Δεν πέφτουν οι τιμές στις υπηρεσίες: Η ακρίβεια συνεχίζει να στραγγαλίζει τα νοικοκυριά
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στις πιο ακριβές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βασικούς τομείς της καθημερινής ζωής, όπως η εστίαση, η στέγαση και οι μεταφορές, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το κόστος ζωής σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες ξεπερνά εκείνο αρκετών άλλων ευρωπαϊκών χωρών με υψηλότερα εισοδήματα.
Συγκεκριμένα, στον τομέα της εστίασης, το κόστος για φαγητό και ποτό σε εστιατόρια και καφετέριες είναι έως και 10% υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζεται και στη στέγαση, όπου τα ενοίκια και τα έξοδα κατοικίας (όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό και η θέρμανση) αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια και αγγίζουν επίπεδα που δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις βασικές τους ανάγκες. Η έλλειψη επαρκούς κοινωνικής στέγασης, η τουριστική αξιοποίηση μεγάλου μέρους του αποθέματος κατοικιών και η άνοδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων εντείνουν το πρόβλημα, ειδικά στα αστικά κέντρα.
Αντίστοιχα, στις μεταφορές, είτε πρόκειται για καύσιμα, εισιτήρια μέσων μαζικής μεταφοράς ή κόστη συντήρησης οχημάτων, οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώνονται επίσης σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Οι τιμές των καυσίμων παραμένουν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο αυξημένου κόστους ζωής και πληθωριστικών πιέσεων.
Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί έναν έντονο δυϊσμό: ενώ η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι περιορισμένη, καλούνται να ανταπεξέλθουν σε τιμές που αντιστοιχούν ή και ξεπερνούν τις αντίστοιχες σε χώρες με πολλαπλάσια εισοδήματα. Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος και η ενίσχυση του αισθήματος οικονομικής ανασφάλειας.
Παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του συνολικού πληθωρισμού στην Ελλάδα, οι τιμές στις υπηρεσίες συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, επιβεβαιώνοντας μια επίμονη τάση που έχει πλέον παγιωθεί στην ελληνική οικονομία. Η υποχώρηση του γενικού δείκτη τιμών δεν αντανακλάται άμεσα στην καθημερινότητα των νοικοκυριών, καθώς το κόστος σε βασικές και ανελαστικές ανάγκες παραμένει υψηλό. Η πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες έρχεται σε αντίθεση με τις ενθαρρυντικές στατιστικές περί σταθεροποίησης, δημιουργώντας έναν έντονο προβληματισμό για τη διατηρησιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat για τον Απρίλιο, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες στην Ελλάδα διατηρήθηκε στο 5,2%, στα ίδια επίπεδα με τον Μάρτιο. Πρόκειται για σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπου οι τιμές των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 3,9%. Αυτή η διαφορά καταδεικνύει τη δυσανάλογη επιβάρυνση του Έλληνα καταναλωτή, ο οποίος καλείται να ανταπεξέλθει σε ένα περιβάλλον αυξημένου κόστους για αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης.
Οι υπηρεσίες που καταγράφουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις περιλαμβάνουν την εστίαση, τη στέγαση, τις μεταφορές, την υγεία και την εκπαίδευση. Πρόκειται για τομείς στους οποίους η κατανάλωση δεν μπορεί εύκολα να μειωθεί, ακόμη και όταν το διαθέσιμο εισόδημα περιορίζεται. Ως αποτέλεσμα, η καθημερινότητα επιβαρύνεται σταθερά, καθώς οι πολίτες βλέπουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους να διοχετεύεται σε ανελαστικές δαπάνες, χωρίς περιθώρια προσαρμογής. Η αγοραστική δύναμη μειώνεται, ενισχύοντας τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ενώ η όποια ανακούφιση από τη μείωση των τιμών σε άλλους τομείς – όπως η ενέργεια – δεν επαρκεί για να εξισορροπήσει την πίεση.
Παρότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός υποχώρησε στο 2,7% τον Απρίλιο – από 3,1% τον Μάρτιο – φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2024, η βελτίωση αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των τιμών ενέργειας, οι οποίες παρουσίασαν πτώση 4,7% σε ετήσια βάση. Ωστόσο, η συνολική εικόνα παραμένει σύνθετη. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατέγραψε μηνιαία αύξηση 0,5%, ένδειξη ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν εξαλειφθεί και ότι το κόστος ζωής συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα βάρη για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Μικρή υποχώρηση καταγράφηκε τον Απρίλιο στον πληθωρισμό τροφίμων, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 2% από 2,1% τον Μάρτιο. Η μείωση αυτή, αν και θετική, παραμένει ανεπαρκής όταν εξετάζεται στο πλαίσιο της καθημερινότητας των νοικοκυριών, δεδομένου ότι αφορά είδη πρώτης ανάγκης που αποτελούν σημαντικό μέρος του μηνιαίου προϋπολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός στα τρόφιμα αυξήθηκε οριακά στο 3% από 2,9%, γεγονός που δείχνει μια μικτή εικόνα, χωρίς ενιαία κατεύθυνση.
Πιο αποκαλυπτικά για τη γενικότερη εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι τα στοιχεία για τον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και αποτυπώνει τις πιο μόνιμες τάσεις του πληθωριστικού φαινομένου. Στην Ελλάδα, ο δομικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,3% τον Απρίλιο, παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητος σε σχέση με τον Μάρτιο (3,4%) και σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο ποσοστό της Ευρωζώνης, που διαμορφώθηκε στο 2,7%. Η επιμονή του συγκεκριμένου δείκτη σε υψηλά επίπεδα υπογραμμίζει τη βαθύτερη φύση του προβλήματος: η ακρίβεια δεν προέρχεται απλώς από εξωτερικά σοκ ή συγκυριακές ανατιμήσεις, αλλά έχει πλέον διαρθρωτική βάση, που εδράζεται στις αδυναμίες της εσωτερικής αγοράς και του μηχανισμού τιμολόγησης.
Πιο ήπια είναι η εικόνα στον τομέα των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, όπου η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση μόλις 0,3% σε ετήσια βάση, έναντι 0,8% τον προηγούμενο μήνα. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει μια σταδιακή εξομάλυνση των τιμών στα προϊόντα αυτής της κατηγορίας, αντανακλώντας πιθανώς τη σταθεροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού και τη σχετική εξισορρόπηση της ζήτησης. Στην Ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση ήταν 0,6%, κάτι που τοποθετεί την Ελλάδα σε χαμηλότερα επίπεδα, χωρίς όμως αυτό να αρκεί για να αντισταθμίσει τις πιέσεις σε άλλες, πιο κρίσιμες για το κόστος διαβίωσης, κατηγορίες.
Τα τελευταία στοιχεία καταγράφουν μια σαφή απόκλιση της Ελλάδας από τη γενικότερη τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Ενώ στις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης διαφαίνεται μια σχετική σταθερότητα ή και ήπια μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, η ελληνική περίπτωση διαφοροποιείται έντονα, κυρίως λόγω της επίμονης ακρίβειας στον τομέα των υπηρεσιών. Στη Γερμανία, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 2,2% από 2,3%, στη Γαλλία στο 0,8% από 0,9%, ενώ στην Ιταλία και την Ισπανία παρέμεινε σταθερός στο 2,1% και 2,2% αντίστοιχα. Οι τιμές στις χώρες αυτές δείχνουν μια τάση σταθεροποίησης, που δεν αντικατοπτρίζεται στην ελληνική αγορά, όπου οι υπηρεσίες εξακολουθούν να εμφανίζουν αυξήσεις που ξεπερνούν σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον με μεγαλύτερη ένταση είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η ανθεκτική ακρίβεια στον τομέα των υπηρεσιών, η οποία απειλεί να ακυρώσει πλήρως τα οφέλη που προκύπτουν από τη μείωση του γενικού πληθωρισμού. Η εικόνα μιας οικονομίας στην οποία μειώνονται οι τιμές στην ενέργεια και τα βιομηχανικά προϊόντα, αλλά παραμένουν σταθερά υψηλές σε βασικούς τομείς υπηρεσιών, συνθέτει ένα σκηνικό οικονομικής στασιμότητας με επίμονο κόστος διαβίωσης.
Αυτός ο στασιμοπληθωριστικός χαρακτήρας της τρέχουσας συγκυρίας – με τις τιμές να διατηρούνται υψηλές σε συνδυασμό με φθίνουσα κατανάλωση – συνιστά σοβαρή πρόκληση για την άσκηση αποτελεσματικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η επιμονή της ακρίβειας σε κρίσιμες κατηγορίες, όπως η εστίαση, η στέγαση, η υγεία και η εκπαίδευση, περιορίζει την αγοραστική δύναμη, φθείρει το διαθέσιμο εισόδημα και ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται έτσι μπροστά σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι, όπου απαιτείται στοχευμένη και τολμηρή παρέμβαση, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα των τιμών και την ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.