13 Μαΐου, 2025
Dislike

Η Ελλάδα έχει εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος τής εθνικής κυριαρχίας της στην υπερκυβέρνηση των Βρυξελλών

Μετά από πέντε χρόνια ακολουθίας αυστηρών πολιτικών λιτότητας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε τελικά να παρουσιάσει ένα δημοσιονομικό “θαύμα” για το 2024, με ένα πλεόνασμα ύψους 3,2 δισ. ευρώ, δηλαδή 1,3% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μια από τις πιο εντυπωσιακές δημοσιονομικές “ανατροπές”, καθώς τα 2 δισ. ευρώ προέρχονται από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της Κεντρικής Κυβέρνησης και τα υπόλοιπα 1,2 δισ. ευρώ από τα πλεονάσματα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το πιο περίεργο στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι μόλις δύο μήνες νωρίτερα, όταν κατατέθηκε ο προϋπολογισμός του 2025, η κυβέρνηση είχε εκτιμήσει ότι το 2024 θα έκλεινε με έλλειμμα 1,7 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ. Κι όμως, μέσα σε ένα δίμηνο, η εικόνα του προϋπολογισμού άλλαξε ριζικά, με ένα αναπάντεχο “πλεόνασμα” 4,9 δισ. ευρώ. Αλλά τι ακριβώς συνέβη; Τι άλλαξε μέσα στο τελευταίο δίμηνο του περασμένου χρόνου για να γίνει αυτή η τεράστια μεταστροφή; Η απάντηση, βέβαια, είναι απλή: ετεροχρονισμοί εσόδων και δαπανών, που, με μαγικό τρόπο, οδήγησαν σε αυτή την “έκρηξη” των πλεονασμάτων. Είναι προφανές ότι το παιχνίδι με τους αριθμούς είναι μια επικίνδυνη τέχνη, και η κυβέρνηση ξέρει καλά πώς να το κάνει.

Αμέσως μετά την ανακοίνωση του πλεονάσματος, η κυβέρνηση και τα “παπαγαλάκια” της, που δραστηριοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης, ξεχύθηκαν σε πανηγυρισμούς. Παρουσίασαν την επίτευξη του “πρωτογενούς πλεονάσματος” ύψους 11,4 δισ. ευρώ, ή 4,8% του ΑΕΠ, επιχειρώντας να δημιουργήσουν την εντύπωση ενός οικονομικού θριάμβου. Όμως, αυτή η επικοινωνιακή τακτική έχει και την άλλη όψη. Οι ευφυείς – αλλά επικίνδυνες – επιλογές της κυβέρνησης δεν επισημαίνουν πως το “πρωτογενές πλεόνασμα” δεν υπολογίζει τους τόκους του δημόσιου χρέους, οι οποίοι το 2024 ανήλθαν σε 8,2 δισ. ευρώ. Το πραγματικό πλεόνασμα, όταν αφαιρεθούν οι τόκοι, περιορίζεται στα 3,2 δισ. ευρώ – μια αλήθεια που επισκιάζεται από τους εντυπωσιακούς τίτλους. Έτσι, το “πρωτογενές” που κομπάζουν δεν είναι παρά ένα όμορφο παραμύθι για να κρύψει την πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι, το 2021, οι τόκοι του χρέους ήταν μόλις 4,5 δισ. ευρώ. Άρα, το πραγματικό κόστος της δημόσιας δαπάνης αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.

Όπως φαίνεται από τα δεδομένα, η κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει το πλεόνασμα κυρίως λόγω της μείωσης των δημοσίων δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ (από 49,5% το 2023 σε 48% το 2024) και της αύξησης των εσόδων κατά 1,1% (από 48,2% το 2023 σε 49,3% το 2024). Αυτό το τελευταίο προήλθε κυρίως από τον πληθωρισμό (+2,6% το 2024), τη σταθερότητα των φορολογικών συντελεστών (ιδίως του ΦΠΑ) και τη βελτίωση της είσπραξης εσόδων μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι αυτή η αύξηση των εσόδων βασίζεται σε έναν πληθωρισμό που πλήττει την τσέπη των πολιτών, ενώ η κυβέρνηση αρέσκεται να εξάγει τα εύσημα για την “φορολογική δικαιοσύνη” χωρίς να αναφέρει πως ουσιαστικά έχει περάσει τον λογαριασμό στους καταναλωτές και τους πολίτες που πλήττονται από τις αυξήσεις τιμών.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά το θριαμβευτικό προπαγανδιστικό μήνυμα της κυβέρνησης, η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των ελάχιστων χωρών της ΕΕ που κατάφεραν να εμφανίσουν πλεόνασμα το 2024. Ενώ η πλειονότητα των κρατών της ΕΕ παρουσίασε ελλείμματα, με κάποιες χώρες όπως η Ρουμανία, η Πολωνία και η Γαλλία να ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ τους, η Ελλάδα φαίνεται να διαφέρει. Και όμως, αυτό δεν είναι παρά μια προσωρινή νίκη σε ένα πόλεμο που έχει να κάνει με τους σφιχτούς δημοσιονομικούς περιορισμούς που επιβάλλει η ΕΕ.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, παρά το πλεόνασμα, έχει εγκλωβιστεί στην Ευρωζώνη, με τον προϋπολογισμό να εγκρίνεται από την Κομισιόν, την εμπορική πολιτική να καθορίζεται από Βρυξέλλες και την έλλειψη ανεξαρτησίας να είναι έκδηλη σε κάθε βήμα. Όχι τυχαία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα όπως το επίδομα 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους και το ενοίκιο των 800 ευρώ, μέτρα τα οποία – φυσικά – θα υλοποιηθούν στο τέλος του 2025, καθώς ο προϋπολογισμός για το 2024 δεν προβλέπει τη δυνατότητα για περαιτέρω άμεσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.

Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά με το σχέδιο “ReArm EU 2030”, το οποίο προβλέπει συνολικές δαπάνες ύψους 800 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων των κρατών-μελών της. Η Ελλάδα, σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να κάνει χρήση της “εθνικής ρήτρας διαφυγής” που επιτρέπει την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος για αμυντικές δαπάνες.

Όμως, όπως τόνισε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κ. Πιερρακάκης, η χώρα θα αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα για μόλις 500 εκατ. ευρώ για τα έτη 2025 και 2026, με το υπόλοιπο να παραμένει υπό τον έλεγχο της Κομισιόν. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι χώρες όπως η Γερμανία θα έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν από το έλλειμμα τους 64,5 δισ. ευρώ, η Ελλάδα παραμένει “δεμένη” σε μια λογική δημοσιονομικής λιτότητας, παρά τις τεράστιες γεωπολιτικές και αμυντικές ανάγκες που καλείται να καλύψει.

Το μήνυμα, λοιπόν, είναι σαφές: ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρουσιάζει το πλεόνασμα ως απόδειξη της οικονομικής της επιτυχίας, η πραγματικότητα παραμένει πιο σκούρα από ποτέ. Η χώρα εξακολουθεί να είναι παγιδευμένη σε ένα οικονομικό σύστημα που της στερεί την εθνική κυριαρχία και την ελευθερία να χαράξει τη δική της οικονομική πορεία. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι οι πανηγυρισμοί για το εκτυφλωτικό “πλεόνασμα”, αλλά η πραγματική ικανότητα της χώρας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της χωρίς τη σκιά των Βρυξελλών να αιωρείται πάνω από την οικονομία και την πολιτική της.