13 Μαΐου, 2025
Top Επικαιρότητα

Η εξαφάνιση της αλήθειας και η «επιβολή» της ανομίας

658 αρχεία καταστράφηκαν, 165 στιγμιότυπα (frames) αφαιρέθηκαν και 150 δευτερόλεπτα πειράχτηκαν από το υλικό της κάμερας με τα πλάνα της εμπορικής αμαξοστοιχίας

Το πρόσφατο δυστύχημα στα Τέμπη, που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, ανέδειξε με οδυνηρό τρόπο την αποτυχία του πολιτικού και δικαστικού συστήματος της χώρας. Στην ουσία, αυτό το τραγικό γεγονός αποκαλύπτει τις βαθιές αδυναμίες του ελληνικού κράτους, το οποίο φαίνεται ανίκανο να επιβάλει τη δικαιοσύνη και να διασφαλίσει τη διαφάνεια στις κρίσιμες υποθέσεις που αφορούν την κοινωνία. Η συγκεκριμένη υπόθεση, σε συνδυασμό με την αποτυχία του συστήματος να αντιμετωπίσει τις πολιτικές και νομικές ευθύνες που προκύπτουν, αποδεικνύει την κλονισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών και της Δικαιοσύνης.

Η διαδικασία παραπομπής υπουργών ή άλλων πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη θα έπρεπε να είναι αυστηρά καθορισμένη και να μην εξαρτάται από την πολιτική εκτίμηση ή τη γνώμη της Βουλής. Αν υπήρχε πραγματικός «φυσικός δικαστής» για τους υπουργούς, ο ανακριτής που ασχολείται με την υπόθεση θα είχε περιγράψει τα αδικήματα που τυχόν διέπραξαν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στις δικογραφίες που διαβίβασε στην εθνική αντιπροσωπία. Δεν θα είχε περιοριστεί στο να αποστείλει τον φάκελο στην Βουλή με τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει η πολιτική εξουσία αν πρέπει να συνεχιστεί η διαδικασία ή όχι. Η έρευνα, αν υπήρχε πραγματική πολιτική βούληση για διαφάνεια και απονομή δικαιοσύνης, θα είχε προχωρήσει με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και χωρίς την ανάγκη έγκρισης από τη Βουλή.

Αντιθέτως, το δικαστικό σύστημα της χώρας σήμερα παραμένει εγκλωβισμένο σε ένα καθεστώς πολιτικής και θεσμικής ομηρίας. Αυτό το σύστημα επιτρέπει στους πολιτικούς να παραμένουν αλώβητοι, ακόμα και όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για παράνομες ενέργειες ή σοβαρές διοικητικές παραλείψεις. Η πρόσφατη περίπτωση του δυστυχήματος των Τεμπών αποδεικνύει ότι ακόμη και όταν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρών αδικημάτων, η διαδικασία παραπομπής τους στη Δικαιοσύνη διακόπτεται από πολιτικές αποφάσεις και καθυστερήσεις που καταστρατηγούν την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου.

Η κατάσταση αυτή έρχεται να ενισχυθεί από τη νομοθεσία που ισχύει σήμερα, η οποία περιορίζει την ικανότητα των δικαστικών αρχών να ασκήσουν δίωξη εναντίον υπουργών και άλλων πολιτικών προσώπων, εάν δεν έχει ασκηθεί κατηγορία μέχρι τον Οκτώβριο, γεγονός που οδηγεί στην παραγραφή της υπόθεσης. Το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει τη διάρκεια της παραγραφής για κοινά αδικήματα σε 20 χρόνια, ωστόσο, η έλλειψη εκτελεστικού νόμου καθιστά αυτό το άρθρο αδύνατο να εφαρμοστεί στην πράξη. Η κατάσταση αυτή αποδεικνύει την αδυναμία του κράτους να εφαρμοστεί σωστά ο νόμος και ενισχύει την πεποίθηση ότι οι υπεύθυνοι πολιτικοί και διοικητικοί παράγοντες μένουν ατιμώρητοι για τις παραλείψεις και τις κακοδιαχείρισες τους.

Αυτό που καθιστά την κατάσταση ακόμα πιο ανησυχητική είναι η συμπεριφορά της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Παρά τις σαφείς ενδείξεις για σπατάλη δημόσιου χρήματος, ανεπάρκειες στη χρηματοδότηση των σιδηροδρομικών υποδομών και αδυναμία υλοποίησης βασικών έργων, όπως η τηλεδιοίκηση, η πολιτική ηγεσία φαίνεται να προσπαθεί να συγκαλύψει την αλήθεια και να διατηρήσει τη σιωπή γύρω από την πραγματική αιτία της τραγωδίας. Η αποδοχή μιας σειράς τεχνητών νομικών θεωριών και η εκ μέρους της κυβέρνησης απροθυμία να αναλάβει την ευθύνη και να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, αναδεικνύουν τη βαθιά αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας για την αναζήτηση της αλήθειας και την απονομή δικαιοσύνης.

Η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης Τεμπών έχει προσλάβει ένα χαρακτήρα συγκάλυψης, όταν διαπιστώνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία αλλοιώνονται ή καταστρέφονται. Η παραποίηση βίντεο που καταγράφηκαν από τις κάμερες της ασφάλειας και που χρησιμοποιήθηκαν για να αποδειχτεί ότι η εμπορική αμαξοστοιχία δεν μετέφερε παράνομο φορτίο είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι υπάρχουν ισχυρές πιέσεις για την αποσιώπηση της αλήθειας. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα βίντεο που καταγράφηκαν από τη συγκεκριμένη αμαξοστοιχία, πριν εισβάλει η Ελληνική Αστυνομία στις εγκαταστάσεις της εταιρείας ασφαλείας και καταστρέψει τα αρχεία, είχαν υποστεί αλλοιώσεις. Η έρευνα του δικαστικού πραγματογνώμονα Κοκοτσάκη αποκάλυψε ότι από τα βίντεο λείπουν στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη παράνομου φορτίου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η αλλοίωση του περιεχομένου ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε καθίστατο αδύνατο να αποδειχτεί η πραγματική κατάσταση.

Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες για τη διαφάνεια των θεσμών της χώρας. Τα γεγονότα δείχνουν ότι το κράτος έχει φτάσει σε σημείο να παραποιεί ή να καταστρέφει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ευθύνες. Η κατηγορηματική αυτή αποτυχία των θεσμών, από την Αστυνομία έως τη Δικαιοσύνη, καθιστά τη διαδικασία της απονομής δικαιοσύνης σχεδόν αδύνατη. Οι αποκαλύψεις για αλλοίωση στοιχείων και καταστρατήγηση της αλήθειας, όπως τα παραποιημένα ηχητικά και βίντεο, καθιστούν ξεκάθαρο ότι το κράτος είναι εγκλωβισμένο σε μια κατάσταση διαρκούς συγκάλυψης, η οποία αποδυναμώνει τη δυνατότητα της Δικαιοσύνης να ενεργήσει ανεξάρτητα και αμερόληπτα.

Αυτή η κατάσταση καταδεικνύει ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας χρειάζεται άμεσες και αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών απαιτεί μια ολοκληρωμένη και ειλικρινή αναθεώρηση των θεσμών και του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονται τις υποθέσεις που αφορούν πολιτικά πρόσωπα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποβλέπουν στην αποκατάσταση της διαφάνειας, την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και την ενίσχυση των θεσμών ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναζήσουμε καταστάσεις συγκάλυψης ή παραποίησης των αποδεικτικών στοιχείων.

Η κοινωνία απαιτεί να υπάρξει ουσιαστική δικαιοσύνη για τα θύματα των Τεμπών και για κάθε άλλον πολίτη που έχει θιγεί από το διαβρωμένο πολιτικό και δικαστικό σύστημα της χώρας. Η ατιμωρησία των υπευθύνων δεν πρέπει να παραμείνει, και οι πολίτες θα πρέπει να απαιτήσουν την αποκατάσταση της τάξης και της δικαιοσύνης.

Πολιτική παρέμβαση και διωγμός της αλήθειας

Η ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα είναι, θεωρητικά, απεριόριστη. Οι Έλληνες, με πληθυσμό περίπου 10 εκατομμύρια, παράγουν περίπου 20 εκατομμύρια γνώμες μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το πραγματικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν αφορά την ελευθερία της γνώμης, αλλά τη δυσκολία διακίνησης της πληροφορίας, που καθυστερεί ή αποτίνεται από την εξουσία, εμποδίζοντας τη σωστή και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών. Το πρόβλημα αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στον χώρο των ΜΜΕ, όπου, παρά τις προσπάθειες ενός ανεξάρτητου δημοσιογραφικού ομίλου, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό δημοσιογραφικό αποτύπωμα τα τελευταία έξι χρόνια, η ροή της πληροφορίας συναντά πολλά εμπόδια. Μάλιστα, ο ίδιος ο επικεφαλής του ομίλου, Ιωάννης Φιλιππάκης, αντιμετωπίζει περιορισμούς ακόμη και στην προσωπική του παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Οι αποκαλυπτικοί τίτλοι της εφημερίδας του δεν προβάλλονται σε τηλεοπτικά πάνελ, καθώς αυτά θεωρούν τα συγκεκριμένα θέματα ενοχλητικά για το πολιτικό σύστημα. Παρά τη συνδρομή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που επιβεβαίωσε την άποψη ότι είναι σωστό οι τηλεοπτικοί σταθμοί να μη μεταδίδουν τα πρωτοσέλιδα, η δυσκολία διακίνησης πληροφοριών παραμένει έντονη. Ο ίδιος ο Φιλιππάκης αναφέρει ότι αποκλείεται από τα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια (ΣΚΑΪ, ΑΝΤ1, ΕΡΤ, Mega, Star, Alpha) τα τελευταία έξι χρόνια, ενώ πληροφορίες από τα ίδια τα μέσα δείχνουν ότι ο αποκλεισμός του πραγματοποιήθηκε κατόπιν τηλεφωνικής παρέμβασης από υψηλόβαθμο στέλεχος του Μεγάρου Μαξίμου. Η αιτία φαίνεται να είναι η επιθυμία του Φιλιππάκη να συνδυάζει τις δημοσιογραφικές του τοποθετήσεις με την αποκάλυψη πληροφοριών που θίγουν τις κορυφές της εξουσίας.

Η παρεμπόδιση της πληροφόρησης δεν σταματά εκεί. Το πρόβλημα επεκτείνεται και στην εφοδιαστική αλυσίδα του Τύπου, όπου οι αθηναϊκές εφημερίδες αδυνατούν να φτάσουν εγκαίρως στα περίπτερα σε όλη τη χώρα, λόγω πρακτικών που εγκρίνονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χειραγώγηση της κυκλοφορίας, με ορισμένες εφημερίδες να μην διανέμονται σωστά και να πωλούνται λιγότερα αντίτυπα από όσα παράγονται. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό του ομίλου από τις κρατικές ενισχύσεις που δίνονται στον Τύπο, ενισχύουν την αίσθηση ότι ο Τύπος στην Ελλάδα δεν είναι πραγματικά ελεύθερος, αλλά υποτάσσεται σε πολιτικές πιέσεις και συμφέροντα.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα παρατηρείται κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν θεσπίστηκε νομοθεσία που περιορίζει το δικαίωμα έκφρασης και τη διακίνηση πληροφοριών στο διαδίκτυο. Ποινικές διώξεις απειλούν τόσο τους πολίτες όσο και τους δημοσιογράφους για τη διάδοση συγκεκριμένων απόψεων και πληροφοριών που δεν ευνοούν την εκάστοτε κυβέρνηση.

Η κατάσταση φτάνει σε νέα επίπεδα όταν γίνεται γνωστό ότι κυβερνητικός αξιωματούχος έχει αναλάβει την αποστολή να καθοδηγεί φιλικούς προς την κυβέρνηση ιστότοπους, υποδεικνύοντας ποια θέματα πρέπει να ανεβάσουν, ποια να κατεβάσουν, και ποια βίντεο να μεταδώσουν. Συντάκτες που καλύπτουν την κυβέρνηση παραλαμβάνουν έτοιμα «μονταρισμένα» βίντεο με κυβερνητικές δηλώσεις, τα οποία πρέπει να προβάλλουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Αυτός ο έλεγχος της ενημέρωσης από την κυβέρνηση και τα πολιτικά συμφέροντα οδηγεί σε μια «δικτατορία της μοναδικής σκέψης», στην οποία δεν υπάρχει χώρος για αμφισβήτηση και αντίθεση. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως φαίνεται, ενοχλείται από τον ανεξάρτητο Τύπο και προσπαθεί να τον περιορίσει με κάθε μέσο, καθώς ο Τύπος είναι ο μόνος πραγματικός έλεγχος για την κυβέρνηση, αποκαλύπτοντας σκάνδαλα και καταστάσεις που αλλιώς θα παρέμεναν κρυφές.

Η πραγματική ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα είναι σε κίνδυνο. Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει έναν πλήρη έλεγχο πάνω στην ενημέρωση, περιορίζοντας τη δυνατότητα των πολιτών να παίρνουν σωστές, έγκαιρες και ανεπηρέαστες πληροφορίες. Η φωνή του ανεξάρτητου Τύπου, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει να φτάνει στον κόσμο, έστω και με καθυστέρηση. Αλλά αυτό που απομένει να φανεί είναι πόσο ακόμα η δημοσιογραφία θα αντέξει σε αυτούς τους αυξανόμενους περιορισμούς και πιέσεις.