Σε περιόδους πολιτικής φθοράς, η εξουσία αναζητά απεγνωσμένα διέξοδο. Και συχνά, αυτή η διέξοδος παίρνει τη μορφή παροχών, υποσχέσεων, ακόμα και ανέξοδων «ταξιμάτων». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βλέποντας την εμπιστοσύνη των πολιτών να φθίνει, φαίνεται να ακολουθεί αυτή τη γνώριμη –και συχνά αποτυχημένη– οδό. Αν όμως κάτι μας έχει διδάξει η μεταπολιτευτική ιστορία, είναι ότι η προσδοκία εξαγοράς ψήφων την ύστατη στιγμή σπάνια φέρνει εκλογική σωτηρία. Το παρελθόν είναι γεμάτο παραδείγματα.
Το 1981, λίγους μήνες πριν τις κάλπες, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης επιχείρησε να αντιστρέψει το δυσμενές κλίμα μοιράζοντας επιταγές της τότε ΕΟΚ σε αγρότες, κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές. Παράλληλα, η κυβέρνησή του ανακοίνωνε «ανάσα» για τους οφειλέτες, με πενταετή αναστολή αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων αγροτικών και βιοτεχνικών δανείων. Ούτε αυτό όμως έσωσε τη Νέα Δημοκρατία από την ήττα – το αντίθετο: η ήττα υπήρξε συντριπτική και ανεπίστρεπτη.
Στις εκλογές του 1985, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τότε αρχηγός της ΝΔ, επένδυσε στην υπόσχεση για «φθηνά αυτοκίνητα» – μια προσπάθεια να προσελκύσει τη μεσαία τάξη και τους νεότερους ψηφοφόρους. Αντ’ αυτού, το σύνθημα που επικράτησε στα χείλη των πολιτών ήταν σαρκαστικό: «Καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη!». Το αποτέλεσμα; Μία ακόμη ήττα στις κάλπες.
Τον Απρίλιο του 1989, λίγους μήνες πριν τις εκλογές, ο Ανδρέας Παπανδρέου από το Περιστέρι έδινε το σύνθημα που έμελλε να μείνει ιστορικό: «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!». Το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να αντεπιτεθεί με γενναίες παροχές, όμως το κοινό είχε ήδη κουραστεί. Οι κάλπες έδωσαν την απάντηση – και δεν ήταν ευνοϊκή.
Το 2003, ο Κώστας Σημίτης παρουσίασε την πολυδιαφημισμένη «κοινωνική χάρτα», ένα πακέτο προεκλογικών παροχών που φιλοδοξούσε να «αλλάξει τη ζωή των Ελλήνων ως το 2008». Οι πολίτες όμως είχαν διαφορετική γνώμη: στις εκλογές του 2004, η ΝΔ με επικεφαλής τον Κώστα Καραμανλή σάρωσε, ενώ ο Σημίτης, προαισθανόμενος τη βαριά ήττα, είχε ήδη παραδώσει τη σκυτάλη στον Γιώργο Παπανδρέου.
Μοναδική ίσως παραφωνία στον κανόνα υπήρξε ο Κώστας Καραμανλής το 2009. Δεν επέλεξε τον δρόμο των υποσχέσεων, αλλά της ειλικρίνειας: προειδοποίησε ότι έρχονται δύσκολα χρόνια, μίλησε ανοιχτά για «πάγωμα» μισθών και προσλήψεων στο Δημόσιο. Ο ελληνικός λαός δεν τον επιβράβευσε – αλλά λίγους μήνες αργότερα, ήρθε η σκληρή διάψευση.
Ο Γιώργος Παπανδρέου κέρδισε τότε με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», για να οδηγήσει τη χώρα λίγους μήνες αργότερα στο πρώτο Μνημόνιο, την προσφυγή στο ΔΝΤ και σε μια βαθιά κρίση που σημάδεψε μια ολόκληρη δεκαετία.
Το καλοκαίρι του 2018, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζε για την έξοδο από τα Μνημόνια, υποσχόμενη μια νέα εποχή παροχών. Ο Αλέξης Τσίπρας μοίραζε μέτρα στήριξης και διαβεβαιώσεις. Όμως οι εκλογές του 2019 δεν άφησαν περιθώρια παρερμηνειών: το εκλογικό σώμα είχε γυρίσει ήδη σελίδα.
Σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να βαδίζει σε γνώριμα μονοπάτια: εξαγγελίες, επιδόματα, υποσχέσεις – όλα με φόντο μια υποχώρηση της κυβερνητικής απήχησης. Η διαφορά ίσως είναι ότι προς το παρόν δεν υπάρχει ένας ισχυρός αντίπαλος απέναντί του. Όμως η ιστορία έχει αποδείξει πως αυτό δεν είναι αρκετό για να αποτραπεί η κάλπη από το να μιλήσει. Κι όταν το κάνει, η ετυμηγορία είναι οριστική.
Η Ιστορία, τελικά, δεν ξεχνά – εκείνοι που την αγνοούν, το πληρώνουν.
Το δημόσιο χρήμα δεν είναι χαρτζιλίκι – και ο Μητσοτάκης δεν είναι χορηγός
Τις τελευταίες μέρες, κυκλοφορεί ευρέως –στα καφενεία, στα δελτία ειδήσεων, ακόμα και στις παρεμβάσεις πολιτικών αναλυτών με προνομιακή πρόσβαση στο μικρόφωνο– η φράση: «Ο Μητσοτάκης θα δώσει λεφτά για να πάρει τις εκλογές». Εκφέρεται με έναν τόνο σχεδόν μεταφυσικής ευγνωμοσύνης, σαν να επρόκειτο για προσωπική του προσφορά, μια γενναιόδωρη πράξη του Ηγέτη που –τάχα– φροντίζει προσωπικά τους πολίτες, σαν άλλος Μωυσής που μας οδηγεί στην οικονομική «γη της επαγγελίας». Έχει δε συνοδευτεί και με… ρομαντικά επίθετα: «τσιτάχ» της πολιτικής, «σωτήρας» του λαού, «χαρισματικός» ευεργέτης.
Μόνο που ο ευεργέτης δεν δίνει από το δικό του πουγκί. Δε βάζει ούτε ευρώ από την προσωπική του περιουσία – και κάθε έκτακτο βοήθημα, επίδομα, επιταγή ή φορολογική διευκόλυνση βγαίνει από τον γνωστό κουμπαρά. Αυτόν που γεμίζουμε όλοι μας, κάθε μήνα, με φόρους, εισφορές και ΦΠΑ. Όχι από τα ακίνητα της οικογένειας Μητσοτάκη, ούτε από πωλήσεις οικογενειακών τιμαλφών.
Αν τον πιστεύαμε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έπρεπε, για να είναι συνεπής με την εικόνα που πλασάρουν οι «υμνητές» του, να είχε ήδη ξεκινήσει δεύτερη δουλειά. Ίσως ως ντελιβεράς στο Παγκράτι ή να μάζευε φράουλες στη Μανωλάδα, να εξασφαλίσει κεφάλαια για να καλύψει τα «δωράκια» προς τον λαό. Θα μπορούσε ακόμα να βάλει πάγκο στη λαϊκή, να πουλάει ραπανάκια και σέσκουλα, ή να ανοίξει περίπτερο στο Κολωνάκι. Δεν το βλέπουμε όμως να συμβαίνει.
Όσο για την προσωπική του συμβολή στην κοινωνική πολιτική; Οι πράξεις του μέχρι σήμερα μιλούν από μόνες τους. Δεν τον έχουμε δει να δίνει έστω ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης σε κάποιον που το είχε ανάγκη. Και όταν έρχεται η ώρα να «μπει το χέρι στην τσέπη», η τσέπη αυτή φαίνεται να έχει φερμουάρ από ατσάλι. Ή καλύτερα –όπως παρατηρούν σκωπτικά αρκετοί– όχι καβούρια, αλλά… κροκόδειλους του Νείλου, που δαγκώνουν κάθε απόπειρα προσφοράς.
Το παράδοξο βέβαια είναι ότι ενώ εκείνος και η οικογένειά του δηλώνουν πιστοί υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να απολαμβάνουν προνομιακές θέσεις και υψηλές απολαβές σε κρατικούς και παρακρατικούς οργανισμούς. Κρατικοδίαιτοι θιασώτες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας – μια αντίφαση που εξηγεί πολλά.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η νέα σειρά παροχών που πλασάρονται ως «πρωθυπουργική προσφορά» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ακόμη προσπάθεια συγκράτησης της πολιτικής φθοράς. Μια κίνηση τακτικής για να χτιστεί, έστω και με πρόχειρα υλικά, μια εικόνα «μεριμνώσας» ηγεσίας.
Αλλά, όπως έχει δείξει η Ιστορία (και πολύ πρόσφατα μάλιστα), τα ψιχία που μοιράζονται λίγο πριν τις εκλογές, όταν προσφέρονται με όρους ψηφοθηρίας και όχι κοινωνικής δικαιοσύνης, σπάνια φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο, όταν οι πολίτες νιώθουν ότι απλώς τους επιστρέφουν ένα μικρό κλάσμα απ’ όσα έχουν ήδη δώσει – και μάλιστα με ύφος χαριστικής πράξης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι χορηγός. Είναι πρωθυπουργός. Και η υποχρέωση να ασκεί κοινωνική πολιτική δεν είναι προσωπική του εύνοια – είναι καθήκον, και μάλιστα χρηματοδοτούμενο από το δημόσιο ταμείο. Δηλαδή από εμάς.