειστικό, εφαρμόσιμο σχέδιο για την «επόμενη μέρα» της χώρας, σε κρίσιμους τομείς όπως η οικονομία, η κοινωνική πολιτική, η ασφάλεια και οι διεθνείς σχέσεις.

Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται από τη Νέα Δημοκρατία στις εξελίξεις που αφορούν την Πλεύση Ελευθερίας και την αρχηγό της Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία καταγράφει αξιοσημείωτη άνοδο στις δημοσκοπήσεις, φθάνοντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις στη δεύτερη θέση. Η ραγδαία άνοδος του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα έχει σημάνει συναγερμό στο κυβερνητικό στρατόπεδο, καθώς εκτιμάται ότι συγκεντρώνει διαμαρτυρόμενες ψήφους, ειδικά σε κοινωνικά στρώματα που νιώθουν απογοητευμένα από τις κλασικές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης. Ως εκ τούτου, η Νέα Δημοκρατία αναμένεται να εντείνει την πολιτική της πίεση προς την Πλεύση Ελευθερίας, αμφισβητώντας όχι μόνο τη ρεαλιστικότητα των θέσεών της αλλά και την ικανότητά της να διαχειριστεί τις σύνθετες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.

Συνολικά, η στρατηγική της κυβέρνησης μέχρι και το 2027 χτίζεται πάνω σε ένα διπλό αφήγημα: από τη μία, η ανάγκη για συνέχεια, ασφάλεια και μεταρρυθμιστική συνέπεια· από την άλλη, η ανάδειξη των κινδύνων που συνεπάγονται η αστάθεια και η απουσία αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων. Πρόκειται για μια πορεία που ήδη έχει ξεκινήσει μεθοδικά, με στόχο να παγιωθεί στην πολιτική συνείδηση των πολιτών ως η «ασφαλής επιλογή» σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα και απρόβλεπτα.

Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ένας οργανωμένος κύκλος εσωτερικών επαφών της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας με βουλευτές του κόμματος, με βασικό στόχο την αποσυμπίεση των εντάσεων, τη διαχείριση των παραπόνων και τη διατήρηση της πολιτικής ηρεμίας στο εσωτερικό της «γαλάζιας» κοινοβουλευτικής ομάδας. Το Μέγαρο Μαξίμου και το κομματικό επιτελείο παρακολουθούν στενά τις κινήσεις των βουλευτών, γνωρίζοντας πως η φθορά της διακυβέρνησης, τα προβλήματα της καθημερινότητας και οι κοινωνικές πιέσεις μεταφέρονται —όπως είναι φυσικό— και προς τους ίδιους.

Παρότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο αναγνωρίζουν πως οι ομαδικές ερωτήσεις και οι δημόσιες παρεμβάσεις βουλευτών θα συνεχιστούν —σε κάποιες περιπτώσεις ως μέσο έκφρασης της πολιτικής τους ταυτότητας, σε άλλες ως εργαλείο πίεσης για τοπικά ή θεματικά ζητήματα— καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε να μη λάβουν χαρακτήρα μετωπικής αμφισβήτησης ή εσωστρέφειας. Η σταθερή επιδίωξη της ηγεσίας είναι να κρατηθεί ένα ελεγχόμενο και δημιουργικό πλαίσιο κριτικής, μακριά από προσωπικές αιχμές και εσωκομματικές τριβές που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη συνοχή του κυβερνητικού σχήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, έχουν δρομολογηθεί νέες συναντήσεις μεταξύ υπουργών και βουλευτών αμέσως μετά το Πάσχα. Οι συναντήσεις αυτές θα επικεντρωθούν τόσο στην ενημέρωση για τα νομοσχέδια που πρόκειται να κατατεθούν στη Βουλή όσο και στην ανταλλαγή απόψεων για ζητήματα που απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες, ενισχύοντας τη διαβούλευση και δίνοντας στους βουλευτές έναν πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του κυβερνητικού έργου. Η τακτική αυτή αποσκοπεί στην οικοδόμηση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, στην πρόληψη δυσαρέσκειας και —σε δεύτερο επίπεδο— στην ενίσχυση του πολιτικού κεφαλαίου της Νέας Δημοκρατίας στις τοπικές κοινωνίες μέσω των εκπροσώπων της.

Παράλληλα, οι διεργασίες για το συνέδριο του κόμματος, το οποίο φαινόταν αρχικά να προγραμματίζεται για την άνοιξη, μετατίθενται για τον Σεπτέμβριο, πιθανότατα μετά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Αυτή η χρονική μετακίνηση συνδέεται τόσο με την ανάγκη να «ωριμάσουν» οι πολιτικές παρεμβάσεις που σχεδιάζονται ενόψει ΔΕΘ όσο και με την πρόθεση της ηγεσίας να διεξαχθεί ένα συνέδριο με περισσότερο πολιτικό και προγραμματικό χαρακτήρα, αποτυπώνοντας τη συνολική στρατηγική της κυβέρνησης για το δεύτερο μισό της τετραετίας. Το συνέδριο, πέρα από μια ευκαιρία επανασυσπείρωσης, θα λειτουργήσει και ως ένα κρίσιμο ορόσημο για την επανεκκίνηση του κομματικού μηχανισμού, την προβολή νέων προσώπων και την εμβάθυνση του διαλόγου γύρω από τις προκλήσεις της εποχής.

Με τη στρατηγική αυτή, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει να σταθεροποιήσει το εσωτερικό περιβάλλον, να ενισχύσει τη συμμετοχικότητα στη λήψη αποφάσεων και να περιορίσει κάθε πιθανή εστία εσωτερικής αμφισβήτησης. Στην ουσία πρόκειται για μια «προληπτική πολιτική συντήρηση» του κομματικού μηχανισμού, προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης εν όψει των κρίσιμων μηνών που ακολουθούν.