Σε μία περίοδο παγκόσμιας αβεβαιότητας και γεωπολιτικής ρευστότητας, εκείνο που θα έπρεπε να ανησυχεί κάθε λογικό πολίτη δεν είναι μόνο η επιδεινούμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά κυρίως η στάση της ίδιας της κυβέρνησης απέναντι στα δεδομένα. Μια στάση που είτε δηλώνει άγνοια κινδύνου είτε συνειδητή απόπειρα συγκάλυψης των προβλημάτων, με σκοπό να αποκοιμίσει την κοινωνία.
Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο – πόσο μάλλον για την πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης. Διότι, σε τέτοιες συνθήκες, οι ελιγμοί περιορίζονται δραματικά και οι επιλογές εξαντλούνται.
Η ρητορική της «οχυρωμένης οικονομίας» μοιάζει με αναβίωση του 2008, όταν παρόμοιοι καθησυχασμοί κατέληξαν στην πλήρη κατάρρευση. Μόνο που σήμερα οι δείκτες είναι ακόμη χειρότεροι: κρατικό χρέος που ξεπέρασε τα 400 δισ. ευρώ από τα 299 δισ. του 2009, ιδιωτικό χρέος πάνω από 220 δισ., ενώ τότε ήταν σχεδόν αμελητέο, και μία οικονομία που στηρίζεται ολοένα και λιγότερο στην παραγωγή και ολοένα και περισσότερο στην κατανάλωση.
Η μόνη «διαφορά» σε σχέση με τότε είναι η επιμήκυνση της αποπληρωμής ενός μέρους του χρέους – κυρίως των 96 δισ. του EFSF – για μετά το 2032, ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της προηγούμενης κυβέρνησης. Μια μετάθεση του προβλήματος και όχι λύση.
Παράλληλα, οι μακροοικονομικοί δείκτες επιβεβαιώνουν τη διαρκή διολίσθηση: το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε από τα 21,7 δισ. το 2019 στα 34,6 δισ. το 2024. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που το 2019 εμφάνιζε έλλειμμα 2,7 δισ., έφτασε τα 15,1 δισ. πέντε χρόνια αργότερα – αποκαλύπτοντας την πτώση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους μισθούς και την κοινωνική ευημερία.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, από τα 356 δισ. το 2019, ανήλθε στα 403,8 δισ. το 2024, ενώ οι εγγυήσεις του Δημοσίου σχεδόν τριπλασιάστηκαν, κυρίως λόγω του προγράμματος «Ηρακλής» για τη στήριξη των τραπεζών. Το ιδιωτικό χρέος έφτασε τα 372,9 δισ. – και εδώ, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Όσο για το πολυδιαφημισμένο πρωτογενές πλεόνασμα, βασίζεται κυρίως στη λεγόμενη «φορολόγηση μέσω πληθωρισμού» – δηλαδή στη σταδιακή αφαίμαξη του εισοδήματος των πολιτών. Με το πραγματικό ΑΕΠ να έχει αυξηθεί ελάχιστα από το 2019 έως το 2024 (μόλις 17 δισ., παρά τη στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον δανεισμό), η μεγαλύτερη ώθηση στο ονομαστικό ΑΕΠ προήλθε από τον πληθωρισμό.
Έτσι, η άνοδος του ΑΕΠ κατά 52 δισ. αποδίδεται κατά 36 δισ. περίπου στην ακρίβεια. Αυτή η πλασματική αύξηση δημιουργεί και πλασματικά έσοδα, τα οποία όμως πληρώνει με βαρύ τίμημα η κοινωνία. Οι Έλληνες φορολογούμενοι υπέστησαν τεράστια υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου – ιδίως οι εργαζόμενοι.
Ο μέσος μικτός μισθός από τα 1.217 ευρώ το 2019 έφτασε τα 1.342 ευρώ το 2024 – αύξηση μόλις 10%, όταν τα τρόφιμα αυξήθηκαν έως και 35%. Ουσιαστικά, ο πραγματικός μισθός έχει μειωθεί, ενώ το 46,3% των εργαζομένων αμείβεται με κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά. Η Ελλάδα είναι πλέον τελευταία στο πραγματικό ωρομίσθιο στην Ε.Ε., ακόμη και πίσω από τη Βουλγαρία.
Με παραγωγικότητα μόλις στο 45% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δεν υπάρχουν προοπτικές ανόδου. Και πώς να υπάρξουν; Οι επενδύσεις είναι ελάχιστες, οι επιχειρήσεις –ιδίως οι μικρομεσαίες– δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενώ η επιχειρηματική δραστηριότητα ασφυκτιά από τη φορολογία και τη γραφειοκρατία.
Ταυτόχρονα, η πολιτεία στηρίζει μονομερώς τις τράπεζες, το ενεργειακό καρτέλ και τα funds, σε βάρος της κοινωνίας. Το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να μην πληρώνει φόρους μέσω του αναβαλλόμενου φόρου που ξεπερνά τα 12 δισ. ευρώ. Αντί να επιστραφούν τα ποσά αυτά στο δημόσιο, οι πολίτες καλούνται να στηρίξουν τις ίδιες τράπεζες που τους αρνούνται δάνεια και τους απειλούν με κατασχέσεις.
Το κράτος παραχωρεί δημόσια περιουσία, ακόμη και έσοδα από λαχεία, στο Υπερταμείο χωρίς σαφείς όρους, χωρίς διαφάνεια και χωρίς κοστολογημένες προβλέψεις. Τα έσοδα από τη φορολογία αυξάνονται, αλλά δεν στηρίζουν την κοινωνία – στηρίζουν τα λογιστικά «πλεονάσματα» και τις επικοινωνιακές φιέστες.
Ακόμη και το υποτιθέμενο νομοσχέδιο για τη στήριξη της κεφαλαιαγοράς και των επενδύσεων εκπονήθηκε από δικηγορικό γραφείο, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ικανότητα και τον ρόλο του ίδιου του υπουργείου. Οι ερωτήσεις για το κόστος και τις συμβάσεις μένουν αναπάντητες.
Το ιδιωτικό χρέος παρουσιάζεται με αντικρουόμενα στοιχεία – από 214 δισ. έως 373 δισ. ανάλογα με τον υπουργό που απαντά – αποκαλύπτοντας όχι μόνο ασυνεννοησία, αλλά και απόπειρα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.
Η ανάπτυξη του 2,3% για το 2024, που παρουσιάζεται ως επιτυχία, βασίστηκε κυρίως στην αύξηση των αποθεμάτων (3,2%) και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης – χωρίς ουσιαστική συμβολή από τις επενδύσεις ή τις εξαγωγές. Το γεγονός ότι η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά 4,1%, όταν προβλεπόταν αύξηση, υποδηλώνει στάση πληρωμών προς τον ιδιωτικό τομέα – και ταυτόχρονα ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους που ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ.
Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ αυξήθηκε ελάχιστα στο 35%, όταν στην Ευρώπη ο μέσος όρος είναι 47%. Τα επιχειρηματικά κέρδη, αντιθέτως, έφτασαν το 50,2%, έναντι μέσου όρου 42% στην Ε.Ε. Η ανισότητα βαθαίνει, η κοινωνική συνοχή διαλύεται και η φτώχεια επεκτείνεται.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι δρόμοι πλημμυρίζουν από πολίτες που διαδηλώνουν. Δεν είναι τυχαία η κατάρρευση