13 Μαΐου, 2025
Dislike

Η αυταπάτη της σταθερότητας και οι «δημοκρατικοί σύμμαχοι» που υμνούν την εισβολή

Από τις σιωπές στο Οθωμανικό Παλάτι ως τις δημοσκοπικές αυταπάτες του 30% – Ποιοι καθορίζουν τις ισορροπίες της επόμενης μέρας;

Η πρόσφατη επίσκεψη του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και του δημάρχου Αθηναίων Χάρη Δούκα στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό τη στήριξη του κρατούμενου δημάρχου Εκρέμ Ιμάμογλου, πυροδότησε έντονο προβληματισμό για το πώς η Ελλάδα εμπλέκεται, συμβολικά ή ουσιαστικά, στα εσωτερικά πολιτικά παιχνίδια της Τουρκίας. Ο Ιμάμογλου, μετριοπαθής και αντίπαλος του αυταρχικού καθεστώτος Ερντογάν, προβάλλεται συχνά ως ελπίδα για μια «νέα Τουρκία». Η σύλληψή του για διαφθορά τον Μάρτιο του 2025 και οι φήμες περί διαδοχής του στην ηγεσία του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) ενισχύουν το αφήγημα περί διωκόμενου δημοκράτη.

Όμως, η πραγματικότητα σπανίως είναι τόσο απλοϊκή.

Ο νυν ηγέτης του CHP, Οζγκιούρ Οζέλ, ιδεολογικός διάδοχος του σοσιαλιστή Μπουλέντ Ετσεβίτ, προκάλεσε πρόσφατα αίσθηση –ή και αγανάκτηση– όταν, με εμφανή συγκίνηση, εξήρε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ως «πράξη σωτηρίας». Η δημόσια ομιλία του, στην οποία δεν καταδίκασε την κατοχή αλλά, αντιθέτως, υπερηφανεύτηκε για την «αποστολή των δικών μας» αλεξιπτωτιστών, φέρνει στο προσκήνιο την άβολη αλήθεια: το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι μόνο ο Ερντογάν.

Κι όμως, οι δύο Έλληνες πολιτικοί δεν βρήκαν λέξη να πουν. Αρκέστηκαν να δηλώσουν υπερήφανοι για τον Ιμάμογλου και τον Οζέλ – με τον τελευταίο να τους πετάει και τη φράση «περισσότερο από τις φωνές των εχθρών μας, μας πληγώνει η σιωπή των φίλων μας». Σιωπή, πράγματι. Η σιωπή της πολιτικής σύνεσης ή της αμηχανίας; Ή μήπως της ιδεολογικής τύφλωσης;

Δεν πρόκειται απλώς για ένα ατυχές στιγμιότυπο. Είναι μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Η ίδια αυτή πολιτική τάση που αγκαλιάζει τις «φιλελεύθερες» εκδοχές του τουρκικού κεμαλισμού, είναι και εκείνη που στηρίζει την υποψηφιότητα της Άγκυρας για μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η ίδια τάση που μιλά για «νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», ξεχνώντας ότι ακόμη και οι αντιπολιτευόμενοι στην Τουρκία δεν αμφισβητούν την εισβολή, αλλά την υπερασπίζονται ως εθνικό κεκτημένο.

Συνεπώς, η κρίσιμη ερώτηση είναι: σε ποιους ακριβώς εναποθέτουμε τις ελπίδες μας; Ποια είναι η εναλλακτική που θεωρούμε συμφέρουσα για την Ελλάδα;

Η επίκαιρη αυτή απορία συνδέεται βαθιά με ένα άλλο φλέγον ζήτημα: την πολιτική ρευστότητα, εντός και εκτός συνόρων. Η κοινή γνώμη δεν κινείται πλέον με τους κανόνες των παλιών εγχειριδίων. Οι μετατοπίσεις είναι ραγδαίες, συχνά αστραπιαίες. Όπως έδειξε το εκλογικό παράδειγμα του Καναδά, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οι Συντηρητικοί προηγούνταν με 25 μονάδες και τελικά ηττήθηκαν – όχι επειδή η οικονομία βελτιώθηκε, αλλά επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ μετέβαλε το διακύβευμα των εκλογών σε ερώτημα εθνικής ανεξαρτησίας. Και η κοινωνία ανταποκρίθηκε με σαρωτικό τρόπο.

Κάτι παρόμοιο είδαμε και στην Ελλάδα το 2023: μια δήλωση του πρώην υπουργού Γιώργου Κατρούγκαλου περί αύξησης εισφορών αποδείχθηκε αρκετή για να μεταφέρει 5% του ΣΥΡΙΖΑ απευθείας στη Νέα Δημοκρατία – σε λίγες ώρες. Αυτή είναι η νέα κανονικότητα: ρευστότητα, ευθραυστότητα, αστραπιαίες αλλαγές.

Οι δημοσκοπήσεις, παρά τις τεχνικές ανανεώσεις, αδυνατούν να προβλέψουν τέτοιες μετακινήσεις. Ακολουθούν και δεν προηγούνται. Μετρούν στατικά, αλλά η κοινωνία κινείται δυναμικά. Το εκλογικό εκκρεμές ταλαντεύεται με όλο και μεγαλύτερο εύρος, καθώς η κοινωνία βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βαθύτατου τριπλού ρήγματος:

  1. Το 1/3 που ευνοείται από τις εξελίξεις, έναντι των 2/3 που ασφυκτιούν.
  2. Ο διαγενεακός εμφύλιος: οι μεγαλύτεροι ψηφίζουν για ασφάλεια, οι νεότεροι για ανατροπή.
  3. Η ταξική σύγκρουση: εργαζόμενοι με 700 ευρώ απέναντι σε κεφάλαιο με αφορολόγητα μερίσματα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προστίθεται και το εκρηκτικό πεδίο των εθνικών θεμάτων. Σε ένα περιβάλλον όπου η «προοδευτική αντιπολίτευση» της Τουρκίας υμνεί την εισβολή στην Κύπρο και οι Έλληνες πολιτικοί δεν βρίσκουν το θάρρος ούτε για μια στοιχειώδη αντίδραση, το ερώτημα επανέρχεται: έχουμε εθνική στρατηγική ή βαδίζουμε μονίμως πάνω στο τεντωμένο σκοινί των «διπλωματικών ισορροπιών»;

Ο Παναγιώτης Κονδύλης το είχε επισημάνει με διαύγεια δεκαετίες πριν: «Οι μετριότητες, οι υπομετριότητες και οι ανθυπομετριότητες […] δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους».

Και πράγματι, όταν η εθνική πολιτική χαράσσεται με γνώμονα το «να μην δυσαρεστήσουμε τους φίλους μας» – ιδίως όταν αυτοί υμνούν την κατοχή – τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο εξωτερικό. Είναι κυρίως εσωτερικό.