Η Ελλάδα διανύει μια περίοδο κατά την οποία καλείται να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Βρίσκεται στο μεταίχμιο σημαντικών αλλαγών, όπου οι προκλήσεις του παρόντος συνδυάζονται με τις ευκαιρίες του μέλλοντος και απαιτούν στρατηγικό σχεδιασμό, συλλογική ευθύνη και όραμα. Οι κοινωνικές, οικονομικές, γεωπολιτικές και περιβαλλοντικές εξελίξεις καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για μια επανεξέταση των κατευθύνσεων που ακολουθεί η χώρα, με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας, της ευημερίας και της εθνικής κυριαρχίας.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, την καθιστά διαχρονικά σημείο στρατηγικής σημασίας. Σε μια εποχή που οι διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και αβεβαιότητα, η χώρα οφείλει να εδραιώσει τον ρόλο της ως πυλώνας σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να ενισχύσει τις συμμαχίες της και να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, όπως η ενεργειακή της θέση, ο πολιτιστικός της πλούτος και η συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς.
Η οικονομία αποτελεί έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της χώρας. Παρά τα σημάδια ανάκαμψης, εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτές πληγές από την πολύχρονη κρίση, όπως η ανεργία, η μετανάστευση νέων και η πίεση στη μεσαία τάξη. Το ζητούμενο πλέον είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, βασισμένο στην καινοτομία, την εξωστρέφεια, την πράσινη ανάπτυξη και τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου. Χρειάζεται στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και εκπαίδευσης, καθώς και καλλιέργεια μιας κουλτούρας συνεργασίας και αξιοκρατίας.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ζητήματα που σχετίζονται με τη συνοχή και την ταυτότητα. Η διαχείριση του μεταναστευτικού, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων και η προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι ζητήματα που δεν μπορούν να περιμένουν. Η κοινωνία χρειάζεται ενότητα, εμπιστοσύνη στους θεσμούς και ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια ζωή.
Το περιβάλλον αποτελεί επίσης έναν κρίσιμο τομέα που απαιτεί άμεση προσοχή. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και πιο αισθητές, με ακραία καιρικά φαινόμενα, καταστροφικές πυρκαγιές και υποβάθμιση του φυσικού πλούτου. Η Ελλάδα οφείλει να ηγηθεί σε ζητήματα βιωσιμότητας και να επενδύσει σε καθαρές μορφές ενέργειας, στην προστασία των οικοσυστημάτων και στη διαμόρφωση ενός πράσινου μέλλοντος για τις επόμενες γενιές.
Η χώρα μας, με την πλούσια ιστορική της κληρονομιά και τη δυναμική της κοινωνία, βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο. Οφείλει να μετατρέψει τις προκλήσεις σε ευκαιρίες και να διαμορφώσει μια νέα εθνική αφήγηση, αντλώντας διδάγματα από το παρελθόν και επενδύοντας στο μέλλον. Το σταυροδρόμι της ιστορίας δεν είναι απλώς ένας μεταφορικός τόπος· είναι η στιγμή της αλήθειας για το ποια Ελλάδα θέλουμε και μπορούμε να χτίσουμε.
Το CGTN, το αγγλόφωνο ειδησεογραφικό κανάλι της Κίνας (China Global Television Network), σε πρόσφατο άρθρο του επισημαίνει τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας στο πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών» (Three Seas Initiative – 3SI), δίνοντας έμφαση στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η χώρα στον νέο γεωπολιτικό και οικονομικό χάρτη της Ευρώπης. Η αναφορά αυτή υπογραμμίζει τη σημασία που αποδίδεται στη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, αλλά και στις υποδομές της, ιδίως στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και των ψηφιακών δικτύων.
Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών είναι μια δυναμική περιφερειακή πλατφόρμα που δημιουργήθηκε με σκοπό τη βελτίωση της συνδεσιμότητας ανάμεσα σε δεκατρείς χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εκτείνονται ανάμεσα στη Βαλτική, την Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Πρόκειται για μια πολιτικά εμπνευσμένη, αλλά εμπορικά καθοδηγούμενη προσπάθεια, η οποία στοχεύει στην ενίσχυση της συνοχής και της συνεργασίας στον άξονα Βορρά-Νότου της ΕΕ, πέρα από τις ήδη υπάρχουσες Δυτικοευρωπαϊκές υποδομές.
Η Ελλάδα, αν και δεν ανήκει επισήμως στα ιδρυτικά μέλη της Πρωτοβουλίας, αναγνωρίζεται πλέον ως φυσική πύλη προς τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα συνδέεται άμεσα με τις τρεις θάλασσες που αποτελούν τον πυρήνα της 3SI, μέσα από θαλάσσιες, σιδηροδρομικές και ενεργειακές οδούς. Οι λιμένες της – με κορυφαίο παράδειγμα τον Πειραιά – και τα αναπτυσσόμενα δίκτυα διασυνδέσεων με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, προσδίδουν στην Ελλάδα σημαντική αξία ως κόμβο διαμετακόμισης και ενεργειακής μετάβασης.
Η ανάδειξη της χώρας ως κρίσιμου κρίκου στη μεταφορά εμπορευμάτων, ενέργειας και δεδομένων μπορεί να ενισχύσει τη θέση της στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, προσφέροντας δυνατότητες για επενδύσεις, τεχνολογική πρόοδο και γεωπολιτική επιρροή. Η συμμετοχή ή συνεργασία της Ελλάδας με την Πρωτοβουλία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό βήμα στην περαιτέρω ενσωμάτωση της χώρας στα ευρωπαϊκά και διεθνή δίκτυα υποδομών και εμπορίου, προσφέροντας νέες προοπτικές για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, με τον στόχο της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της περιοχής έναντι εξωτερικών πιέσεων, της ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας και της μείωσης των ανισοτήτων εντός της ΕΕ, αποκτά διαρκώς μεγαλύτερη σημασία σε ένα περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητες και ανταγωνισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει βασικό παράγοντα ισορροπίας και προώθησης της ευρωπαϊκής συνοχής, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενδυνάμωση του ρόλου της νοτιοανατολικής Ευρώπης στον ευρύτερο διεθνή διάλογο.
Η αναγνώριση του ρόλου της Ελλάδας από ένα διεθνές μέσο όπως το CGTN δεν αποτελεί απλώς μια δημοσιογραφική αναφορά, αλλά ένδειξη της αυξανόμενης σημασίας που αποκτά η χώρα μας στη διεθνή σκηνή. Μέσα από στοχευμένες πολιτικές και στρατηγικές επιλογές, η Ελλάδα μπορεί να κεφαλαιοποιήσει το γεωγραφικό και πολιτικό της πλεονέκτημα, αποκτώντας ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της ευρύτερης περιοχής.
Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (Three Seas Initiative – 3SI) αναδεικνύεται ως μια ολοένα και πιο σημαντική πλατφόρμα περιφερειακής συνεργασίας, με στόχο την ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας και της ανθεκτικότητας σε ολόκληρο τον άξονα Βορρά-Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, η Ελλάδα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς όχι μόνο συμμετέχει ενεργά ως μέλος της ΕΕ που συνορεύει με την Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά προσφέρει και μια μοναδική προοπτική σύνδεσης με τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν.
Η Πρωτοβουλία, που συγκεντρώνει σήμερα 13 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Αυστρία, Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα – στηρίζεται από σημαντικούς εταίρους όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η συμμετοχή αυτών των στρατηγικών παικτών υπογραμμίζει το πολιτικό και γεωοικονομικό βάρος της Πρωτοβουλίας, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, των μεταφορών και των ψηφιακών υποδομών στην περιοχή.
Η Ελλάδα, ως το νοτιότερο κράτος-μέλος της 3SI, διαδραματίζει ρόλο-κλειδί στη γεφύρωση της Βόρειας, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με τη Μεσόγειο. Η στρατηγική της θέση, οι αναπτυγμένοι λιμένες – κυρίως του Πειραιά και της Αλεξανδρούπολης – καθώς και οι διαρκώς αναπτυσσόμενες ενεργειακές και μεταφορικές υποδομές, την καθιστούν κρίσιμο κόμβο για τις ροές εμπορευμάτων, ενέργειας και δεδομένων. Η δυνατότητά της να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά και να προσελκύσει επενδύσεις σε έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, αναβαθμίζει τον ρόλο της στο εσωτερικό της ΕΕ αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Η φετινή χρονιά σηματοδότησε επίσης την επέκταση της Πρωτοβουλίας, καθώς η Αλβανία και το Μαυροβούνιο προστέθηκαν ως νέα «Συνδεδεμένα Μέλη», ενισχύοντας περαιτέρω τη γεωγραφική και πολιτική εμβέλεια της 3SI στα Δυτικά Βαλκάνια. Παράλληλα, η Ισπανία και η Τουρκία εντάχθηκαν ως Στρατηγικοί Εταίροι, προσδίδοντας μια ακόμα πιο ευρεία διάσταση στις προοπτικές συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας, ενώ διευρύνεται το δίκτυο των χωρών που συμμετέχουν σε αυτή τη δυναμική διαδικασία ανασχηματισμού της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό το σχήμα δεν είναι μόνο συμβολική, αλλά και ουσιαστική, καθώς ενισχύει τη φωνή της στον ευρωπαϊκό διάλογο, εδραιώνει τη θέση της σε αναδυόμενες αγορές και δίνει ώθηση στην εσωτερική ανάπτυξη, μέσω της πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία και στρατηγικές συνεργασίες. Μέσα από τη συμβολή της σε κοινούς στόχους, όπως η πράσινη ενέργεια, η ψηφιακή μετάβαση και η διασύνδεση των υποδομών, η Ελλάδα ενδυναμώνει την εξωστρέφειά της και αποκτά νέο ρόλο σε μια Ευρώπη που μεταβάλλεται ραγδαία.
Καθώς η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών εξελίσσεται σε ισχυρό πυλώνα περιφερειακής συνεργασίας, η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση να αξιοποιήσει στο έπακρο το γεωστρατηγικό της πλεονέκτημα. Με τη στήριξη ισχυρών διεθνών εταίρων και την ενίσχυση του διαλόγου με κράτη εντός και εκτός της ΕΕ, διαμορφώνει έναν νέο χάρτη συμμαχιών, όπου το όραμα για συνδεδεμένες, ανθεκτικές και ευημερούσες κοινωνίες μπορεί να βρει απτή εφαρμογή.
Η Ελλάδα αναδεικνύεται για άλλη μία φορά σε στρατηγικό πυλώνα διεθνών εξελίξεων, καθώς η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (3SI) επανασχεδιάζει τον γεωοικονομικό χάρτη της Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, του κόσμου. Σε άρθρο του το κινεζικό αγγλόφωνο δίκτυο CGTN επισημαίνει ότι η Πρωτοβουλία αυτή δεν αποτελεί πλέον απλώς ένα εργαλείο ενδοευρωπαϊκής συνδεσιμότητας, αλλά μετατρέπεται σε έναν νέο διαμορφωτή παγκόσμιων εμπορικών διαδρομών. Στην καρδιά αυτής της μετάβασης, η Ελλάδα βρίσκεται – όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται – ξανά στο σταυροδρόμι της ιστορίας.
Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, που γιορτάζει φέτος δέκα χρόνια ζωής με τη συμμετοχή των ηγετών των 13 χωρών-μελών της ΕΕ στη Βαρσοβία, σχεδιάστηκε με σκοπό να ενισχύσει τη διασύνδεση μεταξύ των περιοχών που βρίσκονται ανάμεσα στη Βαλτική, την Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Οι συμμετέχουσες χώρες – Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Αυστρία, Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα – εργάζονται από κοινού για την αναβάθμιση μεταφορικών, ενεργειακών και ψηφιακών υποδομών στον άξονα Βορρά-Νότου, συμβάλλοντας στη συνοχή και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ΕΕ.
Όμως, σύμφωνα με την ανάλυση του CGTN, η δυναμική της Πρωτοβουλίας έχει πλέον ξεπεράσει τα ευρωπαϊκά όρια. Η αναβάθμιση των υποδομών στην Ευρώπη και η ενίσχυση της εσωτερικής συνδεσιμότητας μετατρέπεται σε εφαλτήριο για μια ανατροπή των παγκόσμιων εμπορικών οδών. Οι παραδοσιακές διαδρομές, μέσω του Βορρά και της Δυτικής Ευρώπης, αντικαθίστανται σταδιακά από νέες διόδους που περνούν μέσα από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη – μια περιοχή που αποκτά αυξανόμενη σημασία σε συνθήκες εντεινόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Ελλάδα ενισχύει κατακόρυφα τη γεωστρατηγική της αξία. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά όχι μόνο φυσικό άκρο του ευρωπαϊκού νότου, αλλά και βασικό κόμβο σύνδεσης με τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία. Λιμάνια όπως ο Πειραιάς – υπό την επίδραση της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI) της Κίνας – και η Αλεξανδρούπολη αποκτούν κεντρικό ρόλο ως πύλες εισόδου για τα κινεζικά προϊόντα στην Ευρώπη. Δεν πρόκειται πλέον για απλούς περιφερειακούς κόμβους, αλλά για νευραλγικά σημεία ενός παγκόσμιου δικτύου μεταφορών, εμπορίου και ενέργειας.
Η αλληλοεπικάλυψη και ο δυναμικός συντονισμός των πρωτοβουλιών BRI και 3SI, με την Ελλάδα να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ τους, δημιουργεί νέες δυνατότητες για τη χώρα μας – δυνατότητες επενδυτικές, εμπορικές, τεχνολογικές και πολιτικές. Με τη συμμετοχή στρατηγικών εταίρων όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και με την προσθήκη νέων συνεργαζόμενων χωρών όπως η Ισπανία, η Τουρκία, η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών εξελίσσεται σε πλατφόρμα παγκόσμιας σημασίας.
Η Ελλάδα, αν αξιοποιήσει ορθά τη θέση και τις συμμαχίες της, μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο όχι μόνο στην περιφερειακή ανάπτυξη, αλλά και στη διαμόρφωση των εμπορικών και γεωπολιτικών ισορροπιών του μέλλοντος. Το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται δεν είναι απλώς γεωγραφικό – είναι και ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό. Είναι η στιγμή να μετατραπεί από γέφυρα διέλευσης, σε κέντρο αποφάσεων και στρατηγικής αναφοράς, σε μια εποχή που το παγκόσμιο εμπόριο και η γεωστρατηγική ισχύς επαναπροσδιορίζονται.

Η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας αναδεικνύεται σήμερα με πρωτοφανή ένταση, καθώς η χώρα εξελίσσεται σε κρίσιμο κόμβο ενός ευρύτερου συστήματος που αναδιαμορφώνει το παγκόσμιο εμπορικό και πολιτικοοικονομικό τοπίο. Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, με βασικό στόχο τη βελτίωση της διασυνδεσιμότητας ανάμεσα σε 13 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λειτουργεί πλέον ως καταλύτης γεωοικονομικής ενοποίησης, και η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της ραγδαίας μετάβασης.
«Η Ελλάδα είναι ένας κόμβος — ένας κόμβος με πολύ καλές διασυνδέσεις», δήλωσε εύστοχα στο CGTN ο ναυτιλιακός σύμβουλος Γιώργος Ξηραδάκης. Η δήλωση αυτή συνοψίζει τον ρόλο της Ελλάδας ως βασικού συνδετικού κρίκου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς και Βορρά και Νότου. Με σημαντικά πλεονεκτήματα στους τομείς των μεταφορών, της ναυτιλίας και της ενέργειας, η χώρα μας ενισχύει ουσιαστικά το όραμα της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών: την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και της γεωπολιτικής ενσωμάτωσης μέσω δικτύων οδικών, σιδηροδρομικών και ενεργειακών υποδομών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο ρεπορτάζ του κινεζικού ειδησεογραφικού δικτύου CGTN, περισσότερα από 140 μεγάλα έργα υποδομών βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στις χώρες της Πρωτοβουλίας. Αυτά περιλαμβάνουν εκτεταμένους αυτοκινητοδρόμους, σύγχρονα σιδηροδρομικά δίκτυα και ενεργειακά συστήματα, όλα με κοινό στόχο: την ταχύτερη, οικονομικότερη και πιο αποδοτική διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών. Αυτά τα έργα όχι μόνο ενδυναμώνουν την περιφερειακή συνεργασία, αλλά προωθούν και ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Ο Πρόεδρος της Πολωνίας, Άντρζεϊ Ντούντα, εξέφρασε με σαφήνεια τις προοπτικές αυτής της προσπάθειας, σημειώνοντας ότι η περιοχή των Τριών Θαλασσών, στην οποία ζουν περίπου 120 εκατομμύρια άνθρωποι, έχει τη δυναμική να αυξήσει το συνολικό της ΑΕΠ κατά 35% έως το 2030. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποτελεί μόνο οικονομική πρόβλεψη – είναι και μια πολιτική δέσμευση προς ένα νέο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης που απορρίπτει τις παλαιές περιθωριοποιήσεις και προτάσσει την ισόρροπη πρόοδο.
Η Ελλάδα, παρότι εντάχθηκε επίσημα στην Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών αρκετά χρόνια μετά την έναρξή της, έχει ήδη καταφέρει να τοποθετηθεί στον πυρήνα της. Ο πολιτικός αναλυτής και δημοσιογράφος Αντώνης Παπαγιαννίδης επισημαίνει ότι η καθυστερημένη αλλά στοχευμένη ένταξη της Ελλάδας αποδεικνύει ότι η χώρα είχε εγκαίρως αναγνωρίσει την στρατηγική σημασία της συνδεσιμότητας στο σύγχρονο γεωοικονομικό περιβάλλον. Μάλιστα, η απόφαση αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα όταν εξεταστεί υπό το πρίσμα της ταύτισης των ελληνικών λιμένων – όπως ο Πειραιάς και η Αλεξανδρούπολη – με τις κινεζικές φιλοδοξίες μέσω της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» και με τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ταχύτερη πρόσβαση σε νέα εμπορικά δίκτυα.
Τα ελληνικά λιμάνια, πλέον, δεν αποτελούν απλώς τοπικές ή περιφερειακές υποδομές. Έχουν μετατραπεί σε κρίσιμους διαδρόμους εμπορίου, ενέργειας και στρατηγικής πρόσβασης, προσφέροντας στην Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να αναβαθμίσει τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον συνεχών ανακατατάξεων, η χώρα καλείται να αξιοποιήσει την κομβική της θέση όχι μόνο ως γέφυρα επικοινωνίας, αλλά και ως ενεργός διαμορφωτής των εξελίξεων.
Στη σημερινή συγκυρία, όπου τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα συγκλίνουν με πρωτοφανή ένταση στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα δεν είναι απλώς παρούσα. Είναι στο επίκεντρο – και μάλιστα, σε θέση να καθορίσει την κατεύθυνση.

Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε στρατηγικό σταυροδρόμι μιας Ευρώπης που αλλάζει. Μέσα από το πρίσμα της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών (3SI), η χώρα δεν περιορίζεται πλέον στον ρόλο του περιφερειακού παρατηρητή, αλλά καθίσταται βασικός διαμορφωτής του παγκόσμιου γεωοικονομικού χάρτη. Η πρωτοβουλία αυτή, που εστιάζει στην ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας ανάμεσα στα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχει μετατραπεί σε εργαλείο επαναχάραξης των εμπορικών και ενεργειακών ροών του πλανήτη. Σε αυτό το πλαίσιο, η γεωγραφική, εμπορική και ενεργειακή σημασία της Ελλάδας αποκτά νέο, αναβαθμισμένο νόημα.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στο CGTN ο ναυτιλιακός σύμβουλος Γιώργος Ξηραδάκης, «η Ελλάδα είναι ένας κόμβος — ένας κόμβος με πολύ καλές διασυνδέσεις». Τα στρατηγικά της λιμάνια, οι αναπτυσσόμενες σιδηροδρομικές και οδικές υποδομές και η προοπτική ενεργειακής διασύνδεσης την καθιστούν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα μεταφορών και εφοδιασμού από την Ασία προς την Ευρώπη και αντιστρόφως. Ο ίδιος υπογράμμισε πως χωρίς τη συμβολή της Ελλάδας, η εφοδιαστική αλυσίδα θα καταστεί ασύμφορη, αποκαλύπτοντας το βάθος της στρατηγικής εξάρτησης που χτίζεται γύρω από τον ελληνικό χώρο.
Αυτή η διασυνδεσιμότητα, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στο εμπόριο. Τα ενεργειακά δίκτυα που αναπτύσσονται σε ολόκληρη την περιοχή και οι ταχύτερες, πιο ασφαλείς ψηφιακές υποδομές είναι επίσης βασικά στοιχεία του σχεδίου. Η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών αποβλέπει όχι μόνο στη διευκόλυνση της διακίνησης αγαθών, αλλά και στη διαμόρφωση μιας πιο έξυπνης, τεχνολογικά προηγμένης και ενεργειακά αυτάρκους Ευρώπης. Η Ελλάδα, ως πύλη για ενεργειακές ροές από την Ανατολή και τη Μεσόγειο, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την ενεργειακή αναδιάρθρωση, ενώ η ενσωμάτωσή της σε δίκτυα οπτικών ινών και ψηφιακών διαδρόμων ενισχύει περαιτέρω τη σημασία της.
Πάνω από 140 μεγάλα έργα βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη, περιλαμβάνοντας αυτοκινητόδρομους, σιδηρόδρομους και ενεργειακά συστήματα. Όλα υπηρετούν έναν κοινό στόχο: τη μεταφορά αγαθών και ενέργειας ταχύτερα, φθηνότερα και με μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Αυτή η δυναμική αναπτυξιακή ώθηση συνοδεύεται από αισιόδοξες προβλέψεις, όπως εκείνη του Πολωνού Προέδρου Άντρζεϊ Ντούντα, ο οποίος εκτιμά ότι η οικονομία της περιοχής μπορεί να αυξηθεί κατά 35% μέχρι το 2030, δημιουργώντας έναν νέο πόλο ισχύος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών, αν και έγινε αρκετά χρόνια μετά την έναρξή της, αποδεικνύεται ουσιαστική και στρατηγικά στοχευμένη. Όπως επισημαίνει ο πολιτικός αναλυτής Αντώνης Παπαγιαννίδης, η απόφαση αυτή αντανακλά την πρόωρη αναγνώριση από ελληνικής πλευράς της σημασίας της συνδεσιμότητας και των γεωοικονομικών μετασχηματισμών. Παράλληλα, αναδεικνύει την ευκαιρία για την Ελλάδα να μετατρέψει υποδομές, όπως τα λιμάνια του Πειραιά και της Αλεξανδρούπολης, σε βασικά πλεονεκτήματα που συνδέουν τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της Κίνας με την ευρωπαϊκή αναπτυξιακή στρατηγική.
Παρά τις ευοίωνες προοπτικές, η πρόκληση παραμένει: η μετατροπή των μεγαλόπνοων σχεδίων σε πραγματικές, λειτουργικές υποδομές. Όπως τονίζει ο Παπαγιαννίδης, η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται από «σοβαρές, σταθερές επενδύσεις στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και της ψηφιακής τεχνολογίας». Αυτή είναι, όπως λέει, τόσο η πραγματική πρόκληση όσο και η μεγάλη ευκαιρία. Η Ελλάδα, αν κινηθεί με συνέπεια και στρατηγική διορατικότητα, μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τη θέση της όχι μόνο ως σημείο διέλευσης, αλλά και ως κέντρο αποφάσεων και καινοτομίας.
Καταλήγοντας, η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών δεν αποτελεί απλώς ένα εργαλείο συνδεσιμότητας. Είναι η βάση για έναν νέο γεωπολιτικό και οικονομικό χάρτη. Και στο επίκεντρο αυτής της μετάβασης, η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο σταυροδρόμι της ιστορίας, έτοιμη να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης και του κόσμου.