13 Μαΐου, 2025
Dislike

Η Ελλάδα συζητά την αποστολή στρατιωτικών συστήματων Patriot στην Ουκρανία

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο θα προχωρήσει σε μια ενέργεια που θα αποδυναμώσει σημαντικά την άμυνα της χώρας έναντι των εξ ανατολών κινδύνων, αλλά αντιθέτως θα την εμπλέξει ακόμα περισσότερο στον πόλεμο στην Ουκρανία

Οι πληροφορίες που κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες από διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times και το Reuters, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που φέρεται να συζητούν την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας Patriot στην Ουκρανία, προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια της χώρας. Αν και δεν υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση από την ελληνική κυβέρνηση, η μέχρι στιγμής σιγή ασυρμάτου ενισχύει τα ερωτήματα γύρω από μια πιθανή μεταστροφή της Αθήνας ως προς τη στάση της απέναντι στη στρατιωτική εμπλοκή στη ρωσοουκρανική σύγκρουση.

Εάν τελικά επιβεβαιωθεί η συμμετοχή της Ελλάδας σε ένα τέτοιο σχέδιο, θα πρόκειται για μια κίνηση που ενέχει διπλό ρίσκο. Πρώτον, θα συνιστά στρατηγική αποδυνάμωση των ίδιων των ελληνικών αμυντικών δυνατοτήτων, ιδιαίτερα απέναντι σε υπαρκτές και διαρκείς απειλές από την Ανατολή. Η Ελλάδα διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot, και οποιαδήποτε μείωση αυτού του στόλου θα μπορούσε να επηρεάσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων. Δεύτερον, θα σηματοδοτεί περαιτέρω εμπλοκή της χώρας σε έναν πόλεμο εκτός γεωγραφικών και πολιτικών της ορίων, θέτοντας την σε τροχιά αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, η οποία έχει προειδοποιήσει κατ’ επανάληψη ότι θεωρεί τέτοιες ενέργειες ευθεία συμμετοχή στον πόλεμο και νόμιμο στρατιωτικό στόχο.

Η σχετική είδηση έρχεται μετά από παλαιότερες διαψεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όπως εκείνη του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη τον Δεκέμβριο του 2023, που είχε απορρίψει ως «fake news» οποιαδήποτε πρόθεση αποστολής Patriot ή S-300 στην Ουκρανία. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι νέες αποκαλύψεις προέρχονται από μεγάλους διεθνείς δημοσιογραφικούς οργανισμούς, με παράθεση δηλώσεων από ανώνυμους αλλά υψηλόβαθμους αξιωματούχους και πηγές του Λευκού Οίκου, εντείνει την πίεση για μια επίσημη και ξεκάθαρη τοποθέτηση από την ελληνική πλευρά.

Το ζήτημα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα ενόψει της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο, καθώς φέρεται ότι οι σχετικές συζητήσεις επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ελλάδα εμφανίζονται ως οι βασικοί πιθανοί προμηθευτές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, η Ελλάδα και η Γερμανία κατέχουν συνολικά περίπου 15 συστήματα Patriot. Αν κάποιο από αυτά σταλεί στην Ουκρανία, δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο και σε ποιον βαθμό η ελληνική άμυνα θα καλυφθεί επιχειρησιακά.

Η Ουκρανία, αυτή τη στιγμή, διαθέτει οκτώ συστήματα Patriot, εκ των οποίων δύο βρίσκονται υπό συντήρηση ή εκσυγχρονισμό, ενώ αναμένεται η παραλαβή ενός ακόμη από το Ισραήλ και πιθανά ενός επιπλέον από τη Γερμανία ή την Ελλάδα. Η παράδοση αυτών των συστημάτων έχει αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα, καθώς η Ρωσία έχει εντείνει τις πυραυλικές της επιθέσεις, με πρόσφατη εκείνη της 24ης Απριλίου στο Κίεβο, την πιο σφοδρή των τελευταίων μηνών. Η ανάλυση από αμερικανικά think tanks υποδηλώνει ότι η Ρωσία επιχειρεί να εξαντλήσει τα αποθέματα αντιαεροπορικών συστημάτων της Ουκρανίας, στοιχείο που εξηγεί την επιμονή των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων να ενισχύσουν άμεσα την ουκρανική αεράμυνα.

Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία έχει προειδοποιήσει κατηγορηματικά ότι οποιοδήποτε φορτίο όπλων προς την Ουκρανία θεωρείται νόμιμος στρατιωτικός στόχος, και έχει καταστήσει σαφές ότι οι χώρες που εμπλέκονται σε αυτές τις προμήθειες «παίζουν με τη φωτιά». Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, όπως και άλλοι αξιωματούχοι της Μόσχας, θεωρούν την εμπλοκή μελών του ΝΑΤΟ σε τέτοιες αποστολές ως άμεση συμμετοχή στη σύγκρουση.

Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην αμερικανική πολιτική σκηνή, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εμφανίζεται να έχει αμβλύνει τη στάση του απέναντι στην Ουκρανία. Αν και ο Τραμπ είχε εκφράσει σκεπτικισμό στο παρελθόν για τη συνέχιση της στήριξης του Κιέβου, φαίνεται ότι υιοθετεί πλέον μια πιο ήπια προσέγγιση, ζητώντας την επίτευξη ειρήνης, ενώ παράλληλα αποφεύγει να τοποθετηθεί ανοιχτά για τις μεταφορές οπλικών συστημάτων που ξεκίνησαν επί κυβέρνησης Μπάιντεν.

Η υπόθεση της ενδεχόμενης αποστολής ελληνικών Patriot στην Ουκρανία αγγίζει πολύ περισσότερα από μια απλή αμυντική συμφωνία. Θέτει ζητήματα διαφάνειας, λογοδοσίας και στρατηγικής αξιολόγησης κινδύνων. Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να τοποθετηθεί επίσημα και καθαρά για το αν η Ελλάδα έχει δεσμευτεί σε οποιαδήποτε τέτοια αποστολή, τι σημαίνει αυτό για την εθνική άμυνα, και ποιοι είναι οι στρατηγικοί στόχοι της χώρας σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Τα συστήματα αεράμυνας Patriot, που αποτελούν σήμερα ένα από τα πιο προηγμένα και ακριβά μέσα αναχαίτισης εναέριων απειλών, έχουν καταστεί καθοριστικής σημασίας στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Με κόστος που ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ανά μονάδα και απαίτηση 90 περίπου εξειδικευμένων στρατιωτών για τη λειτουργία τους, η επιχειρησιακή τους αξία είναι αναμφισβήτητη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, περίπου 186 τέτοια συστήματα λειτουργούν διεθνώς, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν το ένα τρίτο του παγκόσμιου συνόλου. Πολλά από αυτά έχουν μεταφερθεί σε στρατηγικά σημεία στον πλανήτη – σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία – για την ενίσχυση των συμμάχων τους.

Στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, εξαιτίας των αυξανόμενων εντάσεων με την Κίνα και τις συνεχείς πυραυλικές δοκιμές της Βόρειας Κορέας, έχουν μετακινηθεί αρκετές δεκάδες Patriot, ενώ τουλάχιστον ένα μεταφέρθηκε πρόσφατα στη Μέση Ανατολή για την προστασία του Ισραήλ, εν μέσω της έντασης με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Στην Ευρώπη, περίπου 40 συστήματα βρίσκονται σε υπηρεσία, και από αυτά οκτώ έχουν ήδη παραδοθεί στην Ουκρανία, τα περισσότερα από ΗΠΑ και Γερμανία. Δύο από αυτά τα συστήματα βρίσκονται σε φάση εκσυγχρονισμού, αφήνοντας ουσιαστικά έξι λειτουργικά, γεγονός που εντείνει τις πιέσεις για την εξασφάλιση νέων μονάδων.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πληροφορία πως Ελλάδα και Γερμανία, οι οποίες μαζί διαθέτουν περίπου 15 συστήματα Patriot, βρίσκονται σε συνομιλίες με τους Δυτικούς συμμάχους για πιθανή αποστολή επιπλέον μονάδων στην Ουκρανία. Οι New York Times και το Reuters αναφέρουν ότι στόχος των συνομιλιών είναι η εξασφάλιση επιπλέον συστημάτων πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο. Μάλιστα, αναφέρεται πως ένα ένατο σύστημα Patriot, προερχόμενο από το Ισραήλ και παλαιότερης έκδοσης, βρίσκεται υπό αναβάθμιση και αναμένεται να παραδοθεί στην Ουκρανία έως το καλοκαίρι.

Την ίδια στιγμή, η Katerina Stepanenko, αναλύτρια για τη Ρωσία στο Ινστιτούτο Μελέτης του Πολέμου με έδρα την Ουάσινγκτον, υπογραμμίζει πως οι εντεινόμενες ρωσικές επιθέσεις αποσκοπούν εν μέρει στην εξάντληση των αποθεμάτων αεράμυνας της Ουκρανίας. Αυτή η στρατηγική πίεση έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους σε ταχεία προσπάθεια αναπλήρωσης των ουκρανικών αμυντικών κενών.

Παράλληλα, φαίνεται ότι υπάρχει αλλαγή στάσης στο πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ, με τον Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος πριν από έναν χρόνο εμφανιζόταν επικριτικός απέναντι στην παροχή μαζικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία – να υιοθετεί τώρα μια ηπιότερη γραμμή. Η πληροφορία που μεταδίδεται από τους NYT για τη συνάντησή του με τον Ζελένσκι στην κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου στη Ρώμη, σε συνδυασμό με την αποφυγή σχολιασμού για τις αποστολές Patriot, δείχνει μια πιο διαλλακτική προσέγγιση, ενδεχομένως σε αναμονή νέων εξελίξεων ή συμβιβαστικών σεναρίων με τη Ρωσία.

Ο Αμερικανός πρόεδρος πλέον δηλώνει πως επιθυμεί τον τερματισμό του πολέμου και την αποτροπή περαιτέρω αιματοχυσίας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ειρηνευτικών συνομιλιών – κάτι που στο παρελθόν απέκλειε. Την ίδια ώρα, όμως, η συνεχιζόμενη αποστολή όπλων στην Ουκρανία και οι μυστικές διαπραγματεύσεις με χώρες όπως η Ελλάδα δείχνουν ότι οι σχεδιασμοί των ΗΠΑ παραμένουν ενεργοί και πολυεπίπεδοι.

Αν τελικά η Ελλάδα συμμετάσχει με την παραχώρηση έστω και ενός Patriot, το ερώτημα είναι διττό: αφενός, πώς θα καλύψει αυτό το κρίσιμο αμυντικό κενό εντός της επικράτειάς της, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον με ασταθείς σχέσεις με την Τουρκία· και αφετέρου, ποια θα είναι τα γεωπολιτικά ανταλλάγματα ή οι επιπτώσεις από μια τέτοια εμπλοκή στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας.