24 Μαΐου, 2025
Πολιτική

Η επιλεκτική αξιοποίηση της επιστήμης από την εξουσία

Σε περιόδους κρίσης, οι κοινωνίες διαθέτουν μια εντυπωσιακή ικανότητα να ανασυντάσσονται. Οι άνθρωποι, ως μονάδες και ως συλλογικότητες, επιδεικνύουν συχνά αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Αντιθέτως, οι οικονομικές δομές, όταν υποστούν σοβαρούς κραδασμούς, εμφανίζουν δυσκολία να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση. Η οικονομία, ως μηχανισμός εξαιρετικά ευαίσθητος σε αναταράξεις, συχνά αδυνατεί να ανακάμψει πλήρως μετά από ισχυρά πλήγματα. Αυτή η θεώρηση δεν συνιστά θεωρία συνωμοσίας, αλλά αντανακλά μια αντίληψη η οποία διαπνέει σχεδόν το σύνολο των πολιτικών εξουσιών διεθνώς.

Η ίδια αυτή αντίληψη φαίνεται να επηρεάζει και την εξέλιξη της επιστήμης, ιδίως όταν τα πορίσματά της δεν ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες διαχείρισης της εξουσίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζεται στον τομέα της σεισμολογικής έρευνας. Η πρόγνωση σεισμών, αν και αποτελεί πεδίο εντατικής επιστημονικής διερεύνησης, δεν χαίρει της στήριξης που θα αναμενόταν. Αιτία αποτελεί ο φόβος ότι μία πρόβλεψη ακόμη και με εύρος μερικών ημερών θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικό πανικό και να οδηγήσει σε πλήρη παράλυση την οικονομική δραστηριότητα μιας περιοχής. Ανάλογη διαχείριση παρατηρήθηκε πρόσφατα στην περίπτωση της Σαντορίνης, όπου μια σεισμική σμηνοσειρά αποδόθηκε επισήμως σε τεκτονική δραστηριότητα, παρά τις ενδείξεις που παρέπεμπαν σε πιθανή ηφαιστειακή διέγερση.

Αντίστοιχη στάση διαπιστώθηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας, όπου η πολιτική εξουσία στήριξε υποχρεωτικούς εμβολιασμούς με σκευάσματα για τα οποία υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την επαρκή κλινική τους δοκιμή. Οι ενδεχόμενες παρενέργειες αυτών των σκευασμάτων, τουλάχιστον σε επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες, αποσιωπήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχία της εφαρμοζόμενης πολιτικής στρατηγικής.

Η σχέση μεταξύ επιστήμης και εξουσίας, ιστορικά, χαρακτηρίζεται από μια μορφή αμοιβαιότητας. Η επιστήμη παρέχει τη γνώση και την τεχνολογική πρόοδο που επιτρέπουν στην εξουσία να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους πόρους και τις κοινωνικές δομές. Ωστόσο, όταν οι επιστημονικές εξελίξεις έρχονται σε σύγκρουση με τις στρατηγικές επιδιώξεις της εξουσίας, τότε η στάση της τελευταίας μπορεί να μεταβληθεί, οδηγώντας ακόμη και σε φίμωση ή απαξίωση της επιστημονικής φωνής.

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων επιστημόνων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καταστολή ή και την εξόντωση, όταν οι απόψεις τους συγκρούστηκαν με τις κυρίαρχες ιδεολογίες της εποχής τους. Η Υπατία της Αλεξανδρείας, διαπρεπής μαθηματικός και φιλόσοφος, δολοφονήθηκε από έναν εξαγριωμένο όχλο με την υποκίνηση θρησκευτικών κύκλων. Ο Τζορντάνο Μπρούνο, κορυφαίος Ιταλός στοχαστής, καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση και κάηκε στην πυρά για τις ιδέες του. Τέτοια περιστατικά ανέδειξαν την πρόθεση της εξουσίας να εξαλείψει το επιστημονικό στοιχείο όταν αυτό θεωρείται απειλή.

Με την πάροδο των αιώνων, η μέθοδος αντιμετώπισης άλλαξε: η φυσική εξόντωση έδωσε τη θέση της στη συστηματική απαξίωση. Οι φωνές που αποκλίνουν από το κυρίαρχο αφήγημα αγνοούνται ή περιθωριοποιούνται. Η επιστημονική τεκμηρίωση αξιοποιείται επιλεκτικά, αναλόγως της σκοπιμότητας. Όταν χρειάζεται, οι ερμηνείες επαναδιατυπώνονται, τα πορίσματα αναθεωρούνται και οι επιστημονικές απόψεις επανατοποθετούνται, ώστε να υπηρετήσουν τις εκάστοτε πολιτικές ανάγκες. Η ίδια η επιστήμη, άλλωστε, δεν ισχυρίζεται την απόλυτη αλήθεια — ενσωματώνει τη δυνατότητα επαναξιολόγησης και διαφωνίας. Αντιθέτως, η εξουσία συχνά διεκδικεί την αλάνθαστη κρίση και την καθολική ορθότητα των αποφάσεών της.

Σε κάθε αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της, η εξουσία αντιδρά έντονα: αποδομεί, στιγματίζει και περιθωριοποιεί. Η αμφισβήτηση δεν είναι απλώς πρόβλημα· θεωρείται υπαρξιακή απειλή. Έτσι, όποια άποψη δεν εναρμονίζεται με το κυρίαρχο αφήγημα κατατάσσεται στην κατηγορία των «αιρετικών».

Στον 17ο αιώνα, ο Γαλιλαίος, κατά τη διάρκεια της δίκης του από την Ιερά Εξέταση, απηύθυνε έναν λόγο προς τους δικαστές του, που παραμένει διαχρονικός: «Η Φύση γελάει με τα διατάγματα πριγκίπων και βασιλιάδων· δεν αλλάζει ούτε ένα γράμμα από τους νόμους της επειδή κάποιος το απαιτεί». Ο χρόνος τον δικαίωσε. Όμως, η αναγνώριση ήρθε πολύ αργότερα.