13 Μαΐου, 2025
Διεθνή

Η Κριμαία θα παραμείνει στη Ρωσία: Ο Ντόναλντ Τραμπ επιρρίπτει ευθύνες στην Ουκρανία για την έναρξη του πολέμου

Νέες αντιδράσεις προκαλούν οι δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις τελευταίες παραχώρησε στο περιοδικό TIME . Ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υποστήριξε ότι η ευθύνη για την έναρξη της ένοπλης σύρραξης βαραίνει την Ουκρανία, επικαλούμενος τη συζήτηση για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικά δήλωσε: «Πιστεύω ότι αυτό που προκάλεσε την έναρξη του πολέμου ήταν όταν άρχισαν να μιλάνε για ένταξη στο ΝΑΤΟ», επαναλαμβάνοντας μια θέση που έχει διατυπώσει και στο παρελθόν και η οποία απείχε εν μέρει τα επιχειρήματα της Μόσχας.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, τα ειρηνευτικά σχέδια που φέρονται να προωθεί ο Τραμπ, στο πλαίσιο μιας γενικότερης στρατηγικής διαμεσολάβησης, περιλαμβάνουν την παραχώρηση περίπου του 20% της ουκρανικής επικράτειας στον Βλαντιμίρ Πούτιν, ώστε να επιτευχθεί η κατάληψη του πυρός και να δοθεί τέλος στον πόλεμο. Ανάμεσα στα τμήματα που θα μπορούσαν να παραχωρηθούν και η Κριμαία, την οποία ο Τραμπ χαρακτήρισε εκ νέου ως ρωσικό έδαφος, λέγοντας πως «η Κριμαία θα παραμείνει στη Ρωσία», παρά το γεγονός ότι η προσφυγή της από τη Μόσχα το 2014 θεωρείται παράνομη από τη διεθνή κοινότητα.

Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκεται έντονη διπλωματική κινητικότητα με στόχο τον τερματισμό της σύγκρουσης, καθώς έρχονται στο φως από τις συνομιλίες που βρέθηκαν στο Παρίσι στις 17 Απριλίου και στο Λονδίνο στις 23 Απριλίου μεταξύ αμερικανών, ευρωπαίων και ουκρανών αξιωματούχων. Σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters , κατά τις συναντήσεις αυτές προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις στις προτάσεις που τέθηκαν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Τα πλήρη κείμενα των σχετικών εγγράφων αποκαλύπτουν διαφωνίες σε κρίσιμους τομείς όπως η σειρά επίλυσης του εδαφικού ζητήματος, η άρση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, οι εγγυήσεις ασφαλείας που θα παρασχεθούν στην Ουκρανία και το μέγεθος που θα διατηρήσει ο ουκρανικός στρατός στο μέλλον.

Οι θέσεις του Τραμπ, σε συνδυασμό με την ενεργή διαμεσολαβητική δραστηριότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και των Ευρωπαίων Ουκρανών και αξιωματούχων, συνθέτουν ένα περίπλοκο σκηνικό, στο οποίο η αναζήτηση λύσης συναντά εμπόδια αλλά και ενδείξεις προτάσεις για διάλογο. Οι αποκαλύψεις του Reuters ρίχνουν φως στις λεπτομέρειες των προτάσεων και αναδεικνύουν τη δυσκολία εξεύρεσης μιας κοινής αποδεκτής φόρμουλας για τον τερματισμό της αιματηρής σύρραξης, τη στιγμή που οι στρατηγικές προσεγγίσεις διαφέρουν ριζικά.

Σύμφωνα με πληροφορίες από κύκλους που συμμετέχουν άμεσα στις συνομιλίες, ο ειδικός απεσταλμένος του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, παρουσίασε σε Ευρωπαίους αξιωματούχους στο Παρίσι ένα σύνολο προτάσεων που στόχο έχουν την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός και την προώθηση της διπλωματικής οδού στο μέτωπο της Ουκρανίας. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μετέφεραν τις συγκεκριμένες προτάσεις στην ουκρανική πλευρά, ενεργώντας ως ενδιάμεσοι σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη διπλωματική αποστολή. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, αναφερόμενος στις εν λόγω προτάσεις, τις χαρακτήρισε ως ένα «αδρό πλαίσιο» το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως βάση προκειμένου να εντοπιστούν και να καταγραφούν οι βασικές διαφορές που χωρίζουν τις εμπλεκόμενες πλευρές στη σύγκρουση.

Λίγες ημέρες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα μία εβδομάδα μετά τη συνάντηση στο Παρίσι, έλαβαν χώρα νέες συνομιλίες μεταξύ Ουκρανών και Ευρωπαίων αξιωματούχων στο Λονδίνο. Από αυτές τις επαφές προέκυψε ένα νέο κείμενο με προτάσεις, το οποίο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, έχει ήδη παραδοθεί στην αμερικανική πλευρά, ενισχύοντας το συνεχιζόμενο διπλωματικό εγχείρημα. Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε την Πέμπτη πως είναι πεπεισμένος ότι το εν λόγω έγγραφο, προϊόν των συνομιλιών στο Λονδίνο, βρίσκεται πλέον στο γραφείο του Τραμπ, γεγονός που υποδηλώνει την άμεση εμπλοκή του προέδρου των ΗΠΑ στις άτυπες διαβουλεύσεις που διεξάγονται στο παρασκήνιο.

Η παρούσα διπλωματική κινητικότητα θεωρείται η πιο συντονισμένη και συγκροτημένη προσπάθεια για τον τερματισμό των εχθροπραξιών από τους πρώτους μήνες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η οποία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022. Σήμερα, οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να κατέχουν σχεδόν το ένα πέμπτο της ουκρανικής επικράτειας, γεγονός που καθιστά τις διαπραγματεύσεις περί εδαφικής κυριαρχίας εξαιρετικά περίπλοκες και φορτισμένες.

Στο ζήτημα των εδαφικών διευθετήσεων, οι προτάσεις του Στιβ Γουίτκοφ περιλαμβάνουν ένα σκέλος που αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αντιδράσεις: προβλέπεται η επίσημη, δηλαδή de jure, αναγνώριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες του ρωσικού ελέγχου στην Κριμαία — την ουκρανική χερσόνησο που προσαρτήθηκε από τη Ρωσία το 2014. Παράλληλα, οι ίδιες προτάσεις περιλαμβάνουν και μια άτυπη, δηλαδή de facto, αποδοχή του ρωσικού ελέγχου σε περιοχές της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας, όπου οι ρωσικές δυνάμεις έχουν εγκαθιδρύσει ισχυρή παρουσία. Πρόκειται για μια διατύπωση που επιχειρεί να εξισορροπήσει την πολιτική πραγματικότητα στο πεδίο με τις διεθνείς νομικές και διπλωματικές απαιτήσεις, αν και το περιεχόμενο των προτάσεων είναι πιθανό να εγείρει σοβαρά ζητήματα τόσο εντός της Ουκρανίας όσο και στην ευρύτερη διεθνή κοινότητα.

Το ευρωπαϊκό και ουκρανικό έγγραφο, το οποίο προέκυψε από τις συνομιλίες στο Λονδίνο, παρουσιάζει σαφείς διαφορές σε σχέση με τις προτάσεις που διατύπωσε ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ. Πρωτίστως, διαφοροποιείται ως προς τη θεμελιώδη προσέγγιση στο κρίσιμο ζήτημα των εδαφικών ρυθμίσεων. Ενώ το σχέδιο Γουίτκοφ προβλέπει την επίσημη αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου στην Κριμαία και την άτυπη αποδοχή της κυριαρχίας της Μόσχας σε άλλες κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, το έγγραφο που συνέταξαν Ευρωπαίοι και Ουκρανοί αξιωματούχοι δεν περιλαμβάνει καμία σχετική αναφορά. Αντίθετα, προτείνει όπως οι λεπτομερείς συνομιλίες για το εδαφικό πραγματοποιηθούν αποκλειστικά μετά την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, διατηρώντας έτσι ουδέτερη στάση επί των επίμαχων εδαφών και αποφεύγοντας να δώσει προκαταβολικά νομιμοποίηση σε οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων.

Όσον αφορά την ασφάλεια της Ουκρανίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το κείμενο του Γουίτκοφ περιγράφει τη διαμόρφωση ενός πλαισίου ισχυρών εγγυήσεων ασφαλείας, στις οποίες θα συμμετέχουν ευρωπαϊκές και άλλες χώρες ως εγγυήτριες δυνάμεις. Ωστόσο, αποφεύγει να υπεισέλθει σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες και αναφέρει ρητά πως η Ουκρανία, στο πλαίσιο της συμφωνίας, δεν θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ — ένα ζήτημα ιδιαίτερα ευαίσθητο για τη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, το ευρωπαϊκό και ουκρανικό κείμενο προχωρά σε πολύ πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις.

Δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό στην ανάπτυξη των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και επιτρέπει απερίφραστα τη στάθμευση στρατιωτικών δυνάμεων από συμμαχικές χώρες εντός της Ουκρανίας. Η ρύθμιση αυτή, που προσδίδει στην Ουκρανία πλήρη κυριαρχία επί της στρατηγικής της ασφάλειας, ενδέχεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τη ρωσική πλευρά. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα μιας συμφωνίας ασφαλείας αντίστοιχης με το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ — τη ρήτρα συλλογικής άμυνας — και προτείνει να συμπεριληφθούν και οι Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων, κάτι που σηματοδοτεί έναν υψηλό βαθμό δέσμευσης των δυτικών χωρών στην υπεράσπιση του Κιέβου.

Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά μέτρα και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, το σχέδιο Γουίτκοφ προτείνει την άρση όλων των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από το 2014, όταν η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία, στο πλαίσιο της υπό συζήτηση συμφωνίας. Αντιθέτως, το ευρωπαϊκό και ουκρανικό κείμενο προτείνει μια πιο προσεκτική και κλιμακωτή προσέγγιση: η άρση των κυρώσεων θα γίνει σταδιακά, μόνον εφόσον διαπιστωθεί η εφαρμογή μιας βιώσιμης και διαρκούς ειρήνης. Επιπλέον, οι συντάκτες του εγγράφου ξεκαθαρίζουν ότι σε περίπτωση παραβίασης της συμφωνίας από πλευράς Ρωσίας, οι κυρώσεις θα επανέλθουν αυτομάτως, ως μηχανισμός πίεσης και αποτροπής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσέγγιση των δύο εγγράφων στο ζήτημα της οικονομικής αποκατάστασης της Ουκρανίας. Οι προτάσεις του Γουίτκοφ περιορίζονται σε γενικές αναφορές περί αποζημίωσης της Ουκρανίας, χωρίς να προσδιορίζεται από πού θα προέλθουν τα αναγκαία κεφάλαια ή ποιος θα αναλάβει την ευθύνη της αποζημίωσης. Αντίθετα, το έγγραφο που συνέταξαν οι Ευρωπαίοι και οι Ουκρανοί είναι σαφέστερο και πιο τολμηρό: προβλέπει την οικονομική αποζημίωση της Ουκρανίας μέσα από τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσμευθεί στο εξωτερικό, μια πρόταση που όχι μόνο δίνει συγκεκριμένο οικονομικό έρεισμα για την ανοικοδόμηση της χώρας, αλλά παράλληλα ενέχει και ισχυρό συμβολικό μήνυμα για τη λογοδοσία της Ρωσίας.

Οι δύο δέσμες προτάσεων, αν και κινούνται στον ίδιο στόχο της ειρηνευτικής επίλυσης, αποτυπώνουν δύο διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις: η μία επιχειρεί έναν ρεαλιστικό συμβιβασμό με απώτερο σκοπό τη σταθερότητα, ενδεχομένως εις βάρος της ουκρανικής κυριαρχίας, ενώ η άλλη επιδιώκει να διασφαλίσει την εθνική κυριαρχία και την ασφάλεια της Ουκρανίας με τρόπο πιο αυστηρό, πιο απαιτητικό και με υψηλότερες διεθνείς εγγυήσεις.