Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα φαίνεται να βρίσκονται αντιμέτωποι με μια εξαντλητική εργασιακή πραγματικότητα, καθώς η χώρα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών που εργάζονται συνήθως τα Σαββατοκύριακα μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2023, το 32,3% των Ελλήνων μισθωτών εργάζεται τακτικά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ένα ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 22,4%. Η Ιταλία ακολουθεί με ποσοστό 30,9% και η Κύπρος με 26,4%, ενισχύοντας την εικόνα ενός νοτίου ευρωπαϊκού μοντέλου όπου η εργασία δεν σταματά ούτε το Σαββατοκύριακο. Στον αντίποδα, χώρες όπως η Λιθουανία (3%), η Πολωνία (4,5%) και η Ουγγαρία (6,6%) διατηρούν ακόμα τα Σαββατοκύριακα ως κανονικές ημέρες ανάπαυσης, με την εργασία αυτές τις ημέρες να αποτελεί εξαίρεση. Τα δεδομένα αναδεικνύουν μια ανησυχητική τάση στην ελληνική αγορά εργασίας, η οποία στερεί στους εργαζόμενους τον απαραίτητο χρόνο ανάκαμψης, εντείνοντας την ψυχολογική και σωματική φθορά.

Η εξάπλωση της εργασίας τα Σαββατοκύριακα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς στατιστικό φαινόμενο, αλλά καθρέφτης βαθύτερων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Η υπέρβαση του καθορισμένου ωραρίου δεν γίνεται πάντα από επιλογή, αλλά συχνά αποτελεί αναγκαστική διέξοδο για την κάλυψη βασικών αναγκών, καθώς το εισόδημα από την πενθήμερη εργασία δεν επαρκεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να επιδιώκουν συμπληρωματικά μεροκάματα το Σάββατο και την Κυριακή, εντείνοντας την πίεση και περιορίζοντας τον χρόνο ανάπαυσης. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η επιπλέον εργασία συχνά παρέχεται άτυπα, χωρίς την νόμιμη αποζημίωση ή τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις. Η έκταση αυτού του φαινομένου παραμένει αδιευκρίνιστη, καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται τα Σαββατοκύριακα χωρίς πληρωμή, δημιουργώντας ένα σκοτεινό πεδίο που απαιτεί περαιτέρω έρευνα και θεσμική παρέμβαση.
Η συνεχής διάβρωση των ορίων ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή επιδεινώνει την ήδη επιβαρυμένη ψυχική κατάσταση των εργαζομένων στην Ελλάδα. Η απουσία επαρκούς ανάπαυσης και η διαρκής έκθεση σε επαγγελματικές απαιτήσεις ακόμη και τα Σαββατοκύριακα υπονομεύουν την ευεξία και μειώνουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να διαχειρίζονται το άγχος και να διατηρούν την ψυχολογική τους ανθεκτικότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια καθημερινότητα χωρίς σταθερό σημείο αποφόρτισης, όπου η εργασία καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο, εις βάρος της προσωπικής ζωής και της οικογενειακής ισορροπίας. Η έλλειψη ουσιαστικού ελεύθερου χρόνου καθιστά δύσκολη τη διατήρηση κοινωνικών σχέσεων, την ψυχική ανάκαμψη και την αίσθηση ελέγχου πάνω στον ίδιο τον βιορυθμό των εργαζομένων.

Το πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη (UNECE) για την Ποιότητα της Απασχόλησης φωτίζει μια κρίσιμη διάσταση του σύγχρονου εργασιακού τοπίου: η εργασία σε «άτυπες ώρες» – νύχτα, βράδυ και Σαββατοκύριακα – επιβαρύνει σοβαρά την ισορροπία ζωής και συνδέεται με αυξημένο συνολικό χρόνο εργασίας. Η παρατεταμένη έκθεση σε τέτοιες συνθήκες ενισχύει τις πιθανότητες εμφάνισης διαταραχών ύπνου, ενισχύει το αίσθημα κοινωνικής απομόνωσης και συχνά δεν συνοδεύεται από ανάλογη οικονομική ανταμοιβή, ειδικά σε επαγγέλματα υψηλής έντασης ή επισφάλειας.
Ακόμη πιο έντονη είναι η πίεση για τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι συχνά δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέγουν ρεπό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 46,7% των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και το 37,8% χωρίς υπαλλήλους εργάζονται τα Σαββατοκύριακα. Οι περισσότεροι εξ αυτών δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η εστίαση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα ιδιωτικά ιατρεία και τα διαγνωστικά εργαστήρια – τομείς όπου η λειτουργία τα Σαββατοκύριακα δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα επιβίωσης.
Η εικόνα συμπληρώνεται από την επαγγελματική κατανομή των ατόμων που εργάζονται τα Σαββατοκύριακα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στον πρωτογενή τομέα – γεωργία, αλιεία και δασοκομία – όπου σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι (49,5%) απασχολούνται και τα Σαββατοκύριακα. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά καταγράφονται σε επαγγέλματα πωλήσεων και εξυπηρέτησης (48,9%) και σε βασικά τεχνικά και βοηθητικά επαγγέλματα, όπως καθαριστές, τεχνίτες και φύλακες (26,7%). Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν ένα μοντέλο εργασίας που δεν αφήνει χώρο για ανάπαυση και αναδεικνύουν την ανάγκη αναγνώρισης και ρύθμισης της εργασίας σε άτυπα ωράρια ως κρίσιμο ζήτημα κοινωνικής προστασίας.

Η σαββατοκυριακάτικη εργασία στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονη σε επαγγέλματα που στηρίζουν την κατανάλωση, την εξυπηρέτηση και την τουριστική δραστηριότητα. Σερβιτόροι, μάγειρες, οδηγοί ταξί ή φορτηγών, υπάλληλοι σε καταστήματα λιανικής και εργαζόμενοι σε τουριστικές επιχειρήσεις βρίσκονται συστηματικά στη δουλειά τα Σαββατοκύριακα, καλύπτοντας τις ανάγκες ενός μοντέλου οικονομίας που απαιτεί διαρκή διαθεσιμότητα. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες – γιατροί, τεχνίτες, επαγγελματίες παροχής υπηρεσιών – οι οποίοι εργάζονται εκτός κανονικού ωραρίου, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των πελατών τους και να διατηρούν τη βιωσιμότητα της δραστηριότητάς τους.
Η ένταση της εργασιακής επιβάρυνσης αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στον συνολικό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο μέσος όρος στην Ελλάδα φτάνει τις 39,8 ώρες την εβδομάδα, σημαντικά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 36,1 ωρών. Το πραγματικό ωράριο είναι στην πράξη ακόμη μεγαλύτερο, αφού οι υπερωρίες συχνά δεν καταγράφονται, ενώ οι «αόρατες» ώρες τηλεργασίας – εκείνες που αφιερώνονται σε εργασιακά καθήκοντα εκτός επίσημου πλαισίου – παραμένουν αθόρυβες αλλά διαρκείς. Το αποτέλεσμα είναι μια εργασιακή καθημερινότητα χωρίς καθαρές γραμμές, όπου η κόπωση δεν περιορίζεται μόνο στη διάρκεια της εβδομάδας, αλλά διαχέεται και στα Σαββατοκύριακα, καθιστώντας την αποσύνδεση από την εργασία πολυτέλεια.
Η εικόνα που διαμορφώνεται από τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνει κάτι που για χιλιάδες εργαζόμενους αποτελεί καθημερινή εμπειρία: στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους τομείς και κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, το ρεπό δεν είναι δεδομένο – είναι προνόμιο. Η εκτεταμένη εργασία τα Σαββατοκύριακα δεν είναι απλώς ζήτημα ατομικής επιλογής ή προσωρινής πίεσης. Είναι δομικό στοιχείο του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, το οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, την εποχικότητα και την παροχή υπηρεσιών που απαιτούν συνεχή λειτουργία.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους της πρώτης γραμμής, αλλά αντικατοπτρίζει ευρύτερες παθογένειες στην αγορά εργασίας: ανεπαρκή θεσμική προστασία, δυσκολία ελέγχου της παραβίασης των εργασιακών δικαιωμάτων, πίεση για διαρκή διαθεσιμότητα και ένα άτυπο σύστημα στο οποίο η εργασία εκτός ωραρίου συχνά δεν αποζημιώνεται ούτε καταγράφεται. Η «κανονικοποίηση» της απασχόλησης το Σαββατοκύριακο είναι το σύμπτωμα ενός μοντέλου που αδυνατεί να διασφαλίσει σταθερούς ρυθμούς ζωής και ξεκάθαρες γραμμές μεταξύ επαγγελματικού και προσωπικού χρόνου.