Η Δανία, κάποτε γνωστή ως πρότυπο φιλελεύθερης και ανοιχτής κοινωνίας, έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο αυστηρές χώρες της Ευρώπης σε θέματα μετανάστευσης. Από το 2019 και την άνοδο των Σοσιαλδημοκρατών υπό την πρωθυπουργό Μέτε Φρεντέρικσεν, η πολιτική της χώρας έχει στραφεί αποφασιστικά προς τη σκληρή γραμμή, με στόχο τον δραστικό περιορισμό των αιτήσεων ασύλου και τη δημιουργία ενός μη φιλόξενου προφίλ για τους μετανάστες. Κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η πολιτική του «μηδενικού ασύλου», δηλαδή η πλήρης εξάλειψη των αιτήσεων παραμονής, στόχος που φαίνεται ότι πλησιάζει στην υλοποίησή του, καθώς το 2023 καταγράφηκαν μόλις λίγο πάνω από 2.100 αιτήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόστηκαν σειρά μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνουν αυστηρότερη νομοθεσία για την οικογενειακή επανένωση, μειώσεις στα κοινωνικά επιδόματα, ενίσχυση των απελάσεων και δυνατότητα κατάσχεσης τιμαλφών από παράτυπους μετανάστες – ακόμη και προσωπικών αντικειμένων όπως βέρες ή ρολόγια, εφόσον η αξία τους ξεπερνά τα 1.300 ευρώ. Αυτά δεσμεύονται για την κάλυψη των εξόδων στέγασης και ασύλου. Όσοι απορρίπτονται δεν λαμβάνουν καμία χρηματική στήριξη πέρα από τροφή, ενώ σε περιπτώσεις που η απέλαση είναι εφικτή, οδηγούνται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, οι οποίες έχουν δεχτεί διεθνή κριτική για απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.
Ακόμη και για τους εγκεκριμένους αιτούντες άσυλο, η άδεια παραμονής είναι προσωρινή και εξαρτάται αυστηρά από τις συνθήκες στη χώρα καταγωγής. Η δυνατότητα απόκτησης ιθαγένειας έχει ουσιαστικά περιοριστεί στο ελάχιστο. Παράλληλα, το κράτος δίνει χρηματικά κίνητρα – έως 5.400 ευρώ – σε όσους επιλέξουν να επιστρέψουν οικειοθελώς στις πατρίδες τους.
Η Δανία φροντίζει να διαδώσει την αποτρεπτική της πολιτική διεθνώς, επενδύοντας σε εκστρατείες ενημέρωσης, κυρίως μέσω μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε αφρικανικές και αραβικές χώρες, με σκοπό να αποτρέψει μελλοντικούς μετανάστες από το να την επιλέξουν. Επιπλέον, προώθησε – αν και τελικά δεν υλοποίησε – σχέδιο αποστολής αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα, κατά τα πρότυπα του Ηνωμένου Βασιλείου, ενισχύοντας έτσι την εικόνα μιας χώρας που αποθαρρύνει με κάθε τρόπο τη μετανάστευση.
Ένας άλλος νόμος που προκάλεσε αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο είναι ο λεγόμενος «Νόμος για τα Γκέτο», που επιτρέπει την υποχρεωτική μετεγκατάσταση μεταναστών από γειτονιές όπου οι μη δυτικοί κάτοικοι ξεπερνούν το 30% του πληθυσμού. Πολλές ξένες κυβερνήσεις και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν χαρακτηρίσει τις πολιτικές αυτές ως ρατσιστικές και ξενοφοβικές – μια αντίδραση που, όπως υποστηρίζουν αναλυτές, ίσως επιδιώκεται σκόπιμα από τη δανική κυβέρνηση για να ενισχύσει την αποτρεπτική της στρατηγική.
Η ιδιαίτερη νομική θέση της Δανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης της δίνει τη δυνατότητα να εφαρμόζει μέτρα που άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν. Μετά το δημοψήφισμα του 1992 και τις ενστάσεις στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η χώρα απέκτησε ειδική ρήτρα εξαίρεσης από την κοινή μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, με αποτέλεσμα να μην δεσμεύεται από τις ευρωπαϊκές οδηγίες περί ασύλου. Αυτή η ιδιαιτερότητα της επιτρέπει να πρωτοστατεί στην αυστηροποίηση των κανόνων, διαμορφώνοντας ένα αυστηρό πρότυπο μεταναστευτικής διαχείρισης σε ευρωπαϊκό έδαφος.