22 Μαΐου, 2025
Ιστορία Μη Χάσετε

Η εκτέλεση 118 Ελλήνων στο Μονοδένδρι Λακωνίας από τους Ναζί στις 26 Νοεμβρίου 1943

Στις 26 Νοεμβρίου 1943 οι Ναζί κατακτητές εκτέλεσαν 118 Έλληνες πατριώτες ως αντίποινα για τις εναντίων τους επιθέσεις προηγουμένων ημερών. Ήταν όμηροι που είχαν συλληφθεί νωρίτερα μετά από υποδείξεις ταγματασφαλιτών συνεργατών των κατακτητών καθώς και αγρότες και κτηνοτρόφοι της περιοχής.

Το χρονικό

Ενώ το αντάρτικο εναντίων των κατακτητών φούντωνε στη Πελοπόννησο οι Γερμανοί τοποθετούν στη περιοχή την 117 Μεραρχία Ορεινών Κυνηγών με διοικητή τον Καρλ Φον Ντε Σουίρ. Η μεραρχία είχε πολεμήσει προηγουμένως στο Καύκασο και τη Γιουγκοσλαβία και είχε εμπειρία στην αντιμετώπιση αντάρτικων ομάδων αλλά μαζικές εκτελέσεις χιλιάδων αμάχων, ως αντίποινα. Ο Γερμανός διοικητής αποκαλούσε τους Έλληνες ‘’γουρουνολαό’’.

Η διοίκηση της μεραρχίας έβλεπε ότι η ανταρτική δραστηριότητα του ΕΛΑΣ στην περιοχή των Καλαβρύτων απειλούσε τη σιδηροδρομική και οδική επικοινωνία της Πάτρας με την Κόρινθο και την Τρίπολη. Έτσι έκρινε ως απολύτως απαραίτητη την εξουδετέρωση αυτών των ανταρτικών ομάδων.

Μάχη της Κερπινής

Ως επιχείρηση αναγνώρισης αλλά και προετοιμασίας, ο Λε Σουίρ διέταξε ένα βιαστικά συγκροτημένο απόσπασμα, αποτελούμενο από 97 άνδρες, να διερευνήσει την κατάσταση στην περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα. Το απόσπασμα αυτό θα είχε επικεφαλής τον λοχαγό Χανς Σόμπερ και θα κινιόνταν με τα απολύτως απαραίτητα εφόδια και πυρομαχικά, με σκοπό να είναι όσο το δυνατόν πιο ευκίνητο.

Για τον ίδιο λόγο, δεν εφοδιάστηκε με ασυρμάτους, επιλογή που αργότερα αποδείχθηκε μοιραίο σφάλμα. Η επιχείρηση του λόχου Σόμπερ θα διαρκούσε 2 ημέρες, κατά το Σαββατοκύριακο της 16ης-17ης Οκτωβρίου 1943.

Το κεντρικό αρχηγείο Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ, με βάση τα Δεμέστιχα, ήξερε ήδη από κατασκόπους του, για την αναγνωριστική επιχείρηση των Γερμανών. Έτσι έδωσε εντολή σε σώμα 200 ανταρτών να περιμένει τους Γερμανούς στην Κερπινή, για να τους εμποδίσει να φτάσουν στα Καλάβρυτα.

Την 16η Οκτωβρίου, οι Γερμανοί βάδιζαν αμέριμνοι, μετά από κοπιαστική αλλά χωρίς προβλήματα πορεία όλη την ημέρα, στο μονοπάτι από τους Ρωγούς προς την Κερπινή, με σκοπό να κατασκηνώσουν το βράδυ στο χωριό.

Το απόγευμα δέχτηκαν αιφνιδιαστικά επίθεση από όλες τις πλευρές και κατέφυγαν σε ένα ύψωμα όπου παρέμειναν όλο το βράδυ, αποκρούοντας διαδοχικές επιθέσεις των ανταρτών. Εν τω μεταξύ οι αντάρτες είχαν ενισχυθεί και από πλέον 200 άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ καθώς και αγρότες από τα γύρω χωριά.

Το αποτέλεσμα ήταν η αιχμαλωσία 81 Γερμανών του λόχου Σόμπερ. Όταν έγινε γνωστή η αιχμαλωσία διοικητής της 117ης μεραρχίας ήταν ο Αλεξάντερ Ερνστ Μπούρκβεν καθώς ο Ντε Σουίρ έλειπε σε άδεια.

Η πρώτη του σκέψη να χρησιμοποιηθεί η αεροπορία η οποία θα επέβαλε αντίποινα μέσω της ρίψης εμπρηστικών βομβών. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον πτέραρχο Χέλμουτ Φέρλυ διοικητή Νότιας Ελλάδας. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Μπούρκβεν διέταξε τη σύλληψη ομήρων στις 22-23 Οκτωβρίου σε Αχαία, Μεσσηνία και Λακωνία. Οι συνεργάτες τους ταγματασφαλίτες υπέδειξαν τους στόχους. Ανάμεσα σε αυτούς τους ομήρους βρίσκονται εκείνοι που θα εκτελεστούν στο Μονοδένδρι.

Νέες επιθέσεις των ανταρτών

Στις 23 Νοεμβρίου 1943 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν σε αυτοκίνητο στον επαρχιακό δρόμο της Κορίνθου-Πατρών, με αποτέλεσμα 4 νεκρούς Γερμανούς και 22 τραυματίες. Μεταξύ τους ένας νεκρός κατώτερος αξιωματικός, και ένας τραυματίας ανθυπολοχαγός.

Στις 25 Νοεμβρίου 1943 οι αντάρτες κτύπησαν φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων στην τοποθεσία Μονοδένδρι στον δρόμο Τρίπολη-Σπάρτη και σκότωσαν 4 Γερμανούς με 9 να κηρυχτούν αγνοούμενοι.

Τα αντίποινα

Ως αντίποινα για τη δράση των ανταρτών, στις 26 Νοέμβρη οι Γερμανοί μετέφεραν στην τοποθεσία Χάνι Μονοδενδρίου 100 κρατούμενους συνδεδεμένους άμεσα ή έμμεσα το ΕΑΜ, μεταξύ τους έμποροι, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και 18 αγρότες που συνελήφθησαν στη περιοχής της επίθεσης των ανταρτών.

Οι συλλήψεις είχαν γίνει στην Σπάρτη στις 22-23 Οκτώβρη όπως αναφέραμε παραπάνω με βάση πληροφορίες Ελλήνων ταγματασφαλιτών που έλεγχε ο Λεωνίδας Βρεττάκος. Ανάμεσά τους εκλεκτά μέλη της κοινωνίας της Σπάρτης και όλα τα μέλη της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού της Σπάρτης.

Στο σημείο της ενέδρας τους κατέβασαν και έστησαν δυο πολυβόλα από τις δυο μεριές του δρόμου και άλλα τέσσερα να στοχεύουν τους μελλοθάνατους. Καθώς τα εκτελεστικά αποσπάσματα παίρνουν τη θέση τους οι 118 όμηροι αντιλαμβανόμενοι την τύχη τους αγκαλιάζονται για τελευταία φορά. Ο δικηγόρος Γιατράκος στρέφεται στους συντρόφους του και εκφωνεί τον τελευταίο λόγο της ζωής του.

Ανάμεσά τους ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης που σπούδασε χειρούργος στη Γερμανία και γύρισε στην Ελλάδα όπου επιτέλεσε σπαιδάιο ιατρικό έργο. Μεταξύ των ετών 1929 – 1943 έκανε 3.000 χειρουργεία.

Ο Καρβούνης βλέπει ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά). Με τα άψογα γερμανικά του παρακαλεί τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά. Δεν εισακούεται.

Πάνω στην ώρα καταφτάνει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής μεταφέροντας το κατεπείγον μήνυμα της γερμανικής διοίκησης Τριπόλεως, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Καρβούνης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν πρέπει να εκτελεστεί.

Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ισχυρίζεται ότι και οι 118 είναι αθώοι και δεν πρέπει να πληρώσουν για ενέργειες άλλων. Οι Γερμανοί αρνούνται. Ο Καρβούνης αντιπροτείνει, αντί να του χαρίσουν τη ζωή, να ελευθερώσουν δύο από τους τέσσερις αδελφούς Τζιβανόπουλου που ήταν όμηροι. Οι Γερμανοί αρνούνται εκ νέου. Τότε ο Καρβούνης ξεσπά και σε άψογα γερμανικά βρίζει τους Γερμανούς:

«Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα».

Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έγινε κατακόκκινος από οργή. Με όλη του τη δύναμη χτύπησε τον Καρβούνη με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο. Εκτελέστηκαν όλοι πλην του νεότερου ανάμεσά τους Μιχάλη Τσιγκάκου. Γλύτωσε γιατί τον πήρε ξόφαλτσα η πρώτη σφαίρα και καλύφθηκε πάνω από τα πτώματα των υπολοίπων.

Αφηγείται ο Μιχάλης Τσιγκάκος:

«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Έτσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο.

Στα κάθε είδους μεροκάματα που κάναμε, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος. Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας.

Μας πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δουν τους ανθρώπους τους. Όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή.

Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης, γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. Όλοι είχαν πέσει πάνω του να τους σώσει.

«Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους. Την επόμενη μέρα το πρωί μάς έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδέντρι. Εκεί που μας κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες. Σε κάτι λάκκους διέκρινα πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»…

Μας βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει. Αυτός αρνιόταν.

«Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά.
Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφήνιασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε.

Γύρω στους 35 – 40 στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντί μας. Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Ένας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. Έφτασε και σε μένα.

«Νιξ!» του κάνω με το περίσσιο θράσος της ηλικίας μου, αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού.

Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε.

»Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα, ρε Μιχαλάκη;»

»Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος…

Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί.

Έφυγα γεμάτος φόβο προς το πουθενά. Περπάτησα μισό χιλιόμετρο περίπου και έφτασα σε ένα μαντρί. Μόλις με βλέπει ο βοσκός που ήταν εκεί νόμισε ότι είδε φάντασμα και πήγε να μου επιτεθεί. Τον πρόλαβε η γυναίκα του.

«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρωτάει αλαφιασμένη. Τους εξήγησα και με πήραν στο σπίτι.

Η κυρα – Παναγιώτα μού έδεσε και μου φρόντισε τις πληγές και μου έδωσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη ημέρα έφερε γιατρό. Επειδή φοβόντουσαν μην το μάθουν οι Γερμανοί, με είχε δασκαλέψει να του πω ότι ήμουνα με τα γίδια, έπεσα από ένα βράχο και τραυματίστηκα στο μέτωπο. Αυτός, αν και κατάλαβε δεν είπε τίποτα σε άλλους.

Με τους βοσκούς έμεινα περίπου οκτώ μήνες. Λίγο καιρό μετά πήγα στο Γύθειο και ξανασυνάντησα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, οι οποίοι με είχανε για πεθαμένο. Στην πορεία των χρόνων έγινα οικοδόμος, ναυτικός και είδα τα δύο μου παιδιά να μεγαλώνουν και να προκόβουν.

Όλα αυτά τα χρόνια δεν πηγαίνω στην τελετή που γίνεται κάθε χρόνο στο Μονοδέντρι. Όποτε περνάω από εκεί ανατριχιάζω. Νιώθω μια παγωμάρα. Ήταν ένα αισχρό έγκλημα που δεν θα τους το συγχωρήσω ποτέ…»