Στο πλαίσιο της αξιοποίησης του δημοσιονομικού χώρου, το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προτείνει τη στοχευμένη μείωση των φορολογικών συντελεστών στη μισθωτή εργασία και την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για εργαζομένους και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την Τριμηνιαία Έκθεση Μαρτίου 2025 που παρουσιάστηκε από το Γραφείο, η αξιοποίηση αυτού του δημοσιονομικού χώρου θα πρέπει να γίνει άμεσα.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της Έκθεσης, ο συντονιστής του Γραφείου, Ιωάννης Τσουκαλάς, κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις βουλευτών σχετικά με τα πλεονάσματα, το δημοσιονομικό χώρο και το μείγμα οικονομικής πολιτικής, όπως επίσης και για τα ζητήματα των μισθών, του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της χρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ).
Όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο κ. Τσουκαλάς υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί τουλάχιστον επτά με δέκα χρόνια για να φτάσει το εισόδημα στα επίπεδα πριν την οικονομική κρίση του 2008, αν και αυτά τα επίπεδα εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σχετικά με τα πλεονάσματα, ο κ. Τσουκαλάς ανέφερε ότι αυτά οφείλονται στην ανακάλυψη φορολογητέας ύλης και την ψηφιοποίηση του φορολογικού συστήματος, η οποία έχει διευρύνει τη φορολογική βάση και έχει οδηγήσει σε μόνιμα έσοδα από τον ΦΠΑ και από εισοδήματα που παλαιότερα ήταν αδήλωτα. Επιπλέον, τα πλεονάσματα οφείλονται στην οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση των δαπανών. Επισήμανε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν οφείλονται σε υπερφορολόγηση, καθώς οι φορολογικοί συντελεστές παραμένουν σταθεροί από το 2020 και για κάποιους έχουν μειωθεί.
Ο κ. Τσουκαλάς τόνισε ότι το επόμενο βήμα είναι η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για την μείωση των φορολογικών συντελεστών στη μισθωτή εργασία και την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Ειδικότερα, ανέφερε ότι προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στους νέους σε ό,τι αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, και υπογράμμισε δύο σημαντικές στρεβλώσεις στο σύστημα φορολογίας φυσικών προσώπων: την απότομη αλλαγή του φορολογικού συντελεστή από 9% σε 22% για εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ και τη χαμηλή απαλλαγή από τη φορολογία (44%) για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ. Αυτές οι στρεβλώσεις δημιουργούν αντικίνητρα για υψηλά καταρτισμένους εργαζόμενους και τους αποθαρρύνουν από την επιστροφή στην Ελλάδα.
Ο κ. Τσουκαλάς επεσήμανε ότι οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την ελληνική οικονομία μετά το 2027, όταν αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η χρηματοδότηση από το ΤΑΑ, δείχνουν επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, με την ανάπτυξη να κυμαίνεται μεταξύ 1% και 1,5%. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτούνται υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να μειωθεί ταχύτερα το χρέος προς το ΑΕΠ. Ανέφερε επίσης την ανάγκη μείωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και τη σημασία της αξιολόγησης των αγορών, ειδικά όσον αφορά την εξυγίανση του χρέους και την αναδιάρθρωσή του.
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση από το ΤΑΑ, ο κ. Τσουκαλάς σημείωσε ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι οι κυριότεροι δικαιούχοι, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαίνεται να μην δείχνουν ισχυρό ενδιαφέρον για δάνεια, κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων. Παρόλα αυτά, ανέφερε ότι αναμένεται να υπάρξει αύξηση της χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα το 2025, όταν οι τράπεζες θα έχουν πλήρως εξυγιανθεί.
Αναφορικά με την αμυντική βιομηχανία, ο κ. Τσουκαλάς τόνισε τη σημασία της ανάπτυξης αυτής της βιομηχανίας για την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι πολλές τεχνολογικές καινοτομίες προέρχονται από τις αμυντικές δαπάνες άλλων κρατών. Ανέφερε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη δημιουργία νέων τεχνολογιών και έρευνας στην αμυντική βιομηχανία, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανάπτυξή της.