13 Μαΐου, 2025
Top Επικαιρότητα Οικονομία

Η αλήθεια πίσω από το πλεόνασμα των 11,4 δισ. ευρώ

Το πλεόνασμα του 2024, το οποίο ανέρχεται σε 11,4 δισ. ευρώ ή 4,8% του ΑΕΠ, παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως αποτέλεσμα επιτυχημένων οικονομικών πολιτικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, καθώς πίσω από αυτό το εντυπωσιακό νούμερο κρύβεται μια σειρά από φορολογικές αυξήσεις, “δημιουργική λογιστική” και αναβολή πληρωμών, που διαστρεβλώνουν τα πραγματικά αποτελέσματα και δημιουργούν μια ψευδή εικόνα ευημερίας.

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, υπερηφανεύτηκε για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω ψηφιακών εργαλείων, την ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και την αύξηση των μισθών, καθώς και για τη μείωση των φορολογικών βαρών. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι τα ποσά που εξασφαλίστηκαν το 2024 από τη φορολογία ξεπερνούν κατά πολύ τις φυσιολογικές αυξήσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν από την ανάπτυξη του ΑΕΠ και την αύξηση των μισθών.

Η συνολική αύξηση των εσόδων από φόρους το 2024 ανήλθε σε 7,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3,8 δισ. ευρώ προήλθαν από την αύξηση των φόρων, ενώ μόλις 3,4 δισ. ευρώ από την πραγματική ανάπτυξη. Το γεγονός ότι οι φόροι αυξήθηκαν σε ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ δείχνει ότι το πλεόνασμα δεν οφείλεται σε μια υγιή οικονομική ανάπτυξη, αλλά κυρίως σε μια υπερβολική φορολογία που επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτός ο υπερβολικός φορολογικός συντελεστής δεν δικαιολογείται από τους νόμους της οικονομίας και αποτελεί ουσιαστικά μια άδικη επιβάρυνση για την κοινωνία.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η αύξηση των μισθών, η οποία θεωρήθηκε από την κυβέρνηση ως μια από τις βασικές αιτίες του πλεονάσματος, είχε αντίκτυπο στον φόρο εισοδήματος, ο οποίος αυξήθηκε κατά 14,8%. Δηλαδή, η αύξηση των μισθών, αντί να ενισχύσει την καταναλωτική ικανότητα και να δημιουργήσει έναν κύκλο ανάπτυξης, οδήγησε σε έναν υπερβολικό φόρο εισοδήματος, που διπλασίασε την αύξηση των μισθών. Επομένως, αυτό δείχνει ότι η πραγματική αύξηση των μισθών δεν είχε την αναμενόμενη θετική επίδραση στην οικονομία, καθώς ταυτόχρονα υπήρξε αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων.

Το πλεόνασμα, λοιπόν, που παρουσιάζεται ως απόδειξη της οικονομικής επιτυχίας, είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα αυτής της υπερβολικής φορολόγησης και της μη βιώσιμης οικονομικής πολιτικής. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι αν αφαιρέσουμε αυτά τα ανώμαλα εσοδα από τους φόρους και τις εξαιρετικά αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις, το φυσιολογικό πλεόνασμα θα έπρεπε να είναι μόλις 8,3 δισ. ευρώ, αντί για το 11,4 δισ. ευρώ που ανακοινώθηκε.

Αναφορικά με την “δημιουργική λογιστική”, η οποία έχει αναχθεί σε μια τακτική που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να παρουσιάσει τα οικονομικά αποτελέσματα με πιο θετικό τρόπο, το δημόσιο χρέος δεν καταγράφεται πλήρως, ενώ οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ξεπέρασαν τα 2,3 δισ. ευρώ το 2024. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις εκκρεμείς επιστροφές φόρων ύψους 731 εκατ. ευρώ, τα συνολικά χρέη του δημοσίου ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ. Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι πραγματικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης το 2024 δεν ήταν 114 δισ. ευρώ, όπως είχε ανακοινωθεί, αλλά 117,1 δισ. ευρώ, αυξάνοντας έτσι την εικόνα του πλεονάσματος και περιορίζοντας την πραγματική του αξία.

Αν, τέλος, υπολογιστούν και οι εκκρεμότητες καταβολής των αναδρομικών από τη μείωση των συντάξεων το 2012, που υπολογίζονται σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ, το πλεόνασμα μειώνεται ακόμα περισσότερο, φτάνοντας μόλις στα 2 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το όλο νούμερο να είναι πολύ πιο μικρό από αυτό που παρουσιάστηκε δημόσια.

Αυτό που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων είναι ότι το 11,4 δισ. ευρώ του πρωτογενούς πλεονάσματος, που παρουσιάστηκε ως επίτευγμα της κυβέρνησης, είναι στην πραγματικότητα μια εικόνα αποπροσανατολισμού που βασίζεται σε φορολογική αύξηση και λογιστικά τεχνάσματα. Το πραγματικό πλεόνασμα είναι πολύ χαμηλότερο και δεν αντικατοπτρίζει τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί μέσω πραγματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μιας υγιούς οικονομικής πολιτικής.