Την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα κλιμακώνουν τη μεταξύ τους αντιπαράθεση, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μια σπάνια ευκαιρία να υποστηρίξει τον διεθνή ρόλο της και να αναλάβει έναν ηγετικό λόγο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Σύμφωνα με την ανάλυση του Politico, η ολοένα και πιο έντονη σύγκρουση μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου σε οικονομικό, τεχνολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο αποδυναμώνει αμφότερες τις υπερδυνάμεις και ανοίγει χώρο για τους τρίτους παίκτες να επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις εσωτερικές δυσκολίες της και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, διαθέτει το θεσμικό, οικονομικό και πολιτικό υπόβαθρο για να καλύψει αυτό το κενό. Η σταθερότητα των ευρωπαϊκών θεσμών, το μέγεθος της ενιαίας αγοράς και η δέσμευση στα ζητήματα του κράτους δικαίου, της κλιματικής αλλαγής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσφέρουν στην ένα ισχυρό ηθικό και στρατηγικό πλεονέκτημα Ευρώπης. , σε μια εποχή που η αμερικανική πολιτική σκηνή εμφανίζεται ασταθής και η κινεζική οικονομία δείχνει σημάδια κόπωσης, η Ευρώπη μπορεί να προβάλει ένα επιπλέον εναλλακτικό μοντέλο διακυβέρνησης και συνεργασίας βασισμένο σε πολυμέρεια, συνεννόηση και ισορροπία συμφερόντων.
Για να εκμεταλλευτεί πλήρως αυτή την ιστορική συγκυρία, η Ευρώπη πρέπει να επιδείξει μεγαλύτερη ενότητα, αποφασιστικότητα και στρατηγική αυτονομία. Χρειάζεται να επενδύσει σε τομείς-κλειδιά όπως η άμυνα, η τεχνολογία και η ενεργειακή ασφάλεια, ώστε να περιορίσει την εξάρτησή της τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από την Κίνα. Παράλληλα, οφείλει να ενισχύει τους δεσμούς της με άλλες περιοχές του κόσμου, όπως η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η Νοτιοανατολική Ασία, χτίζοντας νέες συμμαχίες στη βάση κοινών συμφερόντων και αξιών.
Η ανάλυση του Politico υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να παραμείνει θεατής σε μια παγκόσμια αντιπαράθεση που θα καθορίσει τις ισορροπίες των επόμενων δεκαετιών. Αντίθετα, οφείλει να δράσει με τόλμη και διορατικότητα, αξιοποιώντας τη δύναμη που ήδη διαθέτει και διαμορφώνει το μέλλον σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία — και την ευθύνη — να γίνει καταλύτης σταθερότητας, προόδου και συνεργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο οικονομικής επιβράδυνσης και φτωχοποίησης λόγω του εμπορικού πολέμου που κλιμακώνει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, επιβάλλοντας δασμούς εναντίον άλλων χωρών. Παρά τα αρνητικά αυτά δεδομένα, αρκετοί Ευρωπαίοι πολιτικοί διακρίνουν μια θετική διάσταση στην αναταραχή που προκαλείται. Σύμφωνα με την ανάλυση του Politico, η παγκόσμια οικονομία αναδιαρθρώνεται σε τρία βασικά μπλοκ — τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ευρώπη — που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για επιρροή και ισχύ. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, η στρατηγική του Τραμπ να στοχοποιήσει την Κίνα, την οποία θεωρεί κύριο αντίπαλο, προσφέρει μια ανέλπιστη ευκαιρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύσει τη θέση της.
Η κατάσταση μοιάζει με έναν αγώνα Mario Kart, όπου ακόμη και όσοι βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις μπορούν να εκμεταλλευτούν τις συγκρούσεις των προπορευόμενων για να περάσουν μπροστά. Αυτήν την εικόνα επιβεβαιώνει και η δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλόν, ο οποίος τόνισε χαρακτηριστικά πως «έχουμε κάποιον που βάζει αυτογκόλ και αυτός είναι ο κ. Τραμπ». Το μεγάλο στοίχημα για την Ευρώπη είναι αν θα μπορέσει να αξιοποιήσει προς τον φίλο της τη συγκυρία αυτή.
Σήμερα, η Ευρώπη πασχίζει να ανακάμψει από τις βαριές συνέπειες της πανδημίας, με ρυθμούς ανάπτυξης που φτάνουν μόλις στο μισό εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Γερμανία, η κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει πληγεί σοβαρά, με το κλείσιμο των βιομηχανικών μονάδων στον τομέα του χάλυβα και της αυτοκινητοβιομηχανίας, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παρά το γεγονός ότι η ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρητικά προσφέρει σε περίπου 450 ευρώ, στην πράξη παραμένει κατακερματισμένη και η πολιτική λήψη χαρακτηρίζεται από βραδύτητα και αναποτελεσματικότητα.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον πολιτικό προσκήνιο και η επιβολή δασμών, ιδιαίτερα κατά τη λεγόμενη «Ημέρα Απελευθέρωσης» της 2ης Απριλίου, όπου εισήγαγε νέους δασμούς από 10% έως 49% σχεδόν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο — αν και αρκετοί έχουν προσωρινά ανασταλεί — σηματοδοτούν μια αλλαγή των δεδομένων που η Ευρώπη μπορεί να αλλάξει. Η αποσταθεροποίηση των παγκόσμιων εμπορικών ροών και η αύξηση της δυσπιστίας απέναντι στην αμερικανική πολιτική δίνουν στην ΕΕ τη δυνατότητα να προβάλλει ως μια πιστη και σταθερή εναλλακτική δύναμη σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά.
Το ευρώ κατέγραψε εντυπωσιακή ενίσχυση κατά 10% έναντι του δολαρίου μέσα στο τρέχον έτος, καθώς οι επενδυτές, αναζητώντας σταθερότερες εναλλακτικές επιλογές μέσω αβεβαιότητας, απομακρύνθηκαν από το αμερικανικό νόμισμα. Η τάση αυτή δεν περιορίστηκε μόνο στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ακόμη πιο χαρακτηριστική υπήρξε η στροφή στις κυβερνητικούς χρέους, όπου οι αλλαγές στις ροές κεφαλαίων υπήρξαν ακόμα πιο έντονες. Τα ομόλογα, που παραδοσιακά θεωρούνται ασφαλείς καταφύγιο σε περιόδους κρίσης, έγιναν πεδίο μαζικών πωλήσεων σε ό,τι αφορά το αμερικανικό χρέος, αμέσως μετά την αναστάτωση που προκάλεσε η ανακοίνωση των δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι επενδυτές, εγκαταλείποντας τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, προκάλεσαν άνοδο του κόστους δανεισμού για την Ουάσινγκτον και στράφηκαν προς τα ευρωπαϊκά ομόλογα, τα οποία προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα. Όπως σημειώνει ο Νταβίντε Ονέλια, διευθυντής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας μακροοικονομίας στην TS Lombard, η ενέργεια που εμφανίζεται παγκοσμίως για τη μείωση της εξάρτησης από το δολάριο και από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα ως προεξέχοντα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, έχει δώσει σημαντική ώθηση στο ευρώ, ενισχύοντας τις πιθανότητες να αποκτήσει διεθνή διεθνή.
Την ίδια στιγμή, έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναδεικνύει τις σοβαρές οικονομικές του εμπορικού πολέμου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Ταμείο αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψη για την ανάπτυξη των ΗΠΑ το 2025 κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες, τη μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με κάθε άλλη μεγάλη οικονομία του Μεξικού. Η Κίνα υπέστη επίσης σημαντικό πλήγμα με μείωση 0,6 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ η Ευρωζώνη κατάφερε να παραμείνει σχεδόν ανεπηρέαστη, με μια ελάχιστη μείωση 0,2 ποσοστιαίων μονάδων στις προβλέψεις της ανάπτυξής της.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ξεκινώντας τη δεύτερη θητεία της ως πρόεδρος της Επιτροπής, έθεσε ως προτεραιότητα την ανάγκη για αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αν και η έννοια αυτή παραμένει αόριστη σε συγκεκριμένους όρους, η επιλογή της ως κεντρικό μήνυμα θεωρείται στρατηγικά έξυπνη, δίνοντας την κατεύθυνση για μια Ευρώπη πιο ανθεκτική, πιο ισχυρή και πιο ισχυρή στις διεθνείς εκθέσεις.
Την τελευταία δεκαετία, η Ευρώπη των 27 δυσκολεύτηκε να συμβαδίσει με τον ρυθμό ανάπτυξης των παγκόσμιων κέντρων ισχύος. Στην Αμερική, ένας μοναδικός συνδυασμός ανεπτυγμένων χρηματοπιστωτικών αγορών, πρωτοποριακών ερευνητικών πανεπιστημίων και καταναλωτών με υψηλή αγοραστική δύναμη δημιούργησαν τεχνολογικούς κολοσσούς με ρυθμό που η Ευρώπη μπορούσε μόνο να παρακολουθήσει από απόσταση. Παράλληλα, η Κίνα, από παγκόσμιο εργοστάσιο φθηνών προϊόντων, εξελίχθηκε σε πρωτοπόρους στην παραγωγή αιχμής σε κλάδους όπως η καθαρή ενέργεια, τα ηλεκτρικά οχήματα και η ρομποτική, χάρη σε μια επιθετική και συντονισμένη βιομηχανική πολιτική.
Αν και αυτές οι χώρες εξακολουθούν να είναι, οι πρόσφατες ισχύουν στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας προσφέρουν στην Ευρώπη μια σημαντική ευκαιρία. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν αυτόν τον μήνα, με την Ουάσινγκτον και το Πεκίνο να επιβάλλουν εκατέρωθεν δασμούς άνω του 100%, έχουν αναδιατάξει το παγκόσμιο εμπορικό τοπίο προς τον όφελος της Ευρώπης.
Οι δασμοί που έχουν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, αν και αυξημένοι, παραμένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνους που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι ΗΠΑ και η Κίνα. Αυτή η σχετική ήπια μεταχείριση έρχεται σε μια περίοδο που η κινεζική ανακάμπτει αργά από την κρίση του τομέα της οικονομίας και προσπαθεί να αποτυπωθεί από το μοντέλο που βασίζεται στις εξαγωγές, σε ένα νέο μοντέλο που βασίζεται περισσότερο στην εγχώρια κατανάλωση — μια διαδικασία μακρά και επώδυνη.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά σε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Όπως επισημαίνει ο Λουντοβίκ Σουτόρ-Σορέλ, επικεφαλής του ευρωπαϊκού δικτύου μακροοικονομικής πολιτικής, ένας παρατεταμένος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα μπορούσε να ανοίξει νέες αγορές για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Η Κίνα ήδη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ευρώπη για προϊόντα όπως χημικά και εξοπλισμό μεταφορών, και αυτή η εξάρτηση θα ενισχυθεί. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιμετωπίζοντας εμπόδια στην εισαγωγή κινεζικών προϊόντων, ενδέχεται να στραφούν στα ευρωπαϊκά βιομηχανικά αγαθά όπως μηχανήματα, πλαστικά και υφάσματα, αυξάνοντας τη ζήτηση για ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Η νέα γεωοικονομική πραγματικότητα δεν διαγράφει τα υπάρχοντα προβλήματα της Ευρώπης, αλλά προσφέρει ένα σπάνιο στρατηγικό πλεονέκτημα που, αν αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να ενισχύσει την οικονομική της θέση στον κόσμο.
Η διοίκηση Τραμπ έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμφωνίας με το Πεκίνο για τη μείωση των δασμών, ωστόσο, μέχρι να ολοκληρωθεί η συνεννόηση, η οποία στην παγκόσμια οικονομία είναι ήδη εμφανής. Η κίνηση των εμπορευμάτων μέσω του Ειρηνικού έχει μειωθεί δραματικά, δημιουργώντας φόβους για ελλείψεις σε βασικά προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Παράλληλα, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, με την επαναλαμβανόμενη επιβολή και άρση δασμών, και με τους Κινέζους αξιωματούχους να αρνούνται ακόμη και την ύπαρξη διαπραγματεύσεων, έχει διαβρώσει σοβαρά την αξιοπιστία και τη σταθερότητα του διεθνούς εμπορικού συστήματος, ανεξαρτήτως της τελικής ανάλυσης των συνομιλιών.
Πέρα από τις άμεσες στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, η κρίση αυτή έχει καλύτερες γεωοικονομικές συνέπειες. Ο υπόλοιπος κόσμος, που εδώ και δεκαετίες, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε αποδεχτεί το ελεύθερο εμπόριο ως μοχλό ανάπτυξης και ευημερίας, παρακολουθεί τώρα με έκπληξη την Ουάσινγκτον να αθετεί τον παραδοσιακό της ρόλο. Αυτή η στροφή αποδυναμώνει το παγκόσμιο σύστημα που είχε οικοδομηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα δημιουργεί ένα κενό ηγεσίας.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε νέα δύναμη υπεράσπισης του ελεύθερου εμπορίου και της πολυμέρειας. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν απομακρύνονται από τον ρόλο του εγγυητή του διεθνούς οικονομικού συστήματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προβάλλει μια εναλλακτική πρόταση σταθερότητας, συνεργασίας και αμοιβαίου οφέλους, διεκδικώντας ενεργότερο και πιο ουσιαστικό ρόλο στις παγκόσμιες προτάσεις.