12 Μαΐου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

Η αποτυχία της πολιτείας να στεγάσει την ελπίδα

Τα λόγια του πρωθυπουργού και τα νούμερα του ΟΟΣΑ - Η Ελλάδα της επικοινωνίας και της αγοραστικής εξαθλίωσης - Επτά χρόνια ελαφρύνσεις και σαράντα χρόνια φτώχεια

Όσοι είχαν την ευκαιρία να περάσουν τις ημέρες του Πάσχα στην ελληνική επαρχία, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια βαθύτερη επανεκτίμηση του νοήματος του σπιτιού στο χωριό. Το πατρικό σπίτι ή εκείνο της οικογένειας στους τόπους καταγωγής, που άλλοτε συμβόλιζε τη σταθερότητα, τη θαλπωρή και την εστία της οικογενειακής ζωής, μοιάζει σήμερα με σιωπηλό μάρτυρα μιας κοινωνικής και οικονομικής μετάβασης που επιτελείται αθόρυβα αλλά δραματικά. Εκεί όπου παλαιότερα το σπίτι ξεχώριζε καθαρά από τη φοιτητική κατοικία στην πόλη ή το σπίτι εργασίας σε άλλη περιοχή, σήμερα συγχέεται με τον χώρο του βάρους και της αβεβαιότητας.

Το «σπίτι» μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε έννοια με αποσιωπητικά. Από σημείο αναφοράς και ασφάλειας, έχει αρχίσει για χιλιάδες πολίτες να γίνεται πηγή άγχους και πίεσης. Δεν είναι πλέον αυτονόητο ότι μπορεί να συντηρηθεί. Αντιθέτως, για όσους πασχίζουν να ανταποκριθούν σε αυξημένα ενοίκια ή σε δανειακές υποχρεώσεις, το σπίτι δεν είναι προνόμιο, αλλά βάρος. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή για οικογένειες που στηρίζουν παιδιά που σπουδάζουν σε άλλες πόλεις, επωμιζόμενες διπλά κόστη στέγασης, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα παραμένουν στάσιμα ή συρρικνωμένα.

Πρόκειται για το ίδιο σπίτι που χιλιάδες νέοι άφησαν πίσω τους μεταναστεύοντας, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες και συνθήκες ζωής. Για αυτούς, η επιστροφή δεν είναι απλή επιλογή· προϋποθέτει ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον από αυτό που τους ανάγκασε να φύγουν. Κι όμως, η νέα Υπουργός Παιδείας εκφράζει την πεποίθηση πως οι νέοι αυτοί μπορούν να επιστρέψουν και να ξανακάνουν το «σπίτι» πραγματικότητα, χωρίς αποσιωπητικά. Ότι ενδεχομένως μπορεί να επέλθει μια νέα «κανονικότητα», όπου το σπίτι δεν θα είναι πια σύμβολο οικονομικής αγωνίας.

Ωστόσο, πίσω από αυτή τη ρητορική αισιοδοξίας, η πράξη αποδεικνύεται απογοητευτική. Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος, μέσω βεβιασμένων και επιφανειακών προγραμμάτων όπως το «Σπίτι Μου», το «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω», το «Κάλυψη» ή η «Κοινωνική Αντιπαροχή», δείχνουν πως η πολιτεία περιορίζεται σε αποσπασματικές και συχνά πρόχειρες παρεμβάσεις. Τα προγράμματα αυτά, αν και φανερώνουν μια κατ’ επίφαση επίγνωση του προβλήματος, δεν συνοδεύονται από έναν σοβαρό, δομικά θεμελιωμένο στρατηγικό σχεδιασμό. Λείπει η καινοτομία, η πρόθεση για μακροπρόθεσμες λύσεις και η βούληση να μετασχηματιστεί ουσιαστικά η αγορά κατοικίας. Οι εύκολες, ευκαιριακές εξαγγελίες με επιδοματική λογική δεν επαρκούν. Η πρόσφατη εξαίρεση των άνω των 65 ετών από πρόγραμμα επιδότησης στέγασης σχολιάστηκε ήδη ως ρύθμιση που μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση διάκριση – και ενδεχομένως, ως ρατσιστική πρακτική.

Τα προγράμματα εξαγγέλλονται, ξεκινούν, αποτυγχάνουν και επανεξαγγέλλονται. Ένας φαύλος κύκλος, στον οποίο η ευθύνη μετακυλίεται από υπουργό σε υπουργό, χωρίς λογοδοσία. Την ίδια στιγμή, η στεγαστική πραγματικότητα αλλάζει δραματικά. Η σωρευτική αύξηση των ενοικίων μεταξύ 2018 και 2022 πλησίασε το 50%, ενώ μόνο το 2023, η ετήσια αύξηση ενοικίων στην Αθήνα ξεπέρασε το 24% και στη Θεσσαλονίκη το 23%. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξαγγελία κινήτρων για μείωση φόρου κατά 50% στους επαναπατριζόμενους Έλληνες φαντάζει κενή υπόσχεση, όταν οι βασικές συνθήκες διαβίωσης έχουν καταστεί απαγορευτικές.

Την ίδια στιγμή, τα 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ της Εθνικής Στρατηγικής για τη Στέγαση διασπείρονται σε αναποτελεσματικά προγράμματα, τα οποία αναθεωρούνται εκ των υστέρων όταν διαπιστώνεται πως η αρχική κατεύθυνση ήταν λανθασμένη. Είναι τουλάχιστον θετικό ότι υπάρχουν ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες όπως το “Housing Action Plan” της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που θέτουν ως στόχο την προώθηση βιώσιμης και προσιτής στέγασης σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Όμως τέτοιες πρωτοβουλίες σχεδιάζονται με βάση δεδομένα που δεν αντανακλούν το ειδικό βάθος του ελληνικού προβλήματος.

Η δημογραφική κρίση και η γήρανση του πληθυσμού συνδέονται άρρηκτα με τη στεγαστική πολιτική. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό αλλά υπαρξιακό. Αφορά το μέλλον της ίδιας της χώρας. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη Υπουργείου «Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας» μοιάζει σχεδόν ειρωνική. Η νέα υπουργός, κυρία Μιχαηλίδου, καλείται να διαχειριστεί έναν τίτλο που ελάχιστα αντανακλά την πραγματικότητα. Ίσως, αντί για Υπουργείο Οικογένειας, θα έπρεπε ειλικρινά να ονομαστεί Υπουργείο Υπογεννητικότητας, για να αποτυπωθεί η έκταση της πολιτικής αδράνειας. Η στήριξη του ελληνικού νοικοκυριού δεν μπορεί να επαφίεται σε κενές εξαγγελίες ή σε εντυπωσιακές δηλώσεις περί ενίσχυσης, όπως αυτή του Πρωθυπουργού.

Η προκάτοχός της στο ίδιο υπουργείο και νυν Υπουργός Παιδείας, κυρία Ζαχαράκη, έχει δηλώσει πως το δημογραφικό ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά αφορά και στάσεις ζωής. Μια τέτοια τοποθέτηση, αν και επικοινωνιακά βολική, αποτυπώνει την αποσύνδεση των κυβερνητικών στελεχών από την καθημερινότητα. Στερείται ρεαλισμού και δείχνει αδυναμία κατανόησης της κοινωνικής πίεσης που βιώνουν νέοι άνθρωποι, οικογένειες και εργαζόμενοι. Το να στηρίζεται η εκπαιδευτική πολιτική σε τέτοια ερμηνεία της πραγματικότητας προοιωνίζεται συνέχιση του μηδενικού αποτυπώματος του προηγούμενου υπουργού.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, σύμφωνα με τους μηχανισμούς επαγρύπνησης της Κομισιόν. Την ώρα που ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας εξαιτίας του κόστους στέγασης, το Υπουργείο που διαχειρίζεται τα σχετικά κονδύλια αποφεύγει την ουσιαστική λογοδοσία. Η πραγματικότητα είναι πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τόσο το στεγαστικό πρόβλημα όσο και το δημογραφικό με ευκαιριακές, συχνά παιδιάστικες λύσεις. Με λογικές του τύπου «μπάλωμα εδώ, μπάλωμα εκεί» και την ελπίδα πως τα προβλήματα θα παρακαμφθούν, η στρατηγική της χώρας εξακολουθεί να είναι βραχυπρόθεσμη και αναποτελεσματική.

Ο γυμνός βασιλιάς του TikTok

Την ώρα που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεγε τον φακό του TikTok για να απαριθμήσει «κατορθώματα» έξι ετών διακυβέρνησης και να υποσχεθεί περαιτέρω προκοπή ως το 2027, η πραγματικότητα επέμενε να του τραβά το σακάκι. Μόνο που εκείνος επέλεξε να φορά τα αόρατα –και παραμυθένια– «μαγιάτικα» ρούχα της επικοινωνιακής υπερβολής. Παρουσιάζοντας μέτρα και στόχους όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου στα 1.500 έως το 2027, νέες άδειες για μητρότητα, πατρότητα και φροντίδα, μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και φοροαπαλλαγές για επαναπατρισθέντες, εμφανίστηκε να περιγράφει μια Ελλάδα κοινωνικά ώριμη, παραγωγικά υγιή και οικογενειακά ανθεκτική. Όλα αυτά σε ένα βίντεο ενός λεπτού, ανήμερα της Πρωτομαγιάς, με συμβολισμούς περί καρποφορίας, γονιμότητας και εργατικής ευημερίας.

Κι όμως, αυτή η εικόνα κράτησε όσο και η διάρκεια του βίντεο. Γιατί σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάρτησή του, ο ΟΟΣΑ, η ΕΛΣΤΑΤ και η Eurostat δημοσιοποιούσαν δεδομένα που διαψεύδουν θεαματικά τον κυβερνητικό μύθο. Η έκθεση “Taxing Wages 2024” του ΟΟΣΑ κατέτασσε την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην ΕΕ ως προς τις μέσες αποδοχές και στην τελευταία θέση σε αγοραστική δύναμη, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΕΕ=100). Η διαφορά στη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ φορολογουμένων με και χωρίς παιδιά –στοιχείο καθοριστικό για τη χάραξη δημογραφικής πολιτικής– κατατάσσει τη χώρα μας στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, πίσω μόνο από την Κόστα Ρίκα, το Μεξικό και την Τουρκία. Με απλά λόγια, το ελληνικό φορολογικό σύστημα συνεχίζει να τιμωρεί τις οικογένειες με παιδιά, παραμένοντας κοινωνικά άδικο και οικονομικά αναποτελεσματικό.

Η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τον εργαζόμενο με δύο παιδιά έφτασε στο 37,3% του ακαθάριστου μισθού, έναντι 39,3% για τον εργαζόμενο χωρίς παιδιά. Στον υπόλοιπο ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος για τον δεύτερο είναι 34,9%. Επιπλέον, η Ελλάδα εμφανίζει ιδιαίτερη εξάρτηση από τους έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ, αντί για άμεσους φόρους επί του εισοδήματος, ακολουθώντας μια βαθιά ανισοβαρή προσέγγιση στη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα περιορισμένη αναδιανομή εισοδήματος, χαμηλή αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση της φτώχειας και ενίσχυση της κοινωνικής αδικίας. Οι κοινωνικές παροχές μειώνουν τη φτώχεια στην Ελλάδα μόνο κατά 4-5 ποσοστιαίες μονάδες, όταν σε πολλές χώρες της ΕΕ η αντίστοιχη επίδραση είναι σχεδόν διπλάσια.

Τα στοιχεία αποτυπώνουν επίσης και τη γενικότερη απαξίωση του θεσμικού πλαισίου: χαμηλή ποιότητα δημόσιας διοίκησης, υγείας, παιδείας, απονομή δικαιοσύνης, Ελευθερία Τύπου. Η πολιτεία υπόσχεται άδειες, κάρτες, πλαίσια και κανόνες, την ώρα που οι βασικές υποδομές και οι θεσμοί παραμένουν ανίσχυροι να στηρίξουν τους πολίτες σε μια καθημερινότητα όπου το κόστος ζωής γονατίζει τα νοικοκυριά και η κοινωνική κινητικότητα γίνεται απλώς μια λέξη για προεκλογικά φυλλάδια.

Και όμως, την ώρα που τα στοιχεία αυτά κάνουν τον γύρο της Ευρώπης και του Τύπου, η κυβέρνηση εξακολουθεί να επενδύει σε επικοινωνιακά κατασκευάσματα, μετατρέποντας τη διαχείριση της κοινωνικής πολιτικής σε μια διαρκή παράσταση με τίτλο «όλα πάνε καλά». Μόνο που το κοινό –δηλαδή οι πολίτες– δεν αρκείται πλέον στην αφήγηση. Η πραγματικότητα των αριθμών, της φορολογίας, της αδικίας και της ανασφάλειας κάνει ξεκάθαρο ότι ο βασιλιάς είναι, απλώς, γυμνός.