1 Μαΐου, 2025
Top Επικαιρότητα

Η Δύση μπροστά σε δύσκολες επιλογές με την πλάτη στον τοίχο

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην έννοια των «χρηματοοικονομικών υπολοίπων», τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δυναμικής του δημοσίου χρέους μίας χώρας. Αυτά τα υπόλοιπα αποτελούν έναν κρίσιμο παράγοντα για την κατανόηση των αιτίων της αύξησης του χρέους σε ορισμένα κράτη, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, όπου το χρέος παραμένει περιορισμένο ή και αμετάβλητο. Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια σαφή εικόνα για τη συμπεριφορά του δημοσίου χρέους σε διαφορετικά οικονομικά πλαίσια.

Το ζήτημα αυτό αναλύθηκε πρόσφατα από έναν Γερμανό οικονομολόγο, ο οποίος χρησιμοποίησε συγκεκριμένα γραφήματα για να εξηγήσει την κατάσταση. Η ανάλυση ξεκινά με την εξέταση των τεσσάρων βασικών τομέων της οικονομίας: το κράτος (Staat), τα ιδιωτικά νοικοκυριά (private Haushalte), τις επιχειρήσεις (Unternehmen) και το εξωτερικό (Ausland).

Στο πρώτο γράφημα, ο οικονομολόγος καταδεικνύει ότι στις ΗΠΑ όλοι οι τομείς, εκτός από το δημόσιο, λειτουργούν ως αποταμιευτές, με τις καμπύλες των χρηματοοικονομικών υπολοίπων τους να βρίσκονται πάνω από το μηδέν. Αυτό υποδηλώνει ότι το κράτος είναι ο μεγαλύτερος και μοναδικός οφειλέτης στην αμερικανική οικονομία. Επιπλέον, αυτή η κατάσταση είναι αναγκαία για τη συνεχιζόμενη λειτουργία της οικονομίας, καθώς η ανάπτυξή της θα σταματούσε εάν το δημόσιο δεν δανειζόταν. Με πιο απλά λόγια, όταν κάποιοι από τους τέσσερις τομείς της οικονομίας επιλέγουν να αποταμιεύσουν, αποσύροντας χρήματα από την κυκλοφορία, οι υπόλοιποι τομείς πρέπει να αναλάβουν χρέη, προκειμένου να αντισταθμίσουν αυτήν την έλλειψη ρευστότητας. Διαφορετικά, η οικονομία θα έπαυε να αναπτύσσεται και θα κατέρρεε.

Επειδή το δίδυμο Trump και Musk επιδιώκει να μειώσει τις κρατικές δαπάνες, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προχωρήσουν ταυτόχρονα σε μείωση των φόρων, καθώς διαφορετικά η οικονομία θα βυθιστεί γρήγορα σε ύφεση. Αυτή η ανάγκη για ταχεία προσαρμογή στη δημοσιονομική πολιτική είναι καθοριστική για την αποφυγή μιας οικονομικής κρίσης. Η κατάσταση αυτή, βεβαίως, έχει αντίστοιχα παραλληλισμούς και για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία όμως δεν εφαρμόζει πραγματική μείωση των κρατικών δαπανών. Παρά τις εξαγγελίες, η σπατάλη παραμένει, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι φόροι και μειώνονται οι μισθοί, σε μεγάλο βαθμό με την «βοήθεια» του πληθωρισμού, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία και τους πολίτες.

Στην Ιαπωνία, οι επιχειρήσεις και τα ιδιωτικά νοικοκυριά ακολουθούν μια πολιτική έντονης αποταμίευσης, όπως καταδεικνύεται και από τα σχετικά γραφήματα. Αυτή η συμπεριφορά δημιουργεί μια μεγάλη πίεση στην οικονομία, αφού το εξωτερικό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την υπερβολική αποταμίευση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Σε αντίθεση με τη Ιαπωνία, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν έλλειμμα στο ίδιο ισοζύγιο, όπως και η Ελλάδα, γεγονός που εντείνει τις δημοσιονομικές πιέσεις. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, η εσωτερική αποταμίευση είναι τόσο υψηλή που το εξωτερικό πλεόνασμα δεν αρκεί για να ανατρέψει την αρνητική τάση στην οικονομία.

Έτσι, το κράτος της Ιαπωνίας υποχρεούται να δανείζεται και να αναλαμβάνει χρέη, προκειμένου να καλύψει τη διαφορά στην οικονομία του, διότι αν δεν το έκανε, η οικονομία της θα καταρρεύσει και θα βυθιστεί στην ύφεση. Η ανάγκη για δανεισμό είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η σταθερότητα και να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες της χαμηλής ζήτησης και της υψηλής αποταμίευσης.

Αντίθετα, η Γερμανία κατάφερε να αποφεύγει τον δανεισμό και να διατηρεί έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό για αρκετά χρόνια μετά το 2010. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της στρατηγικής του μισθολογικού dumping και της εκμετάλλευσης των συνθηκών της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που ξέσπασε με αφορμή την Ελλάδα. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της ισοτιμίας του ευρώ, γεγονός που βοήθησε τη Γερμανία να αυξήσει το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της.

Η Γερμανία κατάφερε να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους της να αναλάβουν τον ρόλο του σημαντικότερου οφειλέτη, γεγονός που καταδεικνύεται από την καμπύλη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η οποία διατηρείται πολύ κάτω από το μηδέν, ειδικά στην περίπτωση της δυτικής Γερμανίας στην αρχή και αργότερα της ενοποιημένης Γερμανίας. Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, εκμεταλλευόμενη τις οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν λόγω της κρίσης.

Σε κάθε περίπτωση, με την τάση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε όλη τη Δύση να αποταμιεύουν και να μην επενδύουν, το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς που υπερασπίζονται οι νεοφιλελεύθεροι και οι ελευθεριακοί έχει πάψει να υφίσταται. Η έλλειψη επενδύσεων και η υψηλή αποταμίευση οδηγούν σε μια οικονομική κατάσταση που δεν ευνοεί την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ένα κράτος, είτε θα πρέπει να υιοθετήσει μια μερκαντιλιστική πολιτική, εφαρμόζοντας τη στρατηγική της «φτωχοποίησης του γείτονα» και εκμεταλλευόμενος τους εταίρους του, είτε θα πρέπει να αναλαμβάνει συνεχώς χρέη, κάτι που όμως είναι δύσκολο όταν η χώρα είναι ήδη υπερχρεωμένη.

Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι πώς μπορεί ένα κράτος να εφαρμόσει μια μερκαντιλιστική πολιτική και να επιτύχει μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, όταν η εγχώρια οικονομία του είναι κατεστραμμένη, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα και άλλες χώρες. Εναλλακτικά, πώς μπορεί να συνεχίσει να χρεώνεται, όταν είναι ήδη υπερχρεωμένο, όπως τα περισσότερα δυτικά κράτη;

Οι ΗΠΑ, βέβαια, έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν πλεονάσματα μέσω στρατηγικών όπως η εξαγωγή LNG και πολεμικού εξοπλισμού σε υψηλές τιμές, η προσέλκυση ξένων εταιρειών μέσω των χαμηλών τιμών ενέργειας, των δασμών και του IRA, καθώς και η προσάρτηση περιοχών όπως η Γροιλανδία. Όλες αυτές οι πρακτικές τους επιτρέπουν να εκμεταλλεύονται τις διεθνείς αγορές και να εξασφαλίζουν οικονομικά οφέλη. Αντιθέτως, οι άλλες δυτικές χώρες δεν έχουν αντίστοιχες δυνατότητες και αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες σε αυτό το πλαίσιο. Πόσο μάλλον όταν οι ίδιες είναι πιθανότατα τα θύματα αυτής της αμερικανικής «ληστείας», με την εφαρμογή μερκαντιλιστικών στρατηγικών που αποτελούν βασικό εργαλείο διεξαγωγής οικονομικών πολέμων.

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να θυμηθούμε μια παλαιότερη ανάρτησή μας σχετικά με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η οποία σήμερα φαίνεται να προωθείται κυρίως από τους Γερμανούς, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση δεν δείχνει ενδιαφέρον για τη σωστή εφαρμογή των βασικών αρχών της μακροοικονομίας, με την πολιτική της να παραμένει αδρανής και αποκομμένη από τις πραγματικές οικονομικές ανάγκες της χώρας.

Είναι τρελοί οι Γερμανοί

Κατ’ αρχήν, στη Γερμανία συμβαίνει κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στον πλανήτη: η οικονομία της χώρας που, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι σχεδόν στάσιμη για αρκετά χρόνια και δεν έχει βιώσει μία τεχνική ύφεση τα τελευταία δύο (=δύο διαδοχικά τρίμηνα με αρνητική ανάπτυξη), παρουσιάζει μία «υπερύφεση» – δηλαδή δύο διαδοχικά έτη, το 2023 και το 2024, κατά τα οποία η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται!

Ακόμη χειρότερα, η σούπερ αυτή ύφεση συνιστά επί πλέον ένα ρεκόρ από μόνη της – αφού συμβαίνει σε μία παγκόσμια οικονομία που δεν συρρικνώνεται, αλλά αναπτύσσεται. Σε κάθε περίπτωση, καμία βιομηχανοποιημένη χώρα δεν έχει «καταφέρει» ακόμη να βυθιστεί σε ύφεση για δύο διαδοχικά χρόνια – μόνο η Γερμανία.

Από την άλλη πλευρά προκαλεί εντύπωση η απάντηση του R. Habeck, του απερχόμενου υπουργού οικονομικών και κλιματικής προστασίας της Γερμανίας, καθώς επίσης μέλους των «Πρασίνων», σε έναν δημοσιογράφο – σχετικά με τις απειλές του D. Trump, όσον αφορά τις χώρες με υψηλά εμπορικά και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πλεονάσματα. Όπως είπε η Γερμανία, η οποία έχει μακράν τα υψηλότερα πλεονάσματα στην Ευρώπη απέναντι στις ΗΠΑ, χρειάζεται τώρα την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων – έτσι ώστε να αμυνθεί απέναντι στην αμερικανική απειλή επιβολής δασμών!

Το γεγονός αυτό είναι κάτι παραπάνω από τρελό – αφού στην ουσία είπε πως η Γερμανία χρειάζεται την αλληλεγγύη και τη στήριξη της ΕΕ, για να υπερασπισθεί τη (ληστρική) μερκαντιλιστική πολιτική της! Η χώρα δηλαδή που προκάλεσε απόγνωση στους εταίρους της στην ΟΝΕ με τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, τα οποία δημιουργούνταν από το μισθολογικό dumping που δρομολόγησε αμέσως μετά την υιοθέτηση του ευρώ, ζητάει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη για να προστατεύσει αυτά τα πλεονάσματα – με τα οποία ληστεύει για πολλά χρόνια τους εταίρους της, προκάλεσε την κρίση χρέους της Ευρωζώνης και κυριολεκτικά δολοφόνησε (=φόνος με δόλο) την Ελλάδα.

Η χώρα λοιπόν που για δύο δεκαετίες οι μερκαντιλιστικές κυβερνήσεις της αγνόησαν αλαζονικά κάθε ιδέα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, για να διατηρεί πλεονάσματα εις βάρος των άλλων, καθώς επίσης υποτιμημένο το νόμισμα της (=ένα κοινό νόμισμα υποτιμάται σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος), έχει το θράσος σήμερα να ζητάει αλληλεγγύη – παρά το ότι χρησιμοποίησε στο παρελθόν όλη την πολιτική της ισχύ για να αποτρέψει την Κομισιόν να εκπληρώσει το καθήκον της, καταδικάζοντας την για παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων!

Σήμερα δε, όπου (δικαίως) τα πλεονάσματα της απειλούνται από την κυβέρνηση Trump, αναμένει την αλληλεγγύη των χωρών που έχει ληστέψει – κάτι που δεν είναι απλά ανόητο ή κυνικό, αλλά στην κυριολεξία αδίστακτο.

Τέλος, το ίδιο κόμμα που λεηλάτησε τις χώρες του ευρώ, η CDU, δρομολογώντας τη μεγαλύτερη εκστρατεία αντί-αλληλεγγύης με θύμα κυρίως την Ελλάδα υπό τους Μέρκελ και Σόιμπλε, μπορεί να εκλέξει καγκελάριο – τον F. Merz που κατέστησε σαφές σε άλλους Ευρωπαίους ότι, για αυτόν μετράει μόνο η Γερμανία (=Deutschland über alles). Πως οι Ευρωπαίοι εταίροι της χώρας του δεν μπορούν ποτέ να περιμένουν το σεβασμό του, εάν εκλεγεί καγκελάριος! Δεν είναι λοιπόν αμετροεπείς, απίστευτα αλαζόνες και τρελοί οι Γερμανοί;