Η κ. Κυβέλου ξεκαθαρίζει ότι ο χάρτης του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος που παρουσιάστηκε ως θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός δεν είναι επαρκής ούτε νομικά δεσμευτικός
Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα εργαλεία πολιτικής για την αειφόρο διαχείριση του θαλάσσιου χώρου, ιδίως για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τεράστιο μήκος ακτογραμμής, πολυνησία και ισχυρή εξάρτηση από τη θάλασσα σε επίπεδο οικονομικό, γεωστρατηγικό και πολιτισμικό. Παρά ταύτα, στη χώρα μας εξακολουθεί να απουσιάζει ένας ουσιαστικός, ρεαλιστικός και κυρίως λειτουργικός σχεδιασμός που να συνδέει τις ανάγκες των ενεργειακών, περιβαλλοντικών και εθνικών στρατηγικών στόχων. Το παράδειγμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Κρήτης και Αττικής – γνωστό ευρύτερα ως «το καλώδιο» – αναδεικνύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την ανάγκη για μια νέα προσέγγιση στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό.
Η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό δίκτυο της χώρας δεν είναι απλώς ένα τεχνικό έργο υποδομής. Είναι ζήτημα εθνικής σημασίας. Η ενεργειακή αυτάρκεια της Κρήτης, η απεξάρτηση από ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας, η ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού, αλλά και η μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για όλους τους πολίτες, καθιστούν το έργο αναγκαίο και επείγον. Όμως, η χωροθέτηση τέτοιων έργων στη θάλασσα προσκρούει σε ένα πλέγμα από αντικρουόμενες χρήσεις, ανεπαρκείς ρυθμίσεις, τοπικές αντιδράσεις και μια διαχρονική αδυναμία του κράτους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια συνεκτική πολιτική στο θαλάσσιο χώρο.
Η θάλασσα δεν είναι άγραφος καμβάς. Χρησιμοποιείται ήδη για μεταφορές, αλιεία, τουρισμό, προστατευόμενες περιοχές, στρατιωτικές δραστηριότητες και, πλέον, για ενεργειακές υποδομές. Η έλλειψη ιεράρχησης και προτεραιοτήτων δημιουργεί ένα πεδίο συνεχών τριβών, όπου κάθε νέα πρόταση – ακόμη κι αν είναι κρίσιμη για το δημόσιο συμφέρον – αντιμετωπίζεται με καχυποψία ή απορρίπτεται εξαιτίας γραφειοκρατικών ή πολιτικών αγκυλώσεων. Το «καλώδιο» δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιμετώπισε αντιδράσεις, καθυστερήσεις και νομικές εμπλοκές, ακριβώς επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει έναν οριζόντιο, δεσμευτικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο χωροταξικό σχεδιασμό για τις θαλάσσιες περιοχές της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη θέσει το πλαίσιο για την Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική και την Οδηγία για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, την οποία η Ελλάδα ενσωμάτωσε στη νομοθεσία της, αλλά σε μεγάλο βαθμό τυπικά. Στην πράξη, λείπει ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων, η συλλογή αξιόπιστων δεδομένων, η διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες και – κυρίως – η πολιτική βούληση να προχωρήσουν έργα στρατηγικού χαρακτήρα με όρους διαφάνειας και κοινωνικής αποδοχής.
Το «καλώδιο» πρέπει να γίνει όχι γιατί αποτελεί επιβολή τεχνικών ή διεθνών παραγόντων, αλλά γιατί είναι προς όφελος της χώρας. Και πρέπει να γίνει με τρόπο που να εντάσσεται σε ένα συνολικό όραμα για τη διαχείριση του θαλάσσιου χώρου, όπου θα υπάρχει σαφής κατεύθυνση, σταθερότητα κανόνων και προτεραιότητα στο δημόσιο συμφέρον. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός δεν μπορεί να είναι μια θεωρητική άσκηση. Πρέπει να είναι πρακτικό εργαλείο λήψης αποφάσεων, που να υπηρετεί την ανάπτυξη χωρίς να καταστρέφει το περιβάλλον, να επιλύει συγκρούσεις χρήσεων αντί να τις διαιωνίζει και να θέτει τις βάσεις για μια σύγχρονη, ανταγωνιστική και βιώσιμη Ελλάδα.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να αναθεωρήσει τη σχέση της με τον θαλάσσιο χώρο, όχι μόνο ως μέσο επιβίωσης και ανάπτυξης, αλλά και ως χώρο συλλογικής ευθύνης. Η αδράνεια δεν είναι ουδετερότητα. Είναι στάση που κοστίζει σε ευκαιρίες, πόρους και τελικά σε εθνική ισχύ. Το «καλώδιο» είναι μόνο η αρχή. Αν θέλουμε να έχουμε λόγο και ρόλο στη Μεσόγειο του 21ου αιώνα, πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τη θάλασσα με μάτι στρατηγικό, σύγχρονο και υπεύθυνο.
Σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας βρίσκεται υπό συνεχή διακύμανση και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από ένταση και ρευστότητα, η συζήτηση γύρω από τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό (ΘΧΣ) αποκτά ιδιαίτερο βάρος. Η καθηγήτρια Στέλλα Κυβέλου από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση και μακρόχρονη εμπειρία στο πεδίο, παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο με σαφήνεια, εστιάζοντας στα ουσιαστικά προβλήματα που εξακολουθούν να υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής πολιτικής στο συγκεκριμένο θέμα.
Η κ. Κυβέλου επισημαίνει χωρίς περιστροφές ότι ο αποκαλούμενος «χάρτης» του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, ο οποίος παρουσιάστηκε ως έκφραση θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, δεν συνιστά νομικά δεσμευτικό σχέδιο. Παρά την πρόοδο που παρατηρείται σε επίπεδο πρωτοβουλιών και ευρωπαϊκής εναρμόνισης, το υφιστάμενο στρατηγικό πλαίσιο λειτουργεί περισσότερο ως μια ενδεικτική κατεύθυνση πολιτικής, παρά ως ολοκληρωμένο εργαλείο σχεδιασμού με πρακτική εφαρμογή και θεσμικό κύρος.
Τονίζει ότι η Ελλάδα παραμένει ουραγός σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία έχουν προχωρήσει σε λεπτομερή και περιφερειακά εξειδικευμένα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις δημόσιες αρχές και στους επενδυτές να λειτουργούν μέσα σε ένα σαφές πλαίσιο κανόνων και προτεραιοτήτων. Αντιθέτως, στην ελληνική περίπτωση, απουσιάζει τόσο ο λειτουργικός συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων όσο και η ύπαρξη θεσμικών εργαλείων που να επιτρέπουν την πρακτική υλοποίηση ενός χωροταξικού σχεδίου στη θάλασσα.
Η τοποθέτησή της δεν είναι απλώς τεχνοκρατική. Υπογραμμίζει τη γεωπολιτική και στρατηγική σημασία του ΘΧΣ, ειδικά σε μια χώρα που έχει εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα και βρίσκεται στο επίκεντρο κρίσιμων εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η έλλειψη ενός σοβαρού και δεσμευτικού θαλάσσιου σχεδιασμού δεν αποτελεί απλώς αναπτυξιακό έλλειμμα· είναι και πολιτικό μειονέκτημα σε ένα πλαίσιο όπου τα κυριαρχικά δικαιώματα και οι εθνικοί σχεδιασμοί ελέγχονται και διεκδικούνται στο πεδίο.
Η παρέμβασή της, τεκμηριωμένη και επίκαιρη, θέτει ενώπιον της Πολιτείας την ανάγκη να μετατραπεί ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός από γραφειοκρατική άσκηση σε πραγματικό εργαλείο στρατηγικής πολιτικής. Χωρίς νομική ισχύ, χωρίς περιφερειακή εξειδίκευση και χωρίς συντονισμό, κανένα σχέδιο – όσο καλοπροαίρετο ή φιλόδοξο κι αν είναι – δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η Ελλάδα χρειάζεται να περάσει από τη θεωρία στην εφαρμογή και να ενισχύσει θεσμικά τον σχεδιασμό του θαλάσσιου χώρου, αν επιθυμεί να έχει λόγο στις εξελίξεις και να προασπίσει έμπρακτα τα εθνικά της συμφέροντα.
Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής της αφορά τις σοβαρές καθυστερήσεις και τη δυσλειτουργική συντονιστική διαχείριση των αρμόδιων αρχών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απουσία παρουσίασης κρίσιμων στοιχείων ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως τονίζει, αυτό το κενό ενδέχεται να συνέβαλε καθοριστικά στην αρνητική έκβαση της υπόθεσης για τη χώρα, οδηγώντας στην επιβολή προστίμου – μια επιζήμια εξέλιξη που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με καλύτερη προετοιμασία και θεσμική σοβαρότητα.
Παρά την εύλογη αυστηρότητα της κριτικής της, η κ. Κυβέλου δεν περιορίζεται σε διαπίστωση ελλείψεων. Αντιθέτως, αναδεικνύει τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει ο ελληνικός θαλάσσιος χώρος, από τη γεωστρατηγική του αξιοποίηση μέσω έργων όπως το καλώδιο GSI, μέχρι τη δυναμική ανάπτυξη τομέων όπως η «γαλάζια οικονομία», η ναυτιλία, ο θαλάσσιος τουρισμός και τα θαλάσσια πάρκα. Επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη σημαντικά πλεονεκτήματα, αλλά απαιτείται συγκροτημένος σχεδιασμός ώστε αυτά να μετουσιωθούν σε πραγματικά οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει και στην πολιτισμική διάσταση της θάλασσας. Η κ. Κυβέλου υπογραμμίζει την ανάγκη να ενσωματωθούν στον θαλάσσιο σχεδιασμό η πολιτισμική κληρονομιά και η διάσταση της ισότητας των φύλων, αναγνωρίζοντας τη θάλασσα όχι μόνο ως πεδίο πολιτικής και οικονομικής στρατηγικής, αλλά και ως στοιχείο ταυτότητας, ιστορικής συνέχειας και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Η προσέγγισή της επιβάλλει μια νέα, ολιστική θεώρηση: ο θαλάσσιος χώρος δεν είναι απλώς πεδίο για αγωγούς, λιμάνια και τουριστικές επενδύσεις, αλλά και φορέας πολιτισμικού νοήματος και ανθρώπινου δυναμικού.
Το συμπέρασμά της είναι σαφές και επίκαιρο: η Ελλάδα έχει στα χέρια της τα εργαλεία – θεσμικά, επιστημονικά και γεωγραφικά – για να αναπτύξει μια πολιτική για τη θάλασσα που να βασίζεται στη γνώση, τη διαφάνεια και τη στρατηγική στόχευση. Όμως, χρειάζεται βούληση, συντονισμός και θεσμική ωριμότητα. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Έχουμε τη θάλασσα! Είναι η λύση που κρατάμε στα χέρια μας.» Μένει να αποδείξουμε ότι μπορούμε και να τη χρησιμοποιήσουμε με σοβαρότητα, συνέπεια και όραμα.